Η εμφάνισή σας στην Αθήνα είναι μία από τις πιο αναμενόμενες φετινές συναυλίες. Τι να περιμένουμε από εσάς στο Release Athens 2017;
Μιλούσα τις προάλλες με τον Darius (Keeler) για το τι σκέφτεται να κάνουμε στην Ελλάδα, ώστε να αφήσουμε τις καλύτερες εντυπώσεις. Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που παίξαμε τελευταία φορά εκεί και θέλουμε έτσι να δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας. Επίσης θέλουμε τόσο πολύ να παίξουμε τα τραγούδια από το νέο μας άλμπουμ και να δούμε πώς θα τα εισπράξουν οι Έλληνες ακροατές, τους οποίους και εκτιμούμε ιδιαίτερα. Ανυπομονούμε λοιπόν γι’ αυτήν την εμφάνιση.
Δεν ξέρω όμως ακριβώς πόσο χρόνο θα έχουμε στη διάθεσή μας. Αυτό είναι πάντα ένα θέμα με τα φεστιβάλ: ποτέ δεν ξέρεις πως θα κυλήσει η ώρα και πόσο θα καταφέρεις να είσαι στη σκηνή. Θέλουμε πάντως να αναδείξουμε και το οπτικό κομμάτι του σόου δίνοντας έμφαση στα visuals, γιατί ο ήχος του τελευταίου μας δίσκου χρειάζεται να ενισχυθεί και οπτικά, ώστε να αποδώσει τα δέοντα. Σίγουρα θα είναι μια μοναδική συναυλία.
Έχετε όντως μια ξεχωριστή σχέση με το ελληνικό κοινό. Είναι σχεδόν δίκαιο να πούμε ότι οι Έλληνες σας «ανακάλυψαν» κατά κάποιον τρόπο, διεκδικούν τουλάχιστον αυτό το credit...
Δεν μπορώ να σου πω πόσο περήφανους μας κάνει αυτό και πόσο χαρούμενοι είμαστε για τη σχέση την οποία έχουμε μέσα στα χρόνια με το ελληνικό ακροατήριο. Αυτό που πάντα με εκπλήσσει, είναι το καλό μουσικό γούστο των Ελλήνων που έχω γνωρίσει μέσα στα χρόνια, όπως και των φίλων μου που συναντώ στην Αθήνα. Πάντα έχουν δηλαδή ένα καλό νέο συγκρότημα να μου προτείνουν και πάντα ανακαλύπτουν εξαιρετικά πράγματα. Οπότε η παρατήρησή σου με κάνει διπλά χαρούμενο γιατί σημειώσαμε επιτυχία σε μια χώρα με καλλιεργημένους ακροατές, πριν μας ακούσουν σε άλλες περιοχές. Ξέρω άλλωστε ότι οι Έλληνες, στην πλειονότητά τους, θαυμάζουν τους καλλιτέχνες που μας έχουν επηρεάσει κι εμάς περισσότερο: τους Pink Floyd, τον Nick Cave, τους Radiohead. Τα γούστα μας ταιριάζουν λοιπόν απόλυτα.
Έχετε διανύσει μια πορεία 20 ετών, παρά τις αλλαγές στη σύνθεση του γκρουπ. Τι είναι αυτό που σας κινητοποιεί να συνεχίσετε;
Πραγματικά, είναι πια πάνω από δύο δεκαετίες η πορεία μας. Νομίζω πως η απάντηση σε αυτό είναι πως εξακολουθούμε να εμπνέουμε ο ένας τον άλλον. Αυτό που απολαμβάνω περισσότερο να κάνω, είναι να συζητάω με τον Darius για το επόμενο βήμα μας, για το πού θα κατευθυνθούμε μουσικά στη συνέχεια. Φυσικά, ο καιρός περνάει, τα μέλη του συγκροτήματος αλλάζουν και μας ενδιαφέρουν διαφορετικά πράγματα καθώς μεγαλώνουμε. Για παράδειγμα, ο περσινός μας δίσκος The False Foundation είναι πολύ διαφορετικός από όσα κάναμε στο ξεκίνημά μας –και από άποψη παραγωγής, μάλιστα, νομίζω ότι είναι ο καλύτερός μας μέχρι σήμερα. Αυτό συμβαίνει γιατί ακόμα επικοινωνούμε μουσικά με τον Darius, οπότε και η έμπνευσή μας συμβαδίζει σε επίπεδο αισθητικής.
