«Καλώς ήρθες ξένε! Τι ωφελεί να κάθεσαι στο σπίτι; Στο Καμπαρέ θα ξεχάσεις τα προβλήματά σου...».
Το Καμπαρέ των John Kander (μουσική) και Fred Ebb (στίχοι) είναι μια μουσική ετεροτοπία, η οποία σχολιάζει με περισσή ειρωνεία έναν παρηκμασμένο αστικό ιστό. Ένας μουσικός οίκος «ανοχής» που συνυπάρχει με μια κοινωνική παθογένεια, τροφοδοτείται απ' αυτήν, τη μηρυκάζει και μετά τη μεταμορφώνει σε ένα γλέντι διαφυγής. Στο τέλος, όλοι όσοι γεύτηκαν ασυνείδητα το μερίδιο της ελευθεριότητάς τους βρίσκονται αντιμέτωποι με τις ευθύνες τους, γιατί το «αυγό» έσκασε. Θεατρικά, μουσικά και κινηματογραφικά, το Καμπαρέ έχει σαφές, καίριο, βαρύ στίγμα και ο Κωνσταντίνος Ρήγος ήθελε εδώ και καιρό να αναμετρηθεί μαζί του. Η παράσταση που ετοίμασε τον βρήκε σε απόλυτη φόρμα, να κερδίζει το στοίχημα σε πολλαπλά επίπεδα.
Μια μαύρη, στέρεη «αυλαία» διαχωρίζει πλατεία και σκηνή. Η ορχήστρα ξεκινά και ο Κομπέρ, ο τελετάρχης του Καμπαρέ, ανοίγει μια πόρτα ή καλύτερα ένα παράθυρο στον κόσμο του. Υπό τους ήχους του "Willkommen" θα καλωσορίσει το κοινό, τα γρανάζια της υπερπαραγωγής θα δουλέψουν και ορχήστρα, θίασος, φώτα, σκηνικά θα κάνουν τη δουλειά τους σωστά: θέαμα και θεατές συναντώνται άμεσα. Τα εύσημα στον Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος επικοινωνεί ακαριαία τον ρόλο του και στην πορεία της παράστασης θα σταθεί κωμικός, κυνικός, σατυρικός, μελαγχολικός, με τη βιτριολική ματιά του παρατηρητή που δεν σχολιάζει απλά, αλλά επισημαίνει και παράλληλα τιμά τους προκατόχους του (ο Joel Grey βραβεύτηκε με Όσκαρ ερμηνείας, ενώ ο Alan Cumming –σχετικά πιο πρόσφατα– έδωσε μια ξεχωριστή διάσταση στον ρόλο), προσθέτοντας μια εντελώς δική του τοξικότητα.
Πολλοί, έχοντας υπ' όψιν την ταινία του μέγιστου Bob Fosse (1972), θα αντιληφθούν τις διαφορές και τις ελευθερίες που πήρε τότε ο σκηνοθέτης απέναντι στο θεατρικό μιούζικαλ του 1966. Στην ταινία η Liza Minnelli κυριαρχεί ως η αφελής μα υπερσεξουαλική τραγουδίστρια Sally Bowles, με αποτέλεσμα ο ρόλος να ταυτιστεί μαζί της σε υπερθετικό βαθμό. Αν συνυπολογίσετε τώρα πως η πρώτη ερμηνεύτρια στο Λονδίνο δεν ήταν άλλη από τη Judy Dench, είναι ευνόητο πως η Μαρία Ναυπλιώτου έχει δύσκολη δουλειά. Κι όμως! Παραδίδει μια Sally δυνατή, ερωτική, η οποία κεντρίζει το μάτι πάνω στη σκηνή και καταθέτει μια ειλικρίνεια αγαστή στο ρόλο. Τραγουδά εξαιρετικά, χορεύει με φυσικότητα, καταθέτει συναίσθημα και σπαράζει όταν βγαίνει να πει το "Cabaret". Συγχαρητήρια στον Κωνσταντίνο Ρήγο, ο οποίος επέστρεψε νοηματικά το τραγούδι στη δραματουργική θέση που του αρμόζει. Αν ακούσετε τους στίχους, θα καταλάβετε.
