Το Παλλάς δεν ήταν γεμάτο. Βέβαια την προηγούμενη εβδομάδα η ίδια βραδιά ήταν sold out, με αποτέλεσμα η συναυλία της Δευτέρας να ανακοινωθεί εκτάκτως και μάλλον χωρίς μεγάλη δυνατότητα προβολής στα ΜΜΕ – οπότε ίσως αυτό εξηγεί τον κατά 3,5/6 γεμάτο χώρο του θεάτρου. Ο μέσος όρος ηλικίας σχεδόν ξεπερνούσε δραματικά τον ίδιο τον δικό μου, αν και στο κοινό ευρέθησαν και νεαρά άτομα (αλλά διάσπαρτα), ακόμα και προερχόμενα από τον χώρο του κλήρου παρακαλώ. Η συναυλία ξεκίνησε στην ώρα της, όπερ στις 9 και 7 λεπτά. Ο συνθέτης και μαέστρος εμφανίστηκε μαζί με την απαστράπτουσα (αλλά χωρίς υπερβολές) κυρία Πασπαλά και, μετά από υπόκλιση, ανέβηκε στο πόντιουμ για να διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής (ΚΟΕΜ), η οποία αποτελείτο από δύο πνευστά (κλαρινέτα), πιάνο, κρουστά, ακουστική κιθάρα, ακορντεόν, κοντραμπάσο και δύο έγχορδους σε μπουζούκι και μαντολίνο.
Το πρόγραμμα χωρίστηκε σε δύο ισόποσα μέρη της μία ώρας, με 20λεπτο διάλειμμα. Ο ήχος ήταν από τους καλύτερους που προσωπικά έχω ακούσει σε συναυλία ανάλογου ρεπερτορίου – άξια επίσης αναφοράς η επιλογή του ηχολήπτη να προσθέσει γεωμετρία και προοπτική στο στήσιμο της ηχοφωνίας, με αποτέλεσμα όχι ένα κύμα ήχου το οποίο έφευγε προς τους θεατές/ακροατές, μα μία σοφή παράθεση, που όχι μόνο νοιαζόταν για την ακρίβεια της πηγής αλλά και για το πώς αυτή τοποθετείται σε βάθος μέσα στην ορχήστρα. Κάποιες παρηχήσεις δεν μειώνουν την αξία της δουλειάς του, καθώς οφείλονταν στη δομικότητα του χώρου. Χίλια μπράβο λοιπόν, αλλά ούτε μισό για τον φωτιστή της συναυλίας. Τα άσπρα φώτα έλουζαν το έμπροσθεν της σκηνής κι απαγόρευαν την όποια συναισθηματική κλήτευση του κοινού, ενώ τα λακωνικά χρώματα, που καθένα με τη σειρά του έλουζε το όπισθεν της σκηνής, άλλαζαν είτε άτσαλα (χαρακτηριστικό παράδειγμα στην αρχή του δεύτερου μέρους), είτε χωρίς καμιά προσωπικότητα. Επίσης τα φώτα προς ανάγνωση της παρτιτούρας γνωρίζουμε ότι είναι αναγκαία, όμως είτε πρέπει να επιλεγεί άλλος γλόμπος (κι όχι κίτρινο νοσοκομειακό), είτε ο υπόλοιπος φωτισμός να τα ενσωματώσει με κάποιο τρυκάζ, έτσι ώστε να μην αποτελούν σημαδούρες αρνητικής εστίασης των θεατών. Στα πλην επίσης της συναυλίας η απουσία του όποιου έντυπου προγράμματος το οποίο θα μας έδινε παραπάνω πληροφορίες για το αφιέρωμα, ειδικότερα για τη σύνθεση της ΚΟΕΜ που τόσο άξια συνόδευσε τον Σταύρο Ξαρχάκο επί σκηνής…
Όσον αφορά στο κοινό, έστεκε μάλλον ως παρατηρητής παρά σαν συμμετέχων στο Παλλάς. Πολύ δύσκολα δηλαδή σιγοτραγουδούσες, αλλά αυτό πρέπει ίσως να λογισθεί ως επιλογή του κυρίου Ξαρχάκου, ο οποίος έτσι κι αλλιώς διάλεξε την απόσταση από στιχομυθίες, λόγους και καλοπιάσματα με το κοινό του. Δεν με βρίσκει διάφωνο αυτό, απλώς το παραθέτω. Ο ίδιος στάθηκε πάντως απολαυστικός πάνω στο πόντιουμ, μιας και η κινησιολογία του μα και το πάθος που μετέδιδε στους μουσικούς του ήταν παροιμιώδες, χωρίς μάλιστα να υπάρχει ίχνος γραφικότητας ή μεγαλοπρέπειας και αυτοαναφορικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι (βοηθούντος της θέσεως όπου και καθόμασταν) μπορούσες να παρατηρήσεις πολύ άνετα ότι τραγουδούσε σιωπηλά σε πολλά σημεία της συναυλίας.
Εν τέλει, το αφιέρωμα στον Νίκο Γκάτσο στάθηκε μία ενδιαφέρουσα συναυλιακή βραδιά, διότι τελικά αυτό που σου μένει (και το οποίο ενδιέφερε ιδιαίτερα και τον υπογράφοντα) είναι το πώς αξιολογεί και ανασυνθέτει την ελληνική μουσική ο Σταύρος Ξαρχάκος.