Ομολογώ ότι ήθελα να δω από κοντά τον Σταύρο Ξαρχάκο να διευθύνει, καθώς είχα χρόνια να πάω σε συναυλία του. Γνωστός άλλωστε ο θυελλώδης χαρακτήρας του πάνω στο πόντιουμ. Όχι ότι δεν με ιντρίγκαρε και το πώς βλέπει σήμερα συνθέσεις (δικές του, αλλά και των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη και Μούτση) και ενορχηστρώσεις πάνω στο στιχουργικό έργο του Νίκου Γκάτσου. Το αντίθετο. Πόσο μάλλον όταν στη θέση πίσω από το μικρόφωνο βρισκόταν η Έλλη Πασπαλά.


Το Παλλάς δεν ήταν γεμάτο. Βέβαια την προηγούμενη εβδομάδα η ίδια βραδιά ήταν sold out, με αποτέλεσμα η συναυλία της Δευτέρας να ανακοινωθεί εκτάκτως και μάλλον χωρίς μεγάλη δυνατότητα προβολής στα ΜΜΕ – οπότε ίσως αυτό εξηγεί τον κατά 3,5/6 γεμάτο χώρο του θεάτρου. Ο μέσος όρος ηλικίας σχεδόν ξεπερνούσε δραματικά τον ίδιο τον δικό μου, αν και στο κοινό ευρέθησαν και νεαρά άτομα (αλλά διάσπαρτα), ακόμα και προερχόμενα από τον χώρο του κλήρου παρακαλώ. Η συναυλία ξεκίνησε στην ώρα της, όπερ στις 9 και 7 λεπτά. Ο συνθέτης και μαέστρος εμφανίστηκε μαζί με την απαστράπτουσα (αλλά χωρίς υπερβολές) κυρία Πασπαλά και, μετά από υπόκλιση, ανέβηκε στο πόντιουμ για να διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής (ΚΟΕΜ), η οποία αποτελείτο από δύο πνευστά (κλαρινέτα), πιάνο, κρουστά, ακουστική κιθάρα, ακορντεόν, κοντραμπάσο και δύο έγχορδους σε μπουζούκι και μαντολίνο.

Άμεση μουσική επιβίβαση, με “Χάρτινο Το Φεγγαράκι” σε μία ενορχήστρωση πολύ ενδιαφέρουσα μιας και στηριζόταν στο κοντραμπάσο. Στη συνέχεια θα ξεδιπλωθούν δεκάδες συνθέσεις γύρω από τη στιχουργία του Γκάτσου αλλά μόλις στο 4ο τραγούδι γίνεται φανερό κάτι: πρόκειται για το “Νυν Και Αεί” του ίδιου του Ξαρχάκου (θυμίζω ότι η πρώτη εκτέλεση ανήκει στη μεγάλη Βίκυ Μοσχολιού), το οποίο αποτέλεσε το πασπαρτού για την ανάγνωση της βραδιάς. Ο Ξαρχάκος πολύ λογικά, ως ανήσυχος άνθρωπος, είχε κατά νου το εξής: να μεταμορφώσει το κάθε τραγούδι σε μίνι συμφωνιέτα, προσθέτοντας έτσι πόντους στην αξιοπιστία μιας ορχήστρας που, όντως, η ακριβολογία αλλά και οι δυναμικές της ελάχιστες φορές προδόθηκαν – και μάλιστα όχι με καθοριστικό για το εκάστοτε άσμα τρόπο. Αυτό αφαίρεσε όμως μία αμεσότητα σχεδόν απαραίτητη σε κάποια τραγούδια – και το “Νυν Και Αεί” αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αντί δηλαδή να «σβήσει» (όπως αποδεδειγμένα μπορούσε να κάνει η ορχήστρα και το απέδειξε σε άλλο σημείο της συναυλίας), επιλέχθηκε ένα δραματικό κρεσέντο συναρτήσει με ένα ανάλογο από την κυρία Πασπαλλά, αφαιρώντας έτσι, κατά την προσωπική μου άποψη, τον υπόγειο ψίθυρο αυτού του αξεπέραστου τραγουδιού. Η Έλλη Πασπαλλά  είναι ασφαλώς μια πολύ μεγάλη φωνή, στεντόρεια και με δυνατότητα πολλών χρωματισμών. Όμως η αστική λογική που επιλέχθηκε ως εκφορά αφαίρεσε όχι μόνο την αμεσότητα αλλά και το βιωματικό των στίχων στο συγκεκριμένο στοιχείο. Σε σημεία δηλαδή όπου η κυρία Πασπαλλά αναφερόταν σε λαϊκά βιωματικά στοιχεία (ο Αη-Νικόλας ως σύμβολο, η γειτονιά ως χώρος ζύμωσης κλπ.) το βάρος δόθηκε στη νότα και όχι στην ερμηνεία. Η οποία ήταν στιβαρή μεν, αλλά όχι με ανάγνωση του πραγματικού στίχου θα έλεγα. Σαφώς βέβαια και ο ίδιος ο συνθέτης κατεύθυνε την τραγουδίστριά του προς εκείνο το σημείο, όπως και είχε απόλυτο δικαίωμα να κάνει, επιλέγοντας έναν διαφορετικό χειρισμό ως συνθέτης πολλών εκ των ασμάτων που ακούστηκαν, αλλά και παράλληλος χρονικά των συνθετών οι οποίοι τα παρέδωσαν στο κοινό.