Τι είναι αυτό λοιπόν που διαφοροποιεί το The False Foundation, σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές σας;
Υπάρχουν δίσκοι στους οποίους απλά θες να ηχογραφήσεις με τον καλύτερο τρόπο όσα τραγούδια έχεις ετοιμάσει. Όμως στο The False Foundation αφιερώσαμε σχεδόν 14 μήνες στο στούντιο, να δουλεύουμε την κάθε λεπτομέρεια στο post-production, ώστε να προσεγγίσουμε απόλυτα τον ήχο που είχαμε σχεδιάσει. Οπωσδήποτε ήταν εξοντωτική η διαδικασία, αλλά νιώσαμε δικαιωμένοι στο τέλος. Για να πετύχεις ένα τέτοιο αποτέλεσμα πρέπει να ασχοληθείς πολύ σοβαρά και πρέπει να μιλήσεις αρκετά με τους υπόλοιπους μουσικούς. Οφείλαμε να είχαμε σκεφτεί πολύ πριν ηχογραφήσουμε –και το κάναμε. Μετά από μια τόσο επίπονη διαδικασία, οπωσδήποτε νιώθεις ένα κενό μετά. Η μουσική ενός τέτοιου δίσκου σου απορροφάει δηλαδή όλη την ενέργεια. Γράφουμε ξανά νέα τραγούδια τώρα, αλλά δεν νομίζω ότι στοχεύουμε πια σε ήχο με τόσο επικές διαστάσεις. Θα δούμε βέβαια πού θα οδηγηθεί το επόμενο άλμπουμ μας...
Η μουσική σας στους τελευταίους δίσκους έχει πάρει μια πολύ σκοτεινή τροπή, ίσως έχει γίνει και πιο industrial. Αλλά πάντα καταφέρνει και ξεπερνάει την κατήφεια και μπορεί και αφήνει κάτι αισιόδοξο. Συμφωνείς με αυτήν την παρατήρηση;
Το αποτέλεσμα της μουσικής μας σίγουρα είναι αισιόδοξο: θέλουμε να αφήνουμε ένα θετικό συναίσθημα μέσα από τον παράξενα σκοτεινό και θλιμμένο τόνο του ύφους μας. Ο σκοτεινός ήχος δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας απόφασης, άλλωστε. Δεν ξέρουμε ποτέ πώς θα ακούγεται το κάθε μας άλμπουμ, αυτό είναι κάτι που έρχεται (ή δεν έρχεται) φυσιολογικά. Όμως πάντα διατηρούμε το αισιόδοξο συναίσθημα ζωντανό. Η μουσική πρέπει να είναι ένα εφόδιο για να αντέξουν οι άνθρωποι αυτούς τους δύσκολους καιρούς που βιώνουν. Προφανώς, δεν είμαστε το συγκρότημα που θα γράψει χαρωπά τραγούδια –δεν ξέρουμε καν πώς γίνεται αυτό. Αλλά η μουσική παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο για να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε όσα μας κρατάνε πίσω.
Τι σχόλιο θα ήθελες τέλος να κάνεις για την πρόσφατη σφαγή στο Μάντσεστερ και τα τραγικά πράγματα που συμβαίνουν στον πλανήτη σε πολιτικό επίπεδο;
Είναι απόλυτα εξοργιστικό αυτό που συνέβη. Δεν έχω λόγια... Είναι τρομερά όσα συμβαίνουν, παντού· και με εξοργίζει το γεγονός ότι ο κόσμος ψάχνει να βρει αόρατους εχθρούς για να κατηγορήσει, ώστε να παραμείνει χαρούμενος και να νιώσει ασφαλής. Κανείς δεν βλέπει λ.χ. τι συμβαίνει στη Σαουδική Αραβία, όμως όλοι αισθάνονται πολύ άνετοι να κατηγορήσουν τον Ισλαμικό κόσμο για τα πάντα. Το ίδιο συνέβαινε όταν έβλεπαν το πρόσωπο του εχθρού στο Ιράκ, τότε που ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος δαιμονοποιούσε τον Σαντάμ Χουσεΐν.
Το να συντηρείται ένας τέτοιος κύκλος βίας μόνο και μόνο για τα πετρέλαια της Σαουδικής Αραβίας, είναι αηδιαστικό. Δεν χωράει το μυαλό κανενός το τι μπορεί να φταίνε μερικοί νέοι άνθρωποι που έχουν πάει σε μια συναυλία για να διασκεδάσουν, είτε βρίσκονται στο Μάντσεστερ, είτε στο Άμστερνταμ, είτε οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Ξάφνου, δηλαδή, γίνονται θύματα μιας βίας, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αποτέλεσμα ενός παιχνιδιού πλούτου, όπλων και πετρελαίου. Με εξοργίζει αυτό και αναρωτιέμαι πώς μπορεί να τελειώσει.
{youtube}r7rF2EZ0A_0{/youtube}