Εδρεύουν στο Βερολίνο κι έχουν ως όνομα τη γερμανική λέξη για το παράθυρο, ωστόσο οι Fenster είναι μια διεθνής μπάντα, αποτελούμενη από έναν Γερμανό, μια Αμερικανίδα, έναν Γάλλο κι έναν Έλληνα –τον Tadklimp– η οποία κατατάσσεται μεν στην «indie pop», στην πραγματικότητα όμως χαρτογραφεί διαδρομές στο μεταξύ του Beck, της dream pop σκηνής και των Arcade Fire. Χάρη στους ανθρώπους της Initiative Musik συναντήσαμε τον Jonathan Jarzyna και την JJ Weihl στο Αμβούργο (ο Tadklimp ήταν δυστυχώς απών εκείνη τη μέρα), λίγο μετά την εμφάνισή τους στο φετινό Dockville Festival...
Είστε δεν είστε 3 χρόνια μαζί ως μπάντα, εντούτοις δείχνετε πολύ ενεργοί: βγάλατε έναν δίσκο και δίνετε διαρκώς συναυλίες. Το κάνετε επειδή σας αρέσει, ή έτσι πρέπει να κινείται στις μέρες μας ένα νέο συγκρότημα που θέλει να τα καταφέρει;
Jonathan: Λίγο-πολύ και τα δύο... Νομίζω πως η μουσική βιομηχανία έχει αλλάξει στις μέρες μας: πηγή εισοδήματος για μια μικρή μπάντα δεν είναι πλέον οι πωλήσεις από τους δίσκους, αλλά οι συναυλίες. Πρέπει λοιπόν να περιοδεύεις πολύ. Από όσο επίσης ξέρω, ούτε οι εταιρείες σου υπογράφουν συμβόλαιο αν πρώτα δεν έχουν δει κάποιο λάιβ σου. Ενώ παλιότερα ήταν αρκετό να βγάλεις ένα σπουδαίο άλμπουμ, ας θυμηθούμε για παράδειγμα τους Beatles, οι οποίοι σταμάτησαν τις συναυλίες από ένα σημείο και μετά. Από την άλλη, πάντως, μας αρέσει και πολύ να βρισκόμαστε σε τουρνέ!
JJ: Ναι, έχουμε περάσει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο δίνοντας συναυλίες. Στην αρχή όλα ήταν βέβαια καινούρια κι έπρεπε να οργανώσουμε έναν σωρό πράγματα, αλλά όσο περνάει ο καιρός βλέπεις να εξελίσσονται οι σχέσεις σου με τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ, υπάρχει ο αντίκτυπος των εμπειριών από όσα μέρη έπαιξες, όλα αυτά... Φυσικά μια τουρνέ δεν έχει μόνο την καλή πλευρά της –πρόκειται για δουλειά. Ας πούμε όμως ότι είναι μια πολύ ευχάριστη δουλειά!
Τι άλλο καθορίζει στις μέρες μας την επιτυχία ενός συγκροτήματος στο ξεκίνημά του, εκτός από τις συναυλίες; Ίσως τα views στο YouTube;
Jonathan: Εκτός από τις συναυλίες, επιτυχία θεωρείται να παραχωρείς δικαιώματα τραγουδιών σε ταινίες ή σε διαφημιστικά. Είναι όμως περίεργες αυτές οι ισορροπίες. Είχαμε κι εμείς ορισμένες τέτοιες προσφορές, από διαφημιστικές εταιρείες, αλλά δεν προχωρήσαμε: όχι ότι δεν χρειαζόμασταν τα χρήματα, δεν λέω κάτι τέτοιο –πρέπει όμως να πειστούμε κι εμείς ότι ένα τραγούδι μας μπορεί να σχετιστεί κάπως με ένα προϊόν, ώστε να πούμε εντάξει.
JJ: Αν μιλάμε δηλαδή για προϊόντα, θα το κάναμε για κάτι που θα μας φαινόταν κι εμάς κουλ και ταιριαστό. Ίσως και για μια τηλεοπτική σειρά που θα μας άρεσε. Ή για έναν καλό σκοπό.
