Η πορεία των GAD. στα εγχώρια μουσικά δρώμενα οφείλεται αποκλειστικά σε δουλειά δική τους, δεν είναι δηλαδή αποτέλεσμα hype ή ένταξής τους σε παρέες βυσματωμένων «ταγών» του έντυπου/ηλεκτρονικού τύπου. Ίσως λόγω του γεγονότος ότι είναι «παικτάκια» (όπως λέγαμε παλιά) από τα μικράτα τους, λόγω της χρόνιας μεταξύ τους γνωριμίας –η οποία αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της δυναμικής της μπάντας, μα και της εσωτερικής της συνοχής– ή λόγω της κοινωνικής τους καταγωγής: οι GAD. είναι παιδιά της κλασικής μικροαστικής τάξης, τα οποία έμαθαν μουσική παράλληλα με την καθημερινή τους δουλειά. Κι αν νομίζετε ότι τέτοια κοινωνικά χαρακτηριστικά δεν παίζουν ρόλο, το ακροατήριο που μαζεύτηκε το Σάββατο στο Koo-Koo για να τους δει (στην πρώτη από τις δύο σχεδιαζόμενες εμφανίσεις τους εκεί μέσα στον Νοέμβρη) θα σας έπειθε για το αντίθετο• γιατί είχε συγκεκριμένη λογική η πλειονότητα των 30άρηδων που παρέστη, όπως και η ενδυμασία τους, με τις μικρές πινελιές από 1990s ποπ και κάποιες ελαφρώς ροκ περιδινήσεις.
Οι GAD. βγήκαν στην ώρα τους, μέσα σε μπλε φώτα. Και από την έναρξη κιόλας του λάιβ φάνηκε η εξής συντεταγμένη: τα συνθεσάιζερ θα όριζαν τον χαρακτήρα της μουσικής τους σε ελαφρώς μεγαλύτερο ποσοστό συγκριτικά με την τελευταία φορά που τους παρακολούθησα, πριν 2-3 χρόνια περίπου.
Ο πολύπειρος Ηρακλής Αναστασιάδης ισορροπεί βέβαια πολύ καλά τον αφιονισμό του στα πλήκτρα με τον γενικότερο ήχο του γκρουπ, ώστε σε κανένα σημείο να μην τον υπερβαίνει με την παρουσία του. Πιστεύω μάλιστα πως η αποδοχή τους από το συγκεκριμένο κοινό που περιέγραψα πιο κάνω έχει να κάνει ακριβώς με αυτήν τη σαφέστατη 1980s/1990s αναφορά, η οποία οικοδομείται πάνω στη λατρεία προς συγκεκριμένα συγκροτήματα της περιόδου –με τους Depeche Mode να βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας. Το απέδειξε άλλωστε κι ο Κώστας Αντωνιάδης, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει μετατοπίσει τη φωνή του προς το πάνω μέρος του στοματικού θόλου και έχει επίσης υιοθετήσει μια πιο ένρινη ερμηνευτική προσέγγιση, οδηγούμενος έτσι σε έναν στόμφο που (ενίοτε) έρχεται σε αντίθεση και με την πραγματική του φωνή –όπως αυτή αποκαλύπτεται στα ενδιάμεσα των εκτελέσεων– αλλά και με το προφίλ της επικοινωνίας του με το κοινό, η οποία διαθέτει ένα σαφώς πιο απλό πρόσωπο.
Η αρτιπαιξία τώρα του συγκροτήματος, εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο. Τα καίρια χτυπήματα του Σπύρου Παπακώτση (από τους κορυφαίους ντράμερ της ημεδαπής, έστω κι αν κάποιες φορές η οπτική του διακατέχεται από μονομέρειες), ο πάντα στιβαρός –και κεφάτος– Μιχάλης Σεμερτζόγλου και ο διακριτικός στα φίλτρα ήχου Αντώνης Αντωνιάδης, όλοι στάθηκαν στο ύψος τους το Σάββατο στο Koo-Koo, κατά τις δύο ώρες διάρκειας της συναυλίας. Μιας συναυλίας που είδε τους GAD. να συμπεριλαμβάνουν και αρκετές διασκευές δίπλα στα δικά τους κομμάτια, με κορυφαία κατά τη γνώμη μου εκείνη στο "You're All I Have" των Snow Patrol, το δυναμικό exodus του οποίου δικαίως καταχειροκροτήθηκε. Αντίθετα, η εκτέλεση στο "Killing Moon" των Echo & The Bunnymen υπήρξε μάλλον ατυχής: πρόκειται για τραγούδι με τόσο εύθραυστη ενορχήστρωση (αλλά και μίξη), ώστε καθίσταται σχεδόν εκ προοιμίου αδύνατη η όποια απόπειρα μεταλαμπάδευσης της υπεροχής του πρωτοτύπου. Πανικός βέβαια καταγράφηκε και στις πιο γνωστές στιγμές των ίδιων των GAD., ειδικά στο "Waves" και στο "The End Of The Road".
Με βάση πάντως το λάιβ που παρακολούθησα, είμαι πραγματικά περίεργος να δω πού θα οδηγηθεί το συγκρότημα από εδώ και στο εξής. Διότι μου δημιουργήθηκε η αίσθηση πως, στη ζωντανή του τουλάχιστον εκδοχή, το αναμφίβολης δυναμικής ρεπερτόριό τους –που άξια και με τόσο κόπο έχουν δημιουργήσει– κλίνει βαθμιαία μα σταθερά προς την απότιση φόρου τιμής προς μια συγκεκριμένη εποχή, παρά απασχολείται με σχέδια για τον ποπ/ροκ ήχο του μέλλοντος.
{youtube}mjFi90TTQdg{/youtube}