Αν και ήξερα τον Μιχάλη Σιγανίδη ως μέλος των Χειμερινών Κολυμβητών και των Primavera En Salonico, ομολογώ πως για το προσωπικό του έργο δεν γνώριζα παρά ελάχιστα –γενικότητες και αποσπασματικές ακροάσεις. Επί της ουσίας, η γνώμη μου για αυτόν ήταν αδιαμόρφωτη και περίμενε το «δια ζώσης» για τις συστάσεις. Ίσως και καλύτερα, υπό μία έννοια.
Η βραδιά της Δευτέρας, εν πάση περιπτώσει, είχε τίτλο –doc/fik/oh– και διακηρυγμένη τη βασική της στόχευση: τη δημιουργία «μουσικών συνάψεων μεταξύ καταγεγραμμένου ηχητικού υλικού (document) και μυθοπλασίας (fiction)». Κι αυτό ακριβώς παρακολουθήσαμε στο Six d.o.g.s., αν βάλουμε στη θέση του καταγεγραμμένου ηχητικού υλικού προηχογραφημένες συνομιλίες, απαγγελίες, τηλεοπτικά/ραδιοφωνικά αποσπάσματα ή και μουσικά μέρη και στη θέση της μυθοπλασίας το ζωντανό μουσικό γεγονός –όπου ως «oh» (φαντάζομαι) προστίθεται η παραγόμενη ή η επιδιωκόμενη έκπληξη. Και η αλήθεια είναι πως υπήρχε αρκετή από δαύτη, τουλάχιστον για την αφεντιά μου που –όπως προείπα– δεν σκάμπαζα και πολλά περί της μουσικής ιδιοσυγκρασίας του Σιγανίδη. Α, βάλτε στην εξίσωση και τις «πολύ μικρού μήκους» ταινίες οι οποίες προβαλλόταν ανά διαστήματα.
Πάρα ταύτα, η αρχή του προγράμματος μου δημιούργησε ερωτηματικά. Τα προηχογραφημένα έμοιαζαν να κυριαρχούν σε αυτόν τον διάλογο και, μολονότι έκαναν τη δουλειά τους στο να εισάγουν το ακροατήριο στον ηχητικό κόσμο του Σαλονικιού μουσικού, έφερναν μαζί και μια κάποια αμηχανία: τέσσερεις επί σκηνής μουσικοί, οι οποίοι απλώς παρίστανται μπροστά από τα όργανά τους, 100+ ακροατές από κάτω, οι οποίοι κοιτούν τους τέσσερεις από πάνω και όλοι μαζί να ακούμε κονσέρβα. Ήταν λίγο κάπως...
Χρειαζόταν απλώς λίγος χρόνος. Αφενός για να εγκλιματιστούν όσοι δεν γνώριζαν τη σημαντική θέση του ηχητικού κολάζ στη μουσική του Σιγανίδη και αφετέρου για να αναδειχθεί ο έτερος πόλος, δηλαδή η ζωντανή μουσική. Όσο προχωρούσε η βραδιά, ήταν ευνόητο ότι ο ρόλος των μουσικών θα γινόταν περισσότερο ενεργός και σύντομα θα διαπιστώναμε πως θα γινόταν και απολύτως ουσιαστικός. Διότι, αν μιλάμε για μουσικούς, τότε θα πρέπει να αναφερθούμε στην ευτυχή θέση στην οποία βρίσκεται ο Μιχάλης Σιγανίδης να συγκεντρώνει γύρω του τόσο εξαίρετους μουσικούς. Το κουαρτέτο λοιπόν του οποίου ηγήθηκε στο Six d.o.g.s. συναποτελούσαν οι Κώστας Αναστασιάδης στα τύμπανα, Αλκίνοος Ιωαννίδης σε φωνή, κρουστά, φλογέρα και σε ένα ακόμα ξύλινο πνευστό (σαν υπερμεγέθης φλογέρα) και Χάρης Λαμπράκης κυρίως σε πλήκτρα και δευτερευόντως στο νέι. Όπως καταλαβαίνετε επρόκειτο για σούπερ-γκρουπ, όπως χαρακτηρίζουν παρόμοια σχήματα στην Εσπερία.