Στις εύστοχες επιλογές του καστ και η Τάνια Τσανακλίδου. Η φροϋλάιν Schneider είναι η μεσήλικη σπιτονοικοκυρά που ερωτεύεται τον κο. Schultz, έναν Εβραίο μανάβη. Κι εδώ η Lila Kedrova, η Lotte Lenya, αλλά και η δική μας Δέσπω Διαμαντίδου έχουν κάνει θαύματα στο παρελθόν. Η Τσανακλίδου είναι εγκρατής, με δεδομένο έλεγχο φωνής στα τραγούδια της, αλλά και στην πρόζα. Από κοινού με τον Μιχάλη Μητρούση (αμφότεροι συμφοιτητές υποκριτικής παλιότερα), δημιουργούν ένα ζευγάρι με δυνατή χημεία, το οποίο τοποθετείται στο επίκεντρο της πλοκής, επικοινωνώντας αβίαστα στο κοινό και το δράμα, μα και την κωμωδία.
Στον αντίποδα, οι Παναγιώτης Μπουγιούρης και Γιώργος Νανούρης, αποδεικνύονται πιο σχηματικοί. Ο πρώτος στον ρόλο του Ernst Ludwig, ενός ναζιστή, είναι υποτονικός, ενώ ο δεύτερος –στον κεντρικό ρόλο του Αμερικάνου συγγραφέα Clifford Bradshaw– φαίνεται αναποφάσιστος στον χειρισμό του χαρακτήρα. Αντίθετα η Νάντια Μπουλέ κέρδισε τις εντυπώσεις τόσο με τη φωνή της, όσο και με τη δυναμική που ανέπτυξε σταδιακά. Στο ανατριχιαστικό φινάλε του πρώτου μέρους, τραγουδά το "Αύριο Είμαι Εγώ" με πλήρη ανάληψη των ευθυνών της.
Με την τριπλή ιδιότητα του σκηνοθέτη/χορογράφου/σκηνογράφου, ο Ρήγος επέβαλλε το όραμά του για το Καμπαρέ σε επίπεδο παραγωγής. Οι φιλήδονες χορογραφίες, εκτελεσμένες άψογα από όλον τον θίασο, κλείνουν το μάτι στον μάστορα Fosse, ενώ σκηνογραφικά ορίζεται πετυχημένα η πραγματικότητα με τη φαντασία. Επικουρικά σ' αυτά στέκει η ενδυματολογική πρόταση του Γιώργου Σεγρεδάκη, η οποία εναρμονίζεται πλήρως με τη σκηνοθετική διεύθυνση και αντηχεί το παρελθόν, ενώ τολμά αναχρονιστικά. Η μετάφραση επίσης της Έρι Κύργια κρίνεται αρκετά καλή: μπορεί μερικές φορές να μην μεταδίδει εύκολα την κωμικοτραγική ποιότητα του πρωτότυπου, αλλά η απόδοση των στίχων από τον Νίκο Μωραΐτη υπήρξε εξαιρετική και κινήθηκε επιτυχημένα στα όρια της δημιουργικής ανάπλασης. Τελευταία μα κυρίαρχη στον ρόλο της, η ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του μόνιμου συνεργάτη του Ρήγου, Δημοσθένη Γρίβα. Οι ενορχηστρώσεις του ανέδειξαν τις επιρροές του Kurt Weill και επικαιροποίησαν τις μελωδίες του Kander.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου –ήταν το χοροθέατρο Κυανοπώγων, το 1999. Οι αισθητικές εμμονές καθώς και η στιλιστική του άποψη έγιναν με τα χρόνια ακόμα πιο σαφείς. Στο Καμπαρέ τιμά έτσι αυτό που γούσταρε καιρό. Χωρίς να προδίδει την καλλιτεχνική του ταυτότητα, παραδίδει την ουσία ενός από τα σημαντικότερα μιούζικαλ που γράφτηκαν ποτέ, ενώ ταυτόχρονα γίνεται πολιτικά επίκαιρος με το μήνυμα το οποίο απευθύνει. Στο φινάλε, λίγο πριν την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, ο Clifford Bradshaw μονολογεί: «Ήταν κάποτε μια χώρα... και ήταν το τέλος του κόσμου». Ένας παραμορφωτικός καθρέφτης επιτρέπει στους θεατές των πρώτων σειρών να κοιτάξουν το είδωλό τους. Το Καμπαρέ τελειώνει. Πού είναι τα προβλήματά σας τώρα;
{youtube}5vnlIrsdsJQ{/youtube}