To Sala Sala καλωσορίστηκε την Παρασκευή στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών με μία sold-out πρεμιέρα. Ο Κ.ΒΗΤΑ ζώστηκε τον ρόλο του ρέμπελου του ρεμπέτικου και άνοιξε διάλογο με τραγούδια που γίναν γνωστά από δύο γυναικείες φωνές οι οποίες σημάδεψαν αυτό το είδος ανεξίτηλα, της Μαρίκας Παπαγκίκα και της Σωτηρίας Μπέλλου.
Ο εσωστρεφής διάλογος επιστράτευσε τις αναμενόμενες ηλεκτρονικές υφές, αλλά ταυτόχρονα τις ξεπερνούσε, δημιουργώντας ένα ηχητικό χαλί που λειτούργησε παραδόξως πολύ αποτελεσματικά ως πεδίο εμπειρίας των καταστάσεων που περιγράφουν τα τραγούδια αυτά. Τα βαρέα πάθη του ρεμπέτικου προσαρμόστηκαν έτσι στο σήμερα, ενώ το χθες και το τότε έγιναν κομμάτι του κόσμου του ενδοστρεφούς καλλιτέχνη. Έντονο ήταν επίσης και το παιχνίδι μεταξύ Δύσης και Ανατολής σε όλα τα σημεία της βραδιάς –στη μουσική, αλλά και στα θέματα του video art– ενός δίπολου που ενυπάρχει σφοδρώς και μέσα στο ίδιο το ρεμπέτικο.
Το τραγουδιστικό μέρος της συναυλίας έπεσε κατα κύριο λόγο στη μεσόφωνο Θεοδώρα Μπάκα, με την κλασική της εκπαίδευση να δένει πιο καλά στις υψίφωνες νότες της Παπαγκίκα, δημιουργώντας όμως κι έναν πολύ ενδιαφέροντα, ατυπικό διάλογο με μελωδίες που έχουν συνδεθεί με τη Μπέλλου. Παράλληλα, ο Κ.ΒΗΤΑ έστιξε τις ερμηνείες της Μπάκα με μουσικές φράσεις που, τραγουδισμένες από το δικό του εύθραυστο τρέμολο, λειτούργησαν περίεργα μα συνεργιστικά με τη φωνή της mezzo soprano. Ένα τρέμολο που καθρεφτίστηκε και στην κιθαριστική του ερμηνεία στο "Μινόρε Της Αυγής".
Ο Κ.ΒΗΤΑ και οί επι σκηνής συνεργάτες του βρέθηκαν έτσι να παρουσιάζουν μια εσωτερικευμένη εκδοχή των ρεμπέτικων της Μπέλλου και της Παπαγκίκα, μπροστά στο φόντο που έφτιαξαν ο Ανδρέας Αγγελιδάκης κι ο Άγγελος Πλέσσας –φόντο με βαθιά την αίσθηση της νοσταλγίας και της απουσίας των ανθρώπων. Περιηγηθήκαμε σε ψηφιακές μακέτες πόλεων στις οποίες οι όψεις ήταν κατόψεις, το τοπίο ερημωμένο και τα φλούο σήματα και σχήματα ένα ντισκούρ μεταξύ της σημασίας της διακόσμησης και της εικόνας σαν σηματοδότηση νοήματος.
Η μεγαλύτερη επιτυχία των εικαστικών ήταν η δημιουργία εικόνων, που σε συνεργασία με τα μουσικά «τοπία» του Βήτα κατάφεραν να κάνουν το κοινό να ξεπεράσει την ανάλυση και τη συσχέτισή τους με το ψηφιακό και το “Μαθαίνοντας από το Las Vegas”, συνεπαίρνοντάς το σε έντονα αισθήματα, ακατέργαστα και άρρηκτα συνδεδεμένα με την εμπειρία του Άστεως, των πόλεων που έγιναν δοχεία για όλα τα θέματα και τα συναισθήματα που διεξέρχεται το ρεμπέτικο. Εικόνες του Πειραιά, της Νέας Υόρκης αλλά και ερήμων, εικόνες μεσημεριών με τον αδυσώπητο ήλιο του αστικού τοπίου της Αθήνας, αλλά και των βραδινών ουρανών.
Τα νωχελικά μουσικά τοπία του Βήτα στηρίχθηκαν στο πιάνο του Χρήστου Αλεξάκη, στην ηλεκτρική κιθάρα του Αλέκου Βουλγαράκη, στο μπάσο του Κώστα Γιαννίρη και στο θέρεμιν του Παναγιώτη Τσεκούρα. Η ευαισθησία του όλου εγχειρήματος δεν άφησε ποτέ το σύνολο να μοιάσει γυμνό ή παράφωνο, ίσα-ίσα έδωσε στα τραγούδια νέο τρόπο να κοινωνήσουν τη λάβρα του ρεμπέτικου. Το κοινό όμως, ενώ υπήρξε σαφώς ένθερμο, φάνηκε ανά στιγμές να μην γνωρίζει πώς να διαχειριστεί τον μετρημένο βηματισμό τον τραγουδιών, χειροκροτώντας λ.χ. προτού τελειώσει η ερμηνεία κι αντιμετωπίζοντας το έργο σαν ένα μουσικό και καλλιτεχνικό novelty –κι όχι ως τη λεπτή και περίπλοκη δουλειά που πραγματικά ήταν.
Παρ' όλα αυτά, το δυνατό χειροκρότημα οδήγησε στο encore του "Ντούρου Ντούρου", ενός απο τα highlights της βραδιάς. Όσοι ήρθαν στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών με αυτιά ανοιχτά, έτοιμα να κάνουν ουσιαστική «δουλειά», έμειναν με την επίγευση του έργου ενός ανθρώπου με υπέροχη δημιουργικότητα και μνημειώδη ευαισθησία.
{youtube}jleufZCCIuA{/youtube}