Πρώτα απ' όλα, πώς τα περνάτε στην Αθήνα; Είχατε τον χρόνο να δείτε τριγύρω; Αν και έχετε ξαναβρεθεί εδώ...
Alex Callier: Ναι, έχουμε ξαναβρεθεί, έχουμε δει και την Ακρόπολη. Αλλά και μόνο εδώ που βρισκόμαστε, δίπλα στην πισίνα, με αυτή τη θέα της πόλης, είναι υπέροχα.
Ας ξεκινήσουμε με τον λόγο για τον οποίο βρίσκεστε εδώ: αύριο το βράδυ εμφανίζεστε στο live του X-Factor Greece. Πώς προέκυψε αυτό;
A.C.: Απλώς μας το ζήτησαν και είπαμε «ναι». Για εμάς είναι διασκέδαση. Μας αρέσει να φτιάχνουμε τη μουσική μας, να την παίζουμε και να την προωθούμε. Και η συγκεκριμένη περίπτωση μας προσφέρει καλή προώθηση. Ήρθαμε στην Ελλάδα, απολαμβάνουμε τον ωραίο καιρό... Στο τέλος-τέλος, φτιάχνουμε ποπ μουσική. Και ποπ μουσική για εμάς σημαίνει να πηγαίνουμε όπου χρειάζεται. Αν ο κόσμος θέλει λοιπόν να ακούσει το “Badaboum” στο X-Factor, τότε πάμε στο X-Factor. Αν θέλει να το ακούσει σε ένα underground μπαρ στην Πράγα, επίσης. Άλλωστε είμαστε μια σχιζοφρενική μπάντα, γιατί στο Βέλγιο είμαστε εντελώς mainstream, ενώ εκτός είμαστε χιπ και κουλ.
Οπότε απολαμβάνετε και τις δύο πλευρές...
A.C.: Ναι! Στη ζωή πρέπει πάντα να πηγαίνεις με το ρεύμα και να μην είσαι πολύ σνομπ. Για να είμαι ειλικρινής, ήμουν κόουτς στο βελγικό The Voice για 2 χρόνια οπότε δεν έχω τίποτα εναντίον αυτού του είδους των σόου. Απλά ελπίζω ο κόσμος να μην περιμένει πολλά από αυτά. Είναι διασκεδαστικά –τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Και δεν υπάρχει τίποτα κακό με το να διασκεδάζει κανείς.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το τελευταίο σας άλμπουμ, In Wonderland. Όλοι ξέρουμε για τη χώρα των θαυμάτων της Αλίκης, αλλά ποια είναι η δική σας;
Raymond Geerts: Το να κάνουμε αυτό που κάνουμε, είναι η δική μας χώρα των θαυμάτων. Ζούμε στη χώρα των θαυμάτων.
A.C.: Ακριβώς. Η χώρα των θαυμάτων, όπως εκείνη της Αλίκης που ανέφερες, είναι ένας τόπος όπου φοβάσαι, όπου χαίρεσαι, όπου υπάρχουν σουρεαλιστικά μέρη, παραμυθένια μέρη, ακόμα και κάποια σοκαριστικά μέρη. Οπότε είναι σαν ταξίδι με το τρενάκι του λούνα παρκ μέσα από έναν σουρεαλιστικό κόσμο. Και αυτό κάναμε τα τελευταία 20 χρόνια: βρεθήκαμε στις πιο ανεβαστικές μα και στις πιο καταθλιπτικές καταστάσεις, αλλά ήταν πάντα ενδιαφέρον, κουλ και εμπνευστικό. Για παράδειγμα, όταν έφυγε η Geike (σ.σ.: Amaert, η ερμηνεύτρια με την οποία συνεργάστηκαν για περισσότερα από 10 χρόνια), ήταν πολύ δύσκολο. Μετά όμως από μερικές μέρες είπαμε «ας φτιάξουμε κάτι θετικό από αυτό» και βρήκαμε τη Noemie (σ.σ.: Wolfs, η ερμηνεύτρια που αντικατέστησε την Amaert, αλλά αποχώρησε πρόσφατα). Παίρνουμε τη ζωή όπως έρχεται και προσπαθούμε να κάνουμε το καλύτερο. Και κάτι τέτοιο μας δίνει την εντύπωση ότι 20 χρόνια τώρα βρισκόμαστε στη χώρα των θαυμάτων. Ακόμα κι εδώ, σήμερα. Υπάρχουν πολύ χειρότερα μέρη για να βρίσκεται κανείς, έτσι;
R.G.: Αυτό κάνουμε, αυτή είναι η ζωή μας.