Πώς ξεκίνησαν οι Fenster; Ποιος ήξερε ποιον;
Jonathan: Οι πρώτοι που γνωριστήκαμε ήμουν εγώ με την JJ. Υπήρξε ένα άμεσο «κλικ» μεταξύ μας, καθώς ανακαλύψαμε ότι είχαμε παρόμοιο γούστο στη μουσική. Σιγά-σιγά αρχίσαμε λοιπόν να παίζουμε μαζί, κυρίως στο σπίτι, αργότερα και σε μικρά μπαρ, όπου παρουσιάζαμε διασκευές και κερδίζαμε μεροκάματα. Αυτά τα χρήματα πήγαν κατόπιν όλα σε αγορά εξοπλισμού, στούντιο κ.ά. και ύστερα τα πράγματα έγιναν πιο σοβαρά, καθώς αρχίσαμε να γράφουμε δικά μας τραγούδια και βάλαμε πλώρη για τον πρώτο μας δίσκο.
JJ: Και να φανταστείς, ο Jonathan γνώρισε τον Tad τυχαία, στον δρόμο, ενώ έπαιζε μαζί με κάποιον άλλον φίλο! Στο Βερολίνο είναι συνηθισμένο κάτι τέτοιο, ειδικά το καλοκαίρι. Ο Tad καθόταν λοιπόν σε ένα μπαρ, άκουσε τον Jonathan να παίζει, του άρεσε κι άρχισαν να μιλάνε.
Α, αυτή είναι ωραία ιστορία!
JJ: Ναι, δεν είναι; (γέλια)
Jonathan: Είναι πραγματικά παράξενο, πάντως γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Και χάρηκα που πείσαμε τον Tadklimp να έρθει στο Βερολίνο να μας κάνει την παραγωγή στο Bones. Ήμασταν ενθουσιασμένοι με την προσέγγισή του στη μουσική και δεν θέλαμε κανέναν άλλον. Δεν είναι εδώ τώρα δυστυχώς για να στα πει ο ίδιος, πάντως έχει σπουδάσει σύνθεση στην Πάτρα κι έτσι ξέρει απίστευτα πράγματα.
Κι έπειτα πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα; Πήγατε στη Morr Music και τους δείξατε τη δουλειά σας ή σας βρήκαν εκείνοι;
Jonathan: Εκείνοι μας βρήκαν. Αρχικά είχαμε γράψει 8 τραγούδια για το Bones –αργότερα προστέθηκαν άλλα 4. Το σχέδιό μας τότε ήταν να έχουμε κάτι να δείξουμε στους συναυλιακούς χώρους, ώστε να μπορούμε να κλείσουμε ορισμένα λάιβ. Εκείνο λοιπόν το καλοκαίρι παίξαμε όπου ήταν δυνατόν στο Βερολίνο, σε σπιτικά πάρτυ, σε μικρές γκαλερί, όπου μπορείς να φανταστείς. Και κάπου μας πέτυχαν οι άνθρωποι της Morr Music, τους αρέσαμε και μας προσέγγισαν.
Είστε μια πραγματικά διεθνής μπάντα. Θα μπορούσαν άραγε να υπάρξουν οι Fenster σε λιγότερο παγκόσμιους καιρούς;
JJ: Πιστεύω πως ναι, έχει να κάνει με το Βερολίνο, είναι ένα τόσο ξεχωριστό μέρος... Για παράδειγμα, ο Tad διάλεξε το Βερολίνο θέλοντας να κάνει μουσική κι εγώ μετακόμισα εκεί από τη Νέα Υόρκη για άλλους λόγους, κατέληξα όμως επίσης στη μουσική.
Jonathan: Πολύ καλή ερώτηση... Εγώ θα έλεγα όχι. Γιατί ο κόσμος έχει αλλάξει δραστικά στα τελευταία 15-20 χρόνια και μάλλον εκφράζουμε κι εμείς μια όψη αυτής της παγκοσμιοποίησης, αυτής της εποχής που οι άνθρωποι μετακινούνται τόσο πολύ από τους ιδιαίτερους τόπους τους.
Είστε ευχαριστημένοι από τη μέχρι στιγμής πορεία του Bones;
JJ: Δεν είχαμε προσδοκίες για το Bones, όταν το φτιάξαμε το μόνο που θέλαμε ήταν να ηχογραφήσουμε έναν δίσκο. Και εκπλαγήκαμε όταν ήρθε η εταιρεία να μιλήσουμε και μας είπε ότι θέλει να το κυκλοφορήσει.
