Ήταν απογοητευτική η προσέλευση τη Δευτέρα στο Six d.o.g.s., η οποία σε καμία φάση των τριών σετ δεν ξεπέρασε τους 40 θεατές. Θα μου πείτε, ρε φίλε φεστιβάλ πειραματικού ήχου, τι περίμενες; Θα αντιτάξω όμως ότι το Deteriorate Sound II –αν μη τι άλλο εκείνη την ημέρα– πρόβαλλε καλλιτέχνες που κινούνται σε γεφυροποιές οδούς και ουδόλως προς noise παρυφές ή abstract λογικές. Μόνιμη βέβαια η κουβέντα και ο προβληματισμός πάντα γόνιμος για ανάλογες πλατφόρμες ήχου και το πώς ενδύονται από την κοινωνική συνθήκη (βλέπε ακροατές/θεατές). Ως εκ τούτου είναι καλό που το Deteriorate Sound, με αυτήν τη δεύτερη εκδοχή του στα συναυλιακά μας δρώμενα, πριμοδοτεί μια τέτοια συζήτηση, πέρα από την έτσι κι αλλιώς θετική παρουσία του στα πεπραγμένα της σκηνής.
Αν και διαφώνησα (εσωτερικώς) με την τοποθέτηση της Τάνιας Γιαννούλη και του Σόλη Μπαρκή στην αρχή της βραδιάς –μιας και μιλάμε για μια πολύ υποσχόμενη παρουσία (μην ξεχνάμε το θαυμάσιο ForestStories της πέρυσι) κι έναν βαθιά πεπειραμένο παίκτη– εννοείται ότι ήμουν εκεί από το πρώτο δευτερόλεπτο της επί σκηνής παρουσίας τους. Και συνέβη αυτό που, αν όχι φοβόμουν, στα σίγουρα είχε περάσει από το μυαλό μου: φάνηκε ότι ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους, των οποίων η σύμπλευση δεν είναι εύκολη. Κι έτσι, η σαφώς Δυτικής προέλευσης ανοικτή δομικότητα της Γιαννούλη στο κλαβιέ βρέθηκε στον αντίποδα της σαφώς Ανατολικής ποικιλομορφίας του Μπαρκή. Κάτι που δεν έχει βέβαια να κάνει με την προσπάθεια των δύο μουσικών.
Ενώ όμως περίμενα ότι θα ήταν η Γιαννούλη που θα έθετε απαράβατους στύλους στην οικοδόμηση των συνθέσεων/σχεδιασμών (6 στο σύνολό τους), εκείνη παρουσίασε έναν ενδιαφέροντα χαμαιλεοντισμό: άρχισε με ανοικτό πιάνο και στη συνέχεια επικεντρώθηκε πολύ στο κέντρο του κλαβιέ, προτάσσοντας μελωδία αλλά και ρυθμικότητα, δίνοντας ουσιαστικά λύσεις σε πολλά σημεία του αυτοσχεδιασμού. Ο Μπαρκής, από την άλλη, με προβλημάτισε. Όχι σε επίπεδο απόδοσης, εκεί δεν τίθεται θέμα· είναι όχι μόνο άψογος, μα και πηγαίος σε ό,τι κάνει. Αλλά τη Δευτέρα πρόταξε περισσότερο ένα δειγματολόγιο των οργάνων του, παρά εντρύφησε στο πώς αυτά θα μπορούσαν να συνομιλήσουν με το πιάνο. Άρχισε με μια παραλλαγή του αυστραλιανού bull roarer (έμοιαζε σε μορφή με αδράχτι βαμβακιού) και χρησιμοποίησε στη συνέχεια ένα θαυμάσιο ξυλόφωνο (το οποίο έδεσε εκπληκτικά με το πιάνο), μέχρι και κουδουνάκια εφαρμοσμένα στον αστράγαλό του –με την κορυφαία στιγμή να είναι σαφώς η επιδαψίλευση του μπεντίρ με ένα ακόμα ταμπούρο, σφηνωμένο σφιχτά ανάμεσα στα πόδια του. Όμως το άρωμα της συνομιλίας των δύο μουσικών έμεινε, από τη μεριά του Μπαρκή, σε μια παράθεση οπλοστασίου. Προσοχή! Όχι επιδεικτική, αλλά κάπως δειγματοληπτική. Το ότι ήταν βέβαια η πρώτη επί σκηνής σύμπραξή τους, αφήνει περιθώρια νέων οδών συνομιλίας στο μέλλον.