A.C.: Υπήρχε άλλωστε το ομώνυμο τραγούδι που φτιάξαμε, και σκεφτήκαμε ότι ήταν ένας πολύ καλός τίτλος για το άλμπουμ, γιατί πραγματικά αντιπροσωπεύει τη ζωή μας τα 20 αυτά χρόνια.
Στο δικό μου μυαλό, πάντως, ο τίτλος θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει και τα πολλά και διαφορετικά στυλ που ακολουθείτε στα νέα σας τραγούδια...
R.G.: Επίσης σωστό!
A.C.: Ναι, σίγουρα. Αυτός ο δίσκος είναι επίσης σαν βόλτα με το τρενάκι του λούνα παρκ: σε πάει από τη μια διάθεση στην άλλη. Το είδαμε περισσότερο σαν 5 σινγκλ με τις δεύτερες πλευρές τους, μαζεμένα σε ένα άλμπουμ. Στα 1960s ο κόσμος άκουγε σινγκλ, τα οποία μετά συγκεντρώνονταν σε ένα άλμπουμ. Μόνο από τα μέσα των 1960s, απ' όταν οι Beatles έκαναν το Revolver, άρχισαν οι μπάντες να φτιάχνουν άλμπουμ –και στα 1970s και 1980s αυτά έγιναν πιο σημαντικά. Τώρα, με τις νέες τεχνολογίες και πλατφόρμες όπως Spotify, Apple Music, Deezer, ο κόσμος προτιμάει τα σινγκλ και πάλι, και φτιάχνει λίστες και συλλογές. Βλέποντάς το, είπαμε «γιατί να μην φτιάξουμε 5 σινγκλ των δύο πλευρών, γιατί να μην δούμε έτσι τον δίσκο»; Αλλά υπάρχουν τα έγχορδα, που ακούγονται σε όλα τα κομμάτια, ως ενοποιητικό στοιχείο του συνόλου. Γιατί, όπως είπες, τα τραγούδια είναι αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους. Όμως έτσι είμαστε: μπορεί να ακούμε τώρα rockabilly, μετά να ακούσουμε George FitzGerald, λίγο μετά Crosby, Stills, Nash & Young και αργότερα “Could You Be Loved” και Pet Shop Boys. Είμαστε εκλεκτικοί, δεν ακούμε μόνο ένα στυλ. Μας αρέσουν πολλά διαφορετικά πράγματα.
R.G.: Η ποιότητα είναι το πιο σημαντικό για εμάς.
A.C.: Επίσης, πιστεύω ότι ζούμε σε μια εποχή όπου όλα είναι υπερβολικά στανταρισμένα: είσαι μια hip-hop μπάντα ή μια ηλεκτρονική μπάντα ή mellow ή heavy μπάντα. Αλλά πίσω στα 1960s, αν ακούσεις έναν δίσκο σαν το Deja Vu, υπήρχαν τόσα πολλά διαφορετικά πράγματα μέσα. Και λειτουργούσε, υπήρχε μια ωραία μίξη. Μου αρέσει αυτό το είδος άλμπουμ.
R.G.: Σε εκπλήσσουν αυτοί οι δίσκοι, δεν ξέρεις ποτέ τι έρχεται μετά. Είναι σαν να έχεις μια σακούλα, να βάζεις το χέρι μέσα και να μην ξέρεις τι θα τραβήξεις.
