Πολλοί λαοί ανά τον κόσμο έχουν εμπνευστεί μοιρολόγια και τραγούδια από το Πάσχα, την κυριότερη και πιο συναισθηματικά φορτισμένη εορτή της Ορθοδοξίας. Ασυγκίνητοι δεν έμειναν βεβαίως ούτε οι κλασικοί συνθέτες, αρκετοί από τους οποίους συνέδεσαν μεγάλες δημιουργίες της καριέρας τους με τα πάθη του Χριστού και ό,τι αυτά συμβολίζουν. Όπως ο Joseph Haydn, δύο έργα του οποίου ερμήνευσε η Καμεράτα στο Μέγαρο Μουσικής, σε διεύθυνση Γιώργου Πέτρου.
Πρώτη παίχτηκε η "Συμφωνία αρ. 44 σε μι ελάσσονα", στην οποία ο ίδιος ο Haydn έδωσε το προσωνύμιο «Trauner» (θρήνος), εκφράζοντας μάλιστα και την επιθυμία το 3ο της μέρος ν' ακουστεί στη νεκρώσιμή του ακολουθία. Σκεπτόμενος λοιπόν αυτά, περίμενα κάτι με ιδιαίτερη συναισθηματική βαρύτητα. Παρ' όλη όμως την άριστη φήμη της Καμεράτας σε εκτελέσεις τέτοιων έργων, η "Συμφωνία αρ. 44" δεν με άγγιξε. Δεν υπήρξαν λάθη από την ορχήστρα, ενώ η διεύθυνσή της υπήρξε συνολικά εξαιρετική. Η εκτέλεση, όμως, ήταν διεκπεραιωτική από την πλευρά των μουσικών: έλειψε δηλαδή νομίζω η αρμόζουσα συναισθηματική τοποθέτηση.
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας ακούσαμε το "Stabat Mater", το οποίο θεωρείται πως συμπυκνώνει όλο το συνθετικό μεγαλείο του Haydn –έναν καθολικό ύμνο του 13ου αιώνα, που περιγράφει τον πόνο της Παρθένου Μαρίας κατά τη σταύρωση του Ιησού. Για τις εκτελεστικές απαιτήσεις, προστέθηκαν στη σκηνή και 4 τραγουδιστές: η σοπράνο Μυρσίνη Μαργαρίτη, η μέτζο σοπράνο Ειρήνη Καραγιάννη, ο τενόρος Βασίλης Καβάγιας και ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς, καθώς κι ένα μικρό χορωδιακό σύνολο. Με τις φωνές αυτές, όλα ισορρόπησαν· το "Stabat Mater" που ακούσαμε, ήταν ικανό να σε κάνει να κλάψεις.
Το έργο από μόνο του διαθέτει μνημειώδη δυναμική. Τα 12 μέρη που το αποτελούν περιγράφουν τον εκνευρισμό, την απόγνωση, τον θρήνο και τελικά τη λύτρωση της Παρθένου Μαρίας (μεταξύ άλλων). Είναι μάλιστα τόσο ζωντανή η μεταφορά όλων αυτών των συναισθημάτων στην παρτιτούρα, ώστε ταυτίζεσαι πριν καν το καταλάβεις –λες και βιώνεις κι εσύ εκείνη τη στιγμή τα γεγονότα. Ασφαλώς, βοήθησαν πολύ σε κάτι τέτοιο και οι καθηλωτικές ερμηνείες όλων των σολίστ, που έδειξαν την αξία τους ήδη από το ξεκίνημα. Κάθε μέρος του "Stabat Mater" χρησιμοποιεί διαφορετικό συνδυασμό φωνών, δημιουργώντας έτσι μια ηχητική ποικιλία η οποία κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατή. Στο δε 12ο μέρος, όλες οι φωνές τελικά συνηχούν, για να μας οδηγήσουν στη λύτρωση και στο μεγάλο φινάλε του έργου. Οι υπέρτιτλοι του Μεγάρου μας έδωσαν τη συμπληρωματική δυνατότητα να διαβάζουμε τη μετάφραση του κειμένου κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής του, κάτι πολύ χρήσιμο: οι λίγες στροφές του, με τα μεστά όμως νοήματα, συνέβαλλαν στην πλήρη κατανόησή του.
Η πλατεία της αίθουσας Χρήστος Λαμπράκης ήταν γεμάτη, αλλά όχι και τα θεωρεία, τα οποία είχαν μεν κόσμο, μα και αρκετές κενές θέσεις. Δυστυχώς επιβεβαίωσα και κάτι δυσάρεστο: αν και στο Μέγαρο Μουσικής παρουσιάζονται συχνά έργα κλασικών συνθετών από πολύ καλές ορχήστρες και με προσιτές τιμές στα εισιτήρια, κάθε φορά που έχω παραβρεθεί σε συναυλία ο μέσος όρος ηλικίας παραμένει καθηλωμένος άνω των 60. Η κλασική μουσική, όμως –είτε την αντιλαμβάνεται κανείς σε όλη της την πληρότητα, είτε όχι– είναι πάντα όαση για τα αυτιά. Όλων μας.
{youtube}bDPEcCLxYeM{/youtube}