Όταν θέτεις μια χρονική απόσταση ως σημείο αναφοράς (τα 25 χρόνια εν προκειμένω), θέλοντας ή μη βάζεις στο επίκεντρο το παρελθόν. Έχει όμως σημασία με ποιους όρους το κάνεις: πώς μετράς το παρελθόν σου και πώς λογαριάζεις το παρόν σου. Υπάρχει το ενδεχόμενο η –αναπόφευκτη, ως ένα σημείο– νοσταλγία να γίνει παραλυτική και να μείνεις απλώς να αναπολείς ένα αόριστο κάποτε· υπάρχει επίσης και η περίπτωση να βρεις στην πορεία πως έχεις περισσότερους λόγους να γιορτάσεις το τώρα, το γεγονός δηλαδή ότι ακόμα υφίσταται μια μουσική οντότητα η οποία φέρει μεν υπερηφάνως την ιστορία της, παραμένει όμως ενεργή και δραστήρια. Στα σίγουρα λοιπόν οι Bullets τοποθέτησαν εαυτούς σ’ αυτήν την τελευταία περίπτωση το Σάββατο το βράδυ στο Κύτταρο.
Με αφορμή έτσι τα 25α τους γενέθλια, έστησαν ένα πάρτι με τα όλα του. Με τους ίδιους –ως τιμώμενα πρόσωπα– σε εξαιρετική φόρμα, με μπόλικους καλεσμένους, με κέφι, χιούμορ, άφθονη ενέργεια και εξίσου άφθονη μπύρα· με τα λόγια του τραγουδιστή/κιθαρίστα Shockin’ Steve: «όσο έχει μπύρα, θα έχει και Bullets!» Και είχε μπόλικη μπύρα, άρα προφανώς είχε και μπόλικους Bullets. Όπερ σημαίνει κοντά 4 ώρες στη σκηνή, μέσα στις οποίες έπαιξαν ένα «κανονικό» σετ, έπιασαν παλιά κομμάτια που πλέον παίζουν σπάνια, φιλοξένησαν μισή ντουζίνα μουσικούς και, μετά απ’ όλα αυτά, έπαιξαν και λίγο ακόμα…
Εύστοχες μουσικές επιλογές από κονσόλας είχαν αναλάβει να ζεστάνουν την ατμόσφαιρα και τους 200-250 παρευρισκομένους, να υποδεχθούν με άλλα λόγια τη μάζωξη της κοινότητας. Γιατί αν έχουν καταφέρει κάτι οι Bullets όλα αυτά τα χρόνια είναι να κάνουν τις συναυλίες τους «κοινοτικά happening», σημείο συνάντησης δηλαδή μιας δεδομένης μουσικής υποκουλτούρας. Τέλος πάντων, με επιλογές από τα 1950s και τα 1960s να συντροφεύουν το αντάμωμα γνωστών και φίλων, δημιουργήθηκε ένα κάποιο κλίμα. Κι όταν βγήκε η τετράδα απ’ τη Θεσσαλονίκη (λίγο μετά τις 11), χρειαζόταν απλώς το παρασύνθημα για να ξεκινήσει ο χορός και να αρχίσουν να μεταδίδονται τα χαμόγελα από τη σκηνή προς κάθε κατεύθυνση, με ρυθμούς γρηγορότερους κι από εκείνους της μουσικής.
Ακόμα και για έναν ουδέτερο παρατηρητή, οι Bullets δεν γινόταν να περάσουν χωρίς να ακουμπήσουν. Διότι είναι μπάντα η οποία όχι μόνο ξέρει να χειρίζεται άριστα το λεξιλόγιό της (αυτό που, με κύριο άξονα το ροκαμπίλι, απορροφά και αρκετές συναφείς απολήξεις –σερφ, γκαράζ ή βρώμικο ροκ εν ρολ), μα έχει και τον τρόπο της πάνω στο σανίδι. Πατάει γκάζι κατά το δοκούν, αναπτύσσει όμορφα τις μελωδίες (ήταν πολύ λειτουργικός λ.χ. ο τρόπος με τον οποίον μοιράζονταν αρμοδιότητες οι δύο κιθαρίστες), ενώ διαθέτει κι ένα μπάσο-τύμπανο το οποίο χωρίς πολλά-πολλά «μασάει τα χιλιόμετρα για πλάκα». Μπορεί ο Shockin’ Steve με τον Bullet Cost (στα ντραμς) να είναι οι παλαίουρες, πάντως και τα δύο νέα σχετικά μέλη (ο Χάρης Γράνης στην κιθάρα και ο Βασίλης Καρκαβίτσας στο μπάσο) έχουν βρει τον ρόλο τους. Με αποτέλεσμα η μηχανή των Θεσσαλονικιών να δουλεύει ρολόι και να φαίνεται πιο γεμάτη από την τελευταία φορά που την είδα προσωπικά να γυρίζει (γύρω στο 2007, όταν ακόμα κυκλοφορούσαν ως τρίο).