Έχοντας πρόσφατα χωρίσει οι δρόμοι σας με τη Noemie Wolfs, είχατε, αλήθεια, μια διάθεση να αποδείξετε πράγματα φτιάχνοντας το In Wonderland;
A.C.: Όχι, θα έλεγα ότι το αντίθετο συνέβη. Αποφασίσαμε από κοινού με τη Noemie ότι δεν θα συνεργαστούμε άλλο. Υπήρχαν τώρα κάποια παλιά μας, συγκινητικά κομμάτια, σαν το “Badaboum”, το “Moving” και το “God's Gift”, κομμάτια που πραγματικά μάς άρεσαν, αλλά δεν μπορούσαμε να τα κυκλοφορήσουμε με μία τραγουδίστρια, γιατί το καθένα ήθελε πολύ συγκεκριμένη και διαφορετική αντιμετώπιση –κάποια ήθελαν λ.χ. ανδρική φωνή. Τα είχαμε λοιπόν χρόνια ορισμένα από αυτά και τώρα ήταν η ευκαιρία να τα κυκλοφορήσουμε, συνεργαζόμενοι με πολλούς διαφορετικούς ερμηνευτές. Μερικές φορές γράφεις ένα τραγούδι, ηχογραφείς ένα demo με κάποιον και μετά δεν μπορείς να πετύχεις αυτό το αποτέλεσμα με άλλον ερμηνευτή. Και τότε ξέρεις ότι το τραγούδι είναι για εκείνον που το είπε στην αρχή. Έτσι, είχαμε κομμάτια ηχογραφημένα κατά καιρούς με διάφορους καλεσμένους, και τους προτείναμε να τα κυκλοφορήσουμε. Μετά, βέβαια, έπρεπε να τους πείσουμε ότι θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε εκείνες τις αρχικές ηχογραφήσεις τους.
Δεν ηχογραφήσατε εκ νέου τις φωνές δηλαδή...
A.C.: Όχι, γιατί μας άρεσαν πολύ όπως ήταν. Είχαν την ...τέλεια ατέλεια! Υπάρχουν κάτι στιγμές, που βρίσκεσαι π.χ. σε ένα νησί στη Νορβηγία μια κρύα νύχτα και τραγουδάς κάτι σαν το “Badaboum”. Και υπάρχει κάτι στον αέρα, πετάγονται σπίθες. Ποτέ δεν πρόκειται να το πεις καλύτερα, ακόμα κι αν είσαι στο Παρίσι, ξέρω 'γω. Αν κάποιος πατήσει το rec και σου πει «τώρα το πάμε στα σοβαρά», ίσως το πεις πιο σωστά τεχνικά, αλλά θα λείπει εκείνο το αρχικό συναίσθημα. Αυτό είναι η μουσική, έχει να κάνει με τα συναισθήματα. Οπότε το άλμπουμ ηχογραφήθηκε αντίστροφα: πρώτα ήρθαν οι φωνές, μετά τα τύμπανα, μετά οι ορχήστρες και οι κιθάρες.
Υπάρχει ένα τραγούδι στον δίσκο, το “Cocaine Kids”, που μοιάζει προορισμένο να προκαλέσει αντιδράσεις. Ποια ήταν η έμπνευση πίσω από αυτό; Είναι επίσης ένα από τα παλιά σας τραγούδια;
A.C.: Ναι, είναι παλιό. Θυμάμαι να βρίσκομαι σε ένα δωμάτιο με την Emilie Satt, που το τραγούδησε, και να φτιάχνουμε αυτό το κομμάτι σαν αστείο. Δεν έχω κάνει ποτέ κόκα, αν και ξέρω ότι ίσως δεν με πιστέψεις.
Σε πιστεύω.
A.C.: Δεν θα έπρεπε κανείς να παίρνει κάτι τέτοιο στα σοβαρά. Αλλά αν είσαι ο τύπος από την EMI Publishing, θα πεις «δεν μπορείς ποτέ να κυκλοφορήσεις αυτό το τραγούδι». Κι εγώ θα πω: «α, αλήθεια, δε μπορώ ε;» (γέλια) Οπότε το ηχογραφήσαμε και μας άρεσε, γιατί έχει χιούμορ. Κι όπως λες, το χιούμορ είναι επικίνδυνο γιατί δεν το καταλαβαίνουν όλοι. Αλλά αυτό δεν πρέπει να σε αποτρέψει από το να το χρησιμοποιείς. Έχει επίσης μια ιδιαίτερη δόνηση το συγκεκριμένο κομμάτι, είναι διασκεδαστικό, έχει πολύ καλή μελωδία, πολύ καλά κιθαριστικά μέρη. Είναι ένα κουλ τραγούδι με διασκεδαστικούς στίχους. Είναι, θα έλεγα, ο Austin Powers της ποπ μουσικής! (γέλια).