Κατά τις 11, τη σκηνή του Six d.o.g.s. κατέλαβαν οι Debrifon, οι οποίοι επίσης με προβλημάτισαν. Διότι βρήκα το ντουέτο του Στέλιου Ρωμαλιάδη (φλάουτο, effects) με τον Γιώργο Βαρουτά (κιθάρα, sound treatment) ανέτοιμο σε επίπεδο κατάθεσης πρότασης με συνειρμικότητα. Και εξηγούμαι. Ενώ ως άποψη είναι πολύ ωραίο να συνομιλεί ένα φλάουτο και μια ηλεκτρική κιθάρα, προσωπικά περιμένω έναν κιθαρίστα που συμμετέχει σε φεστιβάλ αυτοσχεδιασμού να μην περιορίζει το παίξιμό του σε χτύπημα με το δεξί στις χορδές πίσω από τον καβαλάρη, αλλαγή θέσης των μαγνητών και ανάλυση της πεντατονικής.
Τα πετάλια επίσης του Βαρουτά σε καμία περίπτωση δεν αποδείχθηκαν πανάκεια και μόνο στην εισαγωγή και σε ένα σημείο πτώσης της ενορχήστρωσης –περίπου στο 15ο λεπτό της εμφάνισης– υποστήριξαν με χαρακτήρα τη γενικότερη ατμόσφαιρα. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις έγινε φανερό ότι απλά δοκιμάζονταν επί σκηνής: δεν υπήρχε δηλαδή κάποια στρατηγική στην παράθεσή τους. Ο Ρωμαλιάδης, από την άλλη, ξεκίνησε με τη χαρακτηριστική ambient folk λαλιά του φλάουτου του, όμως στη συνέχεια –παρότι δηλώνω fan του παιξίματός του– δεν κατάφερε κατά τη γνώμη μου να εδραιώσει φράσεις-κλειδιά, που να αποτελέσουν είτε φάρους γύρω από τους οποίους να πλέκεται ο αυτοσχεδιασμός, είτε εφαλτήριο ώστε να κινηθεί πάνω τους η κιθάρα.
Τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν με την έλευση των BlackLesbianFishermen. Μετά από ένα σύντομο μα γεμάτο ευγένεια καλωσόρισμα εκ μέρους του Alan Trench, οι δύο βασικές συνθέσεις που παρουσιάστηκαν κινήθηκαν σε μία τελείως άλλη ηχητική λογική, συγκριτικά με τα δύο προηγούμενα acts. Δεν νομίζω βέβαια πως αυτό που ακούσαμε εντάσσεται στον χώρο του αυτοσχεδιασμού, περισσότερο βρήκα να συγγενεύει με τις μετά τους Floyd αναζητήσεις και με τους Current 93 (μέχρι κοκάλου, θα τολμούσα να πω): σκοτεινή ατμόσφαιρα, ένα πολύ καλό μπάσο, υποβλητικοί αλλά καθόλου βερμπαλιστικοί συνθετήτες, υποβόσκουσας απειλής μα και σχεδόν μανιακής νοσταλγίας φωνητικά. Στα παραπάνω να πούμε ότι υποβοηθούσε πάρα πολύ και η προβολή του θαυμάσιου –ως μοντάζ και ως υλικό– φιλμ όπισθεν της μπάντας, στο οποίο είδαμε εικόνες της καθημερινότητας με εμβόλιμες εμμονοληπτικές φλασιές, οι οποίες σαφώς δημιούργησαν μια σφιχτοδεμένη και τρομώδη ατμόσφαιρα. Το «μπράβο» στο τέλος της πρώτης σύνθεσης μου βγήκε αυθόρμητα.
Η προαναγγελθείσα συνεύρεση και των 3 σχημάτων επί σκηνής για το τελείωμα της βραδιάς συνέβη τελικά μόνο μεταξύ των Debrifon και των Black Lesbian Fishermen, με τον Βαρουτά των πρώτων να προσθέτει ουσιαστικά αυτή τη φορά με την κιθάρα του στην όλη ατμόσφαιρα, η οποία συνέχισε βασικά από εκεί όπου τελείωσε το σετ των δεύτερων.
{youtube}c7b40kyHU6Q{/youtube}