Από το έξυπνο μπάσιμο υπό τους ήχους του “Pulsar” και για το πρώτο μισό της συναυλίας, οι Bullets στηρίχτηκαν κυρίως σε δικά τους κομμάτια για να καλύψουν όλη την πορεία των 25 χρόνων. Έπαιξαν τραγούδια της πρώτης τους νιότης (όπως λ.χ. το “I Wanna Be Alone”), τραγούδια-φόρο τιμής σε πρόσωπα και καταστάσεις (το “Little Angel”, για έναν φίλο που έφυγε νωρίς ή το “Thank You Johnny Carroll” ως ανάμνηση της συναυλίας που τους έφερε σε επαφή), την πρώτη τους δισκογραφική καταγραφή (“Fuzzbitten”), πιο πρόσφατες απεικονίσεις (όπως λ.χ. το προσωπικό αγαπημένο “Final Race”), αλλά και τα δύο τραγούδια της επερχόμενης κυκλοφορίας τους (“My Bonnie” και “Bala Bala”), καθώς βεβαίως και πάρα πολλά ακόμη.
Αργότερα, ήρθε η ώρα των φιλοξενουμένων: μουσικών δηλαδή από εγχώριες μπάντες του συγγενούς με το ροκαμπίλι στερεώματος –των Ducky Boyz, Dirty Fuse, Sound Explosion, Dustbowl, Thriller και Misty Blue Jeans. Οι Bullets τους υποδέχονταν εγκαρδίως στη σκηνή και μαζί διασκεύαζαν κομμάτια που εκείνοι είχαν επιλέξει, επιλογές λίγο-πολύ αναμενόμενες, αλλά και ορισμένες εκπλήξεις, όπως π.χ. το “Tainted Love” με τον Χάρη των Ducky Boyz ή το “I’m On Fire” του Springsteen με το μέλος των Sound Explosion. Για «αποφώνηση», οι Bullets συνέχισαν ακούραστοι διασκευάζοντας (μόνοι τους πλέον) τραγούδια όπως το κλασικό “You Are My Sunshine”, το “Boogie Bop Dame” του Ian Smith ή το “Rockabilly Rebel” των Matchbox, ενώ στη λήξη του μαραθωνίου το (κουρασμένο) αυτί μου έπιασε κάτι που έμοιαζε με το “Human Fly” των Cramps.
Οι Bullets γιόρτασαν λοιπόν 25 χρόνια και το γιόρτασαν όπως τους άρμοζε. Με αρκετό χορό, με εξαιρετική διάθεση και φυσικά με μπόλικο ευθύβολο και εξωστρεφές ροκ εν ρολ. Ό,τι κάνουν δηλαδή σε όλα τα λάιβ τους, απλώς σε έξτρα λαρτζ βερσιόν. Κι αν στο δεύτερο μισό το πράγμα έχασε λίγο τη συγκρότηση που είχε στο πρώτο, νομίζω είναι ψιλά γράμματα. Άλλωστε όλο αυτό το αλισβερίσι πάνω στη σκηνή δεν είχε να κάνει μόνο με την εκτέλεση μιας μουσικής· είχε να κάνει και με έναν γενικότερο κώδικα και με τη δυνατότητά του να είναι άμεσος και διαυγής ως προς τις προθέσεις και τους σκοπούς του. Χώρια που τη δουλειά του συνέχισε να την εκτελεί με την ίδια αποτελεσματικότητα, μέχρι την τελευταία νότα…
{youtube}0FbCtajEDTw{/youtube}