Άρα, πώς θα παρουσιάσετε ζωντανά αυτό το νέο υλικό;
A.C.: Το κάνουμε ήδη και είμαστε 17 άτομα επί σκηνής!
R.G.: Μετά από 20 χρόνια καριέρας έχουμε πολλά τραγούδια να παίξουμε.
A.C.: Πολλά τραγούδια, πολλές επιτυχίες. Και επιτέλους, επειδή έχουμε τρεις τραγουδιστές (δύο γυναίκες και έναν άνδρα), μπορούμε πλέον να καλύψουμε όλη τη γκάμα της πορείας μας.
Οπότε δεν θα ψάξετε για κάποια μόνιμη κατάσταση σε αυτό το πόστο στη συνέχεια...
A.C.: Ποτέ δεν ψάχνουμε για μια μόνιμη κατάσταση! (γέλια) Το ωραίο με εμάς είναι ότι αυτό που κάνουμε σχετίζεται με την κίνηση και την εξέλιξη. Με κάθε άλμπουμ χάνουμε κάποιους fans, μα κερδίζουμε κάποιους άλλους. Αλλά και με κάποιον σαν τον David Bowie, αυτό συνέβαινε πάντα. Οπότε δεν μπορείς να σκέφτεσαι με τέτοιους όρους, απλά πρέπει να κάνεις εκείνο που θέλεις. Και αν μείνει κάτι, τόσο το καλύτερο. Αν σε 15 χρόνια παίζουν ακόμα το “Mad About You” στην Ελλάδα, τότε ΟΚ! (γέλια)
R.G.: Το 1996 όλοι πίστευαν ότι θα είμαστε one-hit wonders. Αλλά πέρασαν 20 χρόνια και να 'μαστε ακόμα εδώ. Κι αυτό έχει να κάνει με την πρόοδο που κάναμε έκτοτε.
Είστε δύο αρκετά διαφορετικοί χαρακτήρες: εσύ Alex είσαι πιο ομιλητικός, εσύ Raymond πιο μαζεμένος. Κάπως έτσι λειτουργείτε και στο στούντιο;
A.C.: Ναι, εγώ είμαι ο Brian Wilson κι εκείνος είναι ο Mike Love. Εγώ είμαι στο στούντιο όλη την ώρα κι εκείνος παίρνει όλα τα κορίτσια! (γέλια).
R.G.: Με ρωτάνε συχνά αν έχω πρόβλημα με αυτές τις ισορροπίες. Αλλά το να έχεις την ευκαιρία να δουλεύεις με τον Alex, είναι φοβερή τύχη.
A.C.: Αποδεχόμαστε ο ένας τον άλλο για αυτό που είναι. Όπως ξαναείπα, προσπαθούμε πάντα να βλέπουμε τη θετική πλευρά. Είτε είμαστε στο στούντιο, είτε στη σκηνή, είτε καλή ώρα σε κάποια συνέντευξη, είτε παίζουμε στο X-Factor Greece, προσπαθούμε να το διασκεδάσουμε.
R.G.: Για το X-Factor θα δούμε αύριο! (γέλια).
A.C.: Ναι, μπορεί μεθαύριο να λέμε «δεν θα το ξανακάνουμε αυτό ποτέ» (γέλια)
Κοιτώντας πίσω, αυτά τα 20 χρόνια πέρασαν γρήγορα για εσάς;
R.G.: Για μένα είναι σαν να φτιάξαμε μόλις το πρώτο μας άλμπουμ.
A.C.: Σκεφτόμουν τις προάλλες διάφορα πράγματα που έχουμε κάνει και μετά συνειδητοποιούσα ότι έχουν περάσει 10 χρόνια από τότε. Και είπα «γάμα τα!».