Κύριος καταλύτης για να βρουν αυτές οι «μουσικές συνάψεις» την –σε πολλές περιστάσεις υποδειγματική– ισορροπία τους ήταν ο αυτοσχεδιασμός. Ίσως κάπως συγκρατημένος σε γενικές γραμμές, κρίνοντας με τα δεδομένα της ελεύθερης τζαζ, αλλά σημειώστε πως εδώ δεν ήταν αυτοσκοπός. Οι αυτοσχεδιασμοί απλώς σημάδευαν τον τρόπο με τον οποίον ένας προσχεδιασμένος βασικός κορμός αφηνόταν στην επιτόπια επικοινωνία των μουσικών, περικλείοντας και την ικανότητά τους στο στιγμιαίο. Το αναμενόμενο (οι βασικοί δρόμοι ενός κομματιού δηλαδή), έμπλεκε με το αναπάντεχο –και όταν έχεις στη σκηνή τέτοιους μουσικούς, ξέρεις ότι ένα τέτοιο μπλέξιμο αφήνεται σε καλά χέρια.
Με τον Αναστασιάδη ιδιαίτερα ευρηματικό στο λιτό μα φορτωμένο με διάφορα καμπανάκια, κουδουνάκια και λοιπά μπιχλιμπίδια σετ του, τον Λαμπράκη να ρίχνει έξυπνες και διακριτικές παρεκκλίσεις στα πλήκτρα –αλλά και τα γνωστά «βαθιά» του φυσήματα όταν έπιανε το νέι– και φυσικά τον ίδιο τον Σιγανίδη, επιφορτισμένο με το γενικό πρόσταγμα μα και ουσιώδη με το κοντραμπάσο και την ηλεκτρική κιθάρα. Από κοντά και ο Ιωαννίδης, κυρίως να συνεπικουρεί τον Αναστασιάδη με τα κρουστά του –και πείτε μου εσείς αν μπορείτε να βρείτε άλλο γκρουπ της ημεδαπής όπου ένας μουσικός της αξίας του Αλκίνοου μπορεί να καταγραφεί ως «side-man» (προς αποφυγή παρεξηγήσεως, το λέω αυτό για να καταδείξω αφενός την αξία του Σιγανίδη κι αφετέρου την παντελή έλλειψη βεντετισμού του ιδίου του Ιωαννίδη). Βεβαίως η συνολική συνεισφορά του τελευταίου μόνο αμελητέα δεν ήταν, καθώς αναλάμβανε τον κύριο όγκο των ζωντανών φωνητικών, απαγγέλλοντας λ.χ. με απαράμιλλο ύφος τη σατυρική πρόζα του “Aston Klaston Co Ltd”, το “Είναι Όμοια Κι Όμως Διαφέρουν” ή παίρνοντας πάνω του τραγούδια όπως τα “Τρανζίστορ” και “Ο Διπλοπαρκαρισμένος”.
Με ηχητικά κείμενα (μουσικά και άλλα) τα οποία έβριθαν αναφορών (από τον Frank Zappa έως τον Μίλτο Σαχτούρη), ποτισμένα μέχρι «τελευταίας ρανίδος» με το λεπτό χιούμορ του Σιγανίδη, η τζαζ έβρισκε την εντοπιότητα, ο αυτοσχεδιασμός το προσχεδιασμένο και η μουσική κάποια αναπάντεχα δομικά υλικά –από καθημερινές συνομιλίες έως διαφημίσεις. Θα πρέπει να είχαν περάσει γύρω στις δύο ώρες όταν οι τέσσερεις μουσικοί κατέβηκαν από τη σκηνή, έχοντας δώσει μια παράσταση χορταστική και απολαυστική από κάθε πλευρά της. Και εν τέλει ιδανική για να συστήσει σε κάποιον τη μουσική προσωπικότητα του Μιχάλη Σιγανίδη, αν κρίνω τουλάχιστον από τη ζέση με την οποία μέχρι τούδε ψάχνω τα ηχητικά θραύσματα της δισκογραφίας του.