Jonathan: Ναι, έγιναν πολύ περισσότερα από όσα περιμέναμε –ο δίσκος, οι συναυλίες σε Γερμανία μα και στο εξωτερικό... Νομίζω ότι χρειάστηκε κι εμείς να «μεγαλώσουμε» πολύ γρήγορα μέσα από αυτήν τη διαδικασία. Μάλιστα, όπως έχει πλέον η μουσική βιομηχανία, το κάθε επόμενο βήμα σου πρέπει να είναι μεγαλύτερο από το προηγούμενο. Κάτι που βέβαια εμπεριέχει και αρκετό άγχος, το οποίο παλεύουμε με το να σκεφτόμαστε πόσα πολλά έχουν ήδη συμβεί.
Η συγκεκριμένη πάντως λογική, του ακόμα μεγαλύτερου επόμενου βήματος, είδαμε κατά την προηγούμενη ειδικά δεκαετία να καταστρέφει πολλά υποσχόμενα βρετανικά σχήματα, τα οποία δεν μπόρεσαν να κάνουν έναν δεύτερο δίσκο αντάξιο του ντεμπούτο τους...
JJ: Ναι, σε κάποιον βαθμό το αναλογιστήκαμε κι εμείς καθώς ηχογραφούσαμε το δεύτερο άλμπουμ μας και είδαμε πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα –όχι μόνο στο επίπεδο της μουσικής, αλλά και στη δική μας τη νοοτροπία. Στο Bones υπήρχε μια αφέλεια, μια αθωότητα καλύτερα, πλέον υπάρχει και ο παράγοντας του τι μπορεί να περιμένει από σένα ένα κοινό. Είναι όμως κάτι το οποίο πρέπει να ζήσει και να ξεπεράσει κάθε μπάντα στο δικό μας στάδιο. Είναι καλό λοιπόν να ξέρεις πού βρίσκεσαι, τι έχει αλλάξει, προς τα πού σκοπεύεις να κινηθείς.
Jonathan: Είναι επίσης και το γεγονός ότι το δεύτερο άλμπουμ το ηχογραφείς συνήθως ενώ ταυτόχρονα περιοδεύεις, κάτι που αλλάζει τις ψυχολογικές ισορροπίες μέσα σε ένα συγκρότημα: το κάθε μέλος βλέπει στην πράξη αν μπορεί να αντέξει την πίεση, ενώ παράλληλα φαίνεται και στην ομάδα αν πράγματι δένει και μπορεί να λειτουργήσει ως σύνολο.
JJ: Τότε γίνεται φανερό αν σου αρέσει όλο αυτό κι αν είσαι σε θέση να το κάνεις όχι μόνο ως ευχαρίστηση, μα και ως δουλειά.
Jonathan: Στην αρχή μοιάζει σαν περιπέτεια και υπερισχύει ο ενθουσιασμός, μετά μπαίνουν στον λογαριασμό κι άλλα πράγματα... Εμείς για παράδειγμα καταλάβαμε τι σημαίνει ένταση στις 6 εβδομάδες που βρεθήκαμε στις Η.Π.Α., άσχετα αν όλα πήγαν καλά.
Πόσο διαφορετικό είναι να δίνεις συναυλίες στις Η.Π.Α., συγκριτικά με την Ευρώπη;
Jonathan: Η Αμερική είναι σούπερ ανταγωνιστική. Μια περιοχή πολύ πιο δύσκολη, όπου υπάρχουν πάρα πολλές καλές μπάντες, οι οποίες έχουν περάσει αρκετές δοκιμασίες για να μπορέσουν να σταθούν εκεί όπου τις βρίσκεις.
JJ: Πολιτιστικά, στην Ευρώπη υπάρχει μια διαφορετική λογική φιλοξενίας: σου εξασφαλίζουν μέρος να μείνεις, φαγητό και γύρω στα 45 λεπτά soundcheck. Στις Η.Π.Α. το περισσότερο που μπορείς να πάρεις είναι μια μπύρα κι ένα σακουλάκι πατατάκια και να σε αφήσουν να κοιμηθείς στη σκηνή όπου έπαιξες. Αλλά το κοινό είναι φανταστικό, συνδέεται πραγματικά με τη μουσική σου, υπάρχει αλληλεπίδραση. Σκοπεύουμε να ξαναπάμε στις Η.Π.Α.
Σε ενδιαφέρει πολύ αυτή η αλληλεπίδραση, έτσι δεν είναι; Σε άκουσα πριν λίγο να απολογείσαι στο κοινό κατά τη διάρκεια του σετ σας, που δεν είχατε χρόνο να τους μιλήσετε περισσότερο....
JJ: Το βρίσκω απαίσιο να στέκεσαι εκεί πάνω και να μη λες κουβέντα. Αλλά είχαμε ένα ασφυκτικό πρόγραμμα να τηρήσουμε, δεν γινόταν διαφορετικά.
Καταλαβαίνω τις κιθάρες και τα τύμπανα, όμως πώς στο καλό κατασκευάζει κανείς ποπ τραγούδια χρησιμοποιώντας φτυάρια και χαλασμένα κυκλώματα;
Jonathan: (γελάει) Υπήρχε βλέπεις εκείνο το κομμάτι, το "Gravediggers", οπότε κόλλησε πολύ να τοποθετηθεί στη σύνθεση ο ήχος από ένα φτυάρι! Τα χαλασμένα δε κυκλώματα είναι ακόμα πιο ενδιαφέροντα ηχητικά, γιατί η δυσλειτουργία τους παράγει ήχους τους οποίους δεν θα μπορούσες να φτιάξεις στο στούντιο. Σε εμπνέουν λοιπόν να ακολουθήσεις μια διαδρομή έξω από τα συνηθισμένα κατασκευάζοντας ένα τραγούδι.
Αποδέχεστε την ταμπέλα «indie pop» για τη μουσική σας;
Jonathan: Δεν μου αρέσει, είναι όμως ΟΚ όσο γίνεται αντιληπτή ως κάτι που δεν ανήκει στο mainstream, μα συνεχίζει να έχει τη βάση του στη μελωδία. Δεν έχω άλλωστε να συνεισφέρω κάτι καλύτερο: όταν με ρωτάνε τι μουσική παίζουμε συνήθως απαντώ ένα περίεργο είδος ποπ.
JJ: Ή αποδομημένη ποπ.
Δεν σας απασχολεί όμως ότι έτσι συγκαταλέγεστε σε μια τάση, η οποία ήδη υπερ-εκπροσωπείται από βρετανικά και αμερικάνικα γκρουπ;
Jonathan: Μας απασχολεί, αλλά ο κόσμος έχει την ανάγκη να βαφτίζει κάπως όσα ακούει. Εμείς φτιάχνουμε τη μουσική κι έχουμε την αντίληψή μας για εκείνη, όμως το πώς θα ονομαστεί εκεί έξω είναι μάλλον πέρα από τον έλεγχό μας –πέρα από τον έλεγχο ενός καλλιτέχνη γενικότερα. Περισσότερο με ενοχλεί να διαβάζω σε κριτικές ότι ακουγόμαστε σαν μπάντες με τις οποίες δεν έχουμε στην πραγματικότητα καμία σχέση. Κάποιος λ.χ. έγραψε ότι οι Fenster είναι σαν τους Mumford & Sons, δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα... Η εταιρεία μας ήθελε να υπάρχουν παραπομπές σε γνωστά γκρουπ για το δελτίο τύπου του Bones, μπήκαν κάπου λοιπόν οι Mumford & Sons και κάποιος το έλαβε σαν δεδομένο. Δεν νομίζω όμως ότι έχουμε κοινή αντίληψη για τη μουσική, πέρα από το ότι είναι κι εκείνοι ένα αγόρι/ένα κορίτσι και διαθέτουν μια μινιμαλιστική προσέγγιση.
Ποιους θα διαλέγατε λοιπόν ως συγγενείς καλλιτέχνες και κύριες επιρροές;
Jonathan: Οπωσδήποτε τα πρώτα άλμπουμ του Beck, κυρίως το One Foot In The Grave. Μου αρέσουν επίσης πολύ οι Grizzly Bear.
JJ: Κι επίσης, οι δουλειές του Lee Hazlewood με τη Nancy Sinatra! Ακούμε βασικά τόνους διαφορετικής μουσικής, π.χ. Aphex Twin, αλλά και Kendrick Lamar. Στον επόμενο δίσκο μας θα βρείτε και κάμποσες γαλλικές επιρροές, από εκείνα τα φτηνά 1970s soundtracks για ερωτικά φιλμ, με τα ονειρικά συνθεσάιζερ.
Τι θα πρέπει επομένως να συγκρατήσουμε γι' αυτόν τον επόμενο δίσκο σας;
JJ: Θα έχει πολύ περισσότερα συνθεσάιζερ.
Jonathan: Θα βγει τον Μάρτιο του 2014.
JJ: Και, χτύπα ξύλο, θέλουμε να βγούμε ξανά σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία. Μακάρι να έρθουμε και στην Ελλάδα να παίξουμε.
{youtube}tWCh8yPYRwg{/youtube}