Ο Forest Swords φαντάζει σαν ο καλύτερος ξεναγός για τη βόρεια Αγγλία. Μέσω των EP του, o Matthew Barnes παρουσιάζει τη δική του ηχητική εκδοχή για τον τόπο που αγαπά, ένα ποπ ταξίδι το οποίο δεν είναι απλή υπόθεση, μα ένας συνδυασμός πολλών πραγμάτων, μια άρτια μουσική ερμηνεία των ήχων και των εικόνων που τον περιβάλλουν. Η συμμετοχή του στο φετινό Plissken Festival –αυτό το Σάββατο, 12 του Μάη, στο Πολιτιστικό Κέντρο «Ελληνικός Κόσμος»– στάθηκε αφορμή για τη διαδικτυακή μας συνάντηση...
Έχω διαβάσει αρκετά περίεργους όρους στην προσπάθεια κάποιων να ερμηνεύσουν τη μουσική σου. Εσύ πώς θα τη χαρακτήριζες τελικά;
Είναι απλά ποπ μουσική, φαντάζομαι. Δεν μου ακούγεται σαν κάτι συγκεκριμένο, απλά μου βγαίνει φυσικά κι έτσι δεν μπαίνω στη διαδικασία να σκεφτώ κατηγορίες κατά τη διάρκεια παραγωγής. Μόνο όταν κάποιοι γράφουν για τη μουσική μου διαπιστώνω περί τίνος πρόκειται. Διαβάζω και σκέφτομαι: ώστε αυτό ήταν τελικά! Αλλά κατά βάθος αντιλαμβάνομαι πως είναι μια αρκετά περίεργη, θολή έκφανση της ποπ.
Συμφωνείς με τους όρους «British coastal jams» και «Peninsula pop»; Θα έλεγες δηλαδή πως το φυσικό περιβάλλον της βόρειας Αγγλίας αποτελεί την κύρια πηγή έμπνευσής σου;
Προς το παρόν ναι, αποτελεί κύρια πηγή έμπνευσης. Και νομίζω πως θα συμβαίνει για πάντα, μιας και μεγάλωσα εδώ. Το γύρω περιβάλλον είναι κάτι το μοναδικό: υπάρχουν ποτάμια, βαλτώδεις περιοχές, θάλασσα, λιβάδια και κάπου στη μέση το Λίβερπουλ. Είναι ένα υπέροχο μέρος, με ενδιαφέρουσα ιστορία και τη δική του προσωπικότητα. Πραγματικά χαίρομαι που μπορώ να εμπνευστώ από αυτόν τον τόπο. Για τα επόμενα άλμπουμ μου, σκέφτομαι να ηχογραφήσω σε κάποιο άλλο μέρος για να δω τι θα προκύψει. Η μουσική μου πάντως θα παραμείνει άρρηκτα συνδεδεμένη με τοπία και με το φυσικό περιβάλλον.
Οι πρώτες σου δύο κυκλοφορίες, Miarches και Glory Gong, κυκλοφόρησαν σε κασέτες. Ποιο ήταν το σκεπτικό σου ώστε να καταλήξεις σε αυτή τη μορφή κυκλοφορίας;
Απλά ήταν πιο πρακτικό, αυτό είναι όλο... Τώρα μου φαίνεται περίεργο, γιατί η κασέτα είναι πλέον πιο διαδεδομένη και δεν περίμενα να πουλήσω πάνω από 40 ή 50 κόπιες από εκείνες τις κυκλοφορίες. Το να βγάλω κάτι σε βινύλιο ή σε CD ήταν άπιαστο όνειρο για μένα. Η κασέτα είναι ένα πολύ πιο φτηνό μέσο και φάνταζε έτσι σαν το λογικό πρώτο βήμα.
Το Fjree Feather EP το κυκλοφόρησες μόνος σου –χωρίς τη βοήθεια κάποιας εταιρείας. Δεν βρήκες ανταπόκριση για τη συγκεκριμένη δουλειά ή ήταν επιλογή σου; Θεωρείς ότι οι καλλιτέχνες μπορούν να τα καταφέρουν και μόνοι τους δισκογραφικά;
Αυτά ήταν κάποια από τα πρώτα μου κομμάτια και δεν είχα καν σκεφτεί να απευθυνθώ σε κάποια δισκογραφική. Το πιο λογικό ήταν να κινήσω μόνος μου την όλη διαδικασία παραγωγής και κυκλοφορίας. Νομίζω πως στις μέρες μας είναι πολύ πιο πιθανό να κάνεις κάτι μόνος σου, μέχρι ένα σημείο. Εγώ, για παράδειγμα, δεν έχω μάνατζερ –και συνεπώς ό,τι κάνω είναι αποτέλεσμα της δουλειάς μου και των δικών μου αποφάσεων. Υπάρχει κάτι σε όλο αυτό, που σε κάνει να νιώθεις ελεύθερος, αλλά είναι επίσης αρκετά πιεστικό και σε γεμίζει ευθύνες. Σίγουρα πιστεύω πως νέοι καλλιτέχνες και συγκροτήματα μπορούν να υπάρξουν μόνοι τους, εκεί που άλλοτε βασίλευαν οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες. Αλλά κάτι τέτοιο εξαρτάται πάντα από τον καλλιτέχνη και από τις φιλοδοξίες που έχει για τη μουσική του. Σήμερα μπορείς να πετύχεις πολλά, απλά ανεβάζοντας τη μουσική σου στο διαδίκτυο. Και είμαι σίγουρος πως δεν θα βρισκόμουν στην Ελλάδα χωρίς τη βοήθεια του διαδικτύου και τη δυνατότητα την οποία δίνει στους ανθρώπους να ακούν τα κομμάτια μου στο YouTube ή σε blogs, για παράδειγμα.
Στο Dagger Paths, εκτός των άλλων, διασκευάζεις και διασκευάζεσαι. Πολλοί