Το πρόγραμμα χωρίστηκε σε δύο ισόποσα μέρη της μία ώρας, με 20λεπτο διάλειμμα. Ο ήχος ήταν από τους καλύτερους που προσωπικά έχω ακούσει σε συναυλία ανάλογου ρεπερτορίου – άξια επίσης αναφοράς η επιλογή του ηχολήπτη να προσθέσει γεωμετρία και προοπτική στο στήσιμο της ηχοφωνίας, με αποτέλεσμα όχι ένα κύμα ήχου το οποίο έφευγε προς τους θεατές/ακροατές, μα μία σοφή παράθεση, που όχι μόνο νοιαζόταν για την ακρίβεια της πηγής αλλά και για το πώς αυτή τοποθετείται σε βάθος μέσα στην ορχήστρα. Κάποιες παρηχήσεις δεν μειώνουν την αξία της δουλειάς του, καθώς οφείλονταν στη δομικότητα του χώρου. Χίλια μπράβο λοιπόν, αλλά ούτε μισό για τον φωτιστή της συναυλίας. Τα άσπρα φώτα έλουζαν το έμπροσθεν της σκηνής κι απαγόρευαν την όποια συναισθηματική κλήτευση του κοινού, ενώ τα λακωνικά χρώματα, που καθένα με τη σειρά του έλουζε το όπισθεν της σκηνής, άλλαζαν είτε άτσαλα (χαρακτηριστικό παράδειγμα στην αρχή του δεύτερου μέρους), είτε χωρίς καμιά προσωπικότητα. Επίσης τα φώτα προς ανάγνωση της παρτιτούρας γνωρίζουμε ότι είναι αναγκαία, όμως είτε πρέπει να επιλεγεί άλλος γλόμπος (κι όχι κίτρινο νοσοκομειακό), είτε ο υπόλοιπος φωτισμός να τα ενσωματώσει με κάποιο τρυκάζ, έτσι ώστε να μην αποτελούν σημαδούρες αρνητικής εστίασης των θεατών. Στα πλην επίσης της συναυλίας η απουσία του όποιου έντυπου προγράμματος το οποίο θα μας έδινε παραπάνω πληροφορίες για το αφιέρωμα, ειδικότερα για τη σύνθεση της ΚΟΕΜ που τόσο άξια συνόδευσε τον Σταύρο Ξαρχάκο επί σκηνής…

Όσον αφορά στο κοινό, έστεκε μάλλον ως παρατηρητής παρά σαν συμμετέχων στο Παλλάς. Πολύ δύσκολα δηλαδή σιγοτραγουδούσες, αλλά αυτό πρέπει ίσως να λογισθεί ως επιλογή του κυρίου Ξαρχάκου, ο οποίος έτσι κι αλλιώς διάλεξε την απόσταση από στιχομυθίες, λόγους και καλοπιάσματα με το κοινό του. Δεν με βρίσκει διάφωνο αυτό, απλώς το παραθέτω. Ο ίδιος στάθηκε πάντως απολαυστικός πάνω στο πόντιουμ, μιας και η κινησιολογία του μα και το πάθος που μετέδιδε στους μουσικούς του ήταν παροιμιώδες, χωρίς μάλιστα να υπάρχει ίχνος γραφικότητας ή μεγαλοπρέπειας και αυτοαναφορικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι (βοηθούντος της θέσεως όπου και καθόμασταν) μπορούσες να παρατηρήσεις πολύ άνετα ότι τραγουδούσε σιωπηλά σε πολλά σημεία της συναυλίας.

Εν τέλει, το αφιέρωμα στον Νίκο Γκάτσο στάθηκε μία ενδιαφέρουσα συναυλιακή βραδιά, διότι τελικά αυτό που σου μένει (και το οποίο ενδιέφερε ιδιαίτερα και τον υπογράφοντα) είναι το πώς αξιολογεί και ανασυνθέτει την ελληνική μουσική ο Σταύρος Ξαρχάκος.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured