Οι πρόσφατα επανενωμένοι Dream Syndicate καταφτάνουν στα μέρη μας για ένα live που περιμένουν πολλοί παλιοί και νέοι φίλοι τους (το Σάββατο 1η Ιουνίου στο Gagarin 205) κι εμείς θυμόμαστε με την ευκαιρία τη συνέντευξη που μας παραχώρησε ο Steve Wynn με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την έκδοση του Days Of Wine And Roses...
Κάποιοι μουσικοί, αναφερόμενοι σε παλαιότερες δουλειές τους, λένε πολύ συχνά ότι θα άλλαζαν το τάδε ή το δείνα στοιχείο. Υπάρχει κάτι που μετανιώνετε σχετικά με τη δημιουργία του Days Of Wine And Roses; Κάτι δηλαδή που να έχει σχέση είτε με τις επιλογές των τραγουδιών, είτε με την εκτέλεση, είτε με την παραγωγή;
Τίποτα. Το παραμικρό. Δεν υπάρχει τίποτα που θα άλλαζα σε αυτόν τον δίσκο. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, βέβαια, καλό θα ήταν να έχω τα δικαιώματα, αντί να ανήκουν για πάντα στη Slash Records (και τελικά στη Warner). Αυτό θα ήταν πραγματικά καλό…
Προφανώς μεγάλα μέρη του δίσκου ηχογραφήθηκαν ζωντανά στο στούντιο, σωστά; Γνωρίζω ότι ηχογραφήθηκε σε μόλις 3 ημέρες, ενώ είναι φανερό ότι κάποιος από εσάς (εσείς ο ίδιος;) βήχει προς το τέλος του διονυσιακού ξεσπάσματος, στο exodus του “Halloween”. Θέλατε να αποτυπώσετε τη ζωντανή ενέργεια της μπάντας όπως αυτή εκφραζόταν στη σκηνή; Ή έπαιξαν ρόλο και τα τότε οικονομικά σας;
Αλήθεια; Ακούγεται βήχας στο τέλος του “Halloween”; Χαχαχα! Δεν το έχω προσέξει, ούτε μου το έχει αναφέρει ποτέ κανείς! Έχεις δυνατά αυτιά (σ.σ.: μπορείς να το ακούσεις αποκλειστικά από το βινύλιο και με καλά ακουστικά). Πράγματι, είχαμε λίγα χρήματα τότε άρα και λίγο χρόνο στο στούντιο κι αυτό σημαίνει λιγότερες λήψεις από αυτό που ίσως έχεις στο μυαλό σου. Από την άλλη, θέλαμε να γραφτεί έτσι ωμό το υλικό μας, έτσι θα το σκεφτόμασταν ακόμα κι αν είχαμε έναν πακτωλό χρημάτων πίσω μας. Γνωρίζαμε πολύ καλά πώς να αποδίδουμε τα τραγούδια μας, ξέραμε όμως –και το τονίζω αυτό– και πώς να κοντρολάρουμε τον ήχο πάνω στη σκηνή. Δεν ανοίγαμε απλώς τους ενισχυτές τέρμα στα live.
Ο Karl Precoda έπαιζε όντως τόσο δυνατά ή αυτή η εντύπωση οφείλεται στη μίξη του δίσκου;
Φίλτατε, παίζαμε εκκωφαντικά στη σκηνή και παίξαμε το ίδιο εκκωφαντικά και στο στούντιο. Παράλληλα χρησιμοποιούσαμε μικρούς ενισχυτές (ο δικός μου ήταν ένας Fender Champ, ξεχνώ τι χρησιμοποιούσε ο Karl), κάτι που έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στον ήχο του Days Of Wine And Roses. Ακόμα μου αρέσει να χρησιμοποιώ μικρούς ενισχυτές όταν ηχογραφώ.
Κινηθήκατε διαφορετικά σε επίπεδο στίχων από τα περισσότερα συγκροτήματα του Paisley Underground (όπως ονομάστηκε το ρεύμα ψυχεδελικής αναβίωσης των 1980s): επιλέξατε να γράψετε στίχους γύρω από προβλήματα της καθημερινής ζωής, όπως χαρακτηριστικά κάνατε λ.χ. στο “Days Of Wine And Roses”, στο “Until Lately” και στο “Then She Remembers”. Μακριά δηλαδή από ελεγείες του παρία, όπως έκαναν άλλοι συνάδελφοί σας...
Έγραφα για πράγματα που σκέπτεται κάποιος όταν είναι στα πρώτα χρόνια της τρίτης δεκαετίας του, λίγο μετά τα 20 δηλαδή. Τότε που ξεφεύγεις από τον έλεγχο των γονιών σου και βρίσκεσαι στον κόσμο –εκεί έξω– πραγματικά μόνος με τις δυνάμεις σου, για πρώτη φορά. Οι σκέψεις που σου έρχονται είναι «Ποιος είμαι;» ή «Ποια είναι τα πράγματα που μου ταιριάζουν;» ή το κλασικό «Υπάρχει κάτι στους υπόλοιπους ανθρώπους που να εκφράζει κι εμένα;». Η αλήθεια βέβαια είναι ότι σκέφτεσαι κυρίως «Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ έξω;»… Όχι πως δεν σκέφτομαι αυτά τα πράγματα και στα υπόλοιπα χρόνια από τότε!
Αν επιτρέπεται, για ποιον λόγο δεν είχε ακουστεί τόσα χρόνια η παραμικρή είδηση για κάποια επανασύνδεση της μπάντας;
Το σκεφτήκαμε κάποιες φορές… Όμως οι χρόνοι –ή κάτι άλλο, που δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή– δεν ήταν σωστοί. Φέτος τον Σεπτέμβρη θα εκπληρώσουμε αυτή την ευχή πολλών φίλων μας: εκμεταλλεύτηκα μια πρόσκληση από την Ισπανία για συναυλίες και είπαμε να κάνουμε εκεί 4-5 εμφανίσεις στα τέλη του μήνα, για να γιορτάσουμε τα 30 χρόνια του Days Of Wine And Roses. Από τη στιγμή που πάρθηκε η απόφαση όλοι μας είμαστε πολύ ενθουσιασμένοι με αυτή την τροπή.
Αυτό το σχεδόν αιώνιο –θα ορκιζόταν κάποιος– χαμόγελό σας αποτελεί πλέον σύμβολο της καλλιτεχνικής σας φιγούρας. Χαμόγελο που δεν το είδαμε μόνο σε εξώφυλλα αλλά και από κοντά, το 1986, όταν ανεβήκατε για πρώτη φορά σε σκηνή στην Ελλάδα. Αν μάλιστα κρίνω και από τραγούδια σας όπως το “When You Smile” πρέπει να το θεωρούσατε ισχυρό σημείο της επικοινωνίας σας. Ήταν μια αντίδραση ανακλαστική στις γκρίζες αποχρώσεις των τελών των 1970s ή μια αντιπαράθεση προς τα υλιστικά 1980s;
Είναι αρκετά παράξενο αυτό που λες... Ήμουν πολύ πιο ευέξαπτος και σαρκαστικός στις αρχές των 1980s και μπορώ να πω στα σίγουρα ότι, όταν ηχογραφούσαμε τον δεύτερό μας δίσκο (σ.σ.: το Medicine Show) είχα κατάθλιψη. Και ήμουν και πιο πολύ χωμένος στο αλκοόλ –πιστεύω ότι έγινα ελαφρώς πιο οπτιμιστής κατά την περίοδο του Out Of The Grey. Βέβαια την ίδια στιγμή ήμουν πραγματικά ενθουσιασμένος που βρισκόμουν με αυτό το συγκρότημα στο επίκεντρο των μουσικών πραγμάτων εκείνης της εποχής.
Η μινιμαλιστική και pop art αισθητική του εξωφύλλου του Days Of Wine And Roses παραπέμπει στην ελλειπτικότητα παλαιότερων –και δη μαύρων– δίσκων των 1960s και 1970s. Αλλά τα περισσότερα συγκροτήματα εκείνης της εποχής έπαιζαν με τον απλό και συνδεδεμένο με τον τίτλο (έστω και χαλαρά) συμβολισμό ή απλά έδειχναν τα πρόσωπά τους…
Ο Dennis Duck κι εγώ ήμασταν αυτοί που ασχολούμασταν κυρίως με την αισθητική των εξωφύλλων και των αφισών μας. Και στους δύο μας άρεσαν πάρα πολύ τα εξώφυλλα από κλασικούς δίσκους της τζαζ, ειδικότερα της Impulse. Πολλές φορές αντιγράφαμε λοιπόν την αισθητική τους. Το πρώτο μας EP λ.χ. έχει ακριβώς το ίδιο εξώφυλλο με το Psychicemotus του Yusef Lateef (Impulse, 1965), ενώ το single “Tell Me When It’s Over” παραπέμπει στο Spring του Tony Williams (Blue Note, επίσης 1965). Για το Days Of Wine And Roses κάναμε αρχικά έναν συνδυασμό του The Clown του Charles Mingus και του Live At The Village Vanguard του John Coltrane, τελικά όμως έγινε μια απότομη στροφή λίγο πριν τυπωθεί το εξώφυλλο και κάναμε κάτι που εκείνη την εποχή (ή πριν από αυτή) δεν είχε κάτι όμοιό του στο ροκ εν ρολ.
30 χρόνια από αυτό το ντεμπούτο, μένεις ακόμα «σκλάβος» του μαγνητισμού του, όπως χαρακτηριστικά γράψατε κι εσείς ο ίδιος στην επετειακή έκδοση του δίσκου το 2001. Αναδύεται ισχυρό αίσθημα νοσταλγίας όταν παίζετε τις συνθέσεις του στα live;
Τα τραγούδια αυτά είναι πραγματικά ζωντανά μέσα μου και συνδέονται ακόμη με τα συναισθήματα τα οποία τα γέννησαν. Η απλή δομή τους κάνει εύκολη την όποια αλλαγή στα live, ανάλογα με τις κινήσεις και τις διαθέσεις μου. Ας το δούμε και από μια διαφορετική σκοπιά: ακούω κατά καιρούς αρκετές –και μάλιστα κεφάτες– διασκευές των τραγουδιών αυτών από άλλους. Γι’ αυτό και μου αρέσει κι εμένα να τα παίζω και να τα διασκευάζω!
{youtube}f-_G7A0RbjU{/youtube}