Υπάρχουν, μέσα σε αυτήν την πορεία, κάποια άλμπουμ ή τραγούδια σας που σας εξέπληξαν με την επιτυχία τους και άλλα που δεν περιμένατε να κάνουν εντύπωση και σας διέψευσαν;
A.C.: Βέβαια. Το “Mad About You” είναι το πιο γνωστό μας τραγούδι, αλλά θεωρώ ότι το “Eden” είναι το πιο όμορφο. Και το The President Of The LSD Golf Club (2007) είναι ένα από τα πλέον αγαπημένα μου άλμπουμ, αλλά ήταν τόσο indie, underground και σκοτεινό, ώστε ήξερα ότι δεν θα μπορούσε να έχει την ίδια επιτυχία με ορισμένα άλλα. Ξέρεις, όταν είσαι νέος, κυνηγάς τη μεγάλη επιτυχία. Αλλά όσο μεγαλώνεις, σε ενδιαφέρει περισσότερο να έχεις ένα ρεπερτόριο για το οποίο να είσαι υπερήφανος. Έχουμε 20 χρόνια πορείας πίσω μας και για τα επόμενα 20 χρόνια μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Να η χώρα των θαυμάτων μας! Παρότι δουλεύουμε σκληρά και κάποιες μέρες πρέπει να ασχοληθούμε με τα λογιστικά μας και με άλλα βαρετά πράγματα, δεν το νιώθουμε ως δουλειά αυτό που κάνουμε.
Διάβασα κάπου ότι στο Βέλγιο σας θεωρούν εθνικό πολιτιστικό θησαυρό. Αυτό σίγουρα ακούγεται ιδιαίτερα κολακευτικό αλλά εσείς πώς βλέπετε μια τέτοια ταμπέλα;
A.C.: Στο Βέλγιο πράγματι είμαστε μία από τις πιο δημοφιλείς μπάντες και μπορεί να γεμίσουμε έναν χώρο των 40.000 για 6 βράδια στη σειρά. Αλλά όταν παίξαμε στην Πράγα, σε έναν χώρο με 1.000 ανθρώπους που πραγματικά γούσταραν τη μουσική μας –ακόμα και τα πιο άγνωστα κομμάτια μας– ήταν κάτι που μας άρεσε πολύ περισσότερο. Έχουμε κι αυτό το προνόμιο: μπορούμε να απολαύσουμε και τις μεγάλες συναυλίες, αλλά και τις μικρές συνευρέσεις με τους φίλους μας.
Είπατε πριν ότι είστε 17 άτομα στα live. Αυτό είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, σε μια εποχή που όλοι προσπαθούν να κάνουν πράγματα με το λιγότερο δυνατό κόστος...
A.C.: Είναι μια απόφαση την οποία έχουμε πάρει. Δεν το κάνουμε για τα λεφτά, αλλά επειδή θέλουμε να φτιάχνουμε μουσική και να δώσουμε κάθε φορά στο ακροατήριό μας μια αξέχαστη νύχτα. Σήμερα συναντάς συχνά δυο ανθρώπους πίσω από μια κονσόλα, με διακόπτες και κουμπιά. Αλλά όταν ακούς έναν μουσικό να παίζει βιολί, η συγκίνηση είναι πραγματική. Είμαστε υπερήφανοι για το ότι έχουμε αληθινά έγχορδα στις συναυλίες μας, παρότι κάτι τέτοιο μας περιορίζει: δεν μπορούμε να παίξουμε οπουδήποτε και δεν μπορούμε να πάμε στις Η.Π.Α. πια, γιατί τα έξοδα είναι πάρα πολλά.
R.G.: Αλλά από τη στιγμή που θα δαγκώσεις τον «απαγορευμένο καρπό», δηλαδή το να έχεις έγχορδα στην περιοδεία, είναι πολύ δύσκολο να εγκαταλείψεις τη συγκεκριμένη γεύση. Γιατί αυτή κάνει τις συναυλίες μας καλύτερες και μεγαλύτερες.
Τελευταία ερώτηση: αφού φύγετε από την Αθήνα, τι ακολουθεί για εσάς;
A.C.: Μετά από εδώ, πάμε Παρίσι. Και μετά θα πάμε διακοπές! Ο Ιούλιός μας θα είναι η ηρεμία πριν την καταιγίδα, καθώς μετά μας περιμένει βαρύ συναυλιακό πρόγραμμα.
{youtube}EhNYwT3iL8Q{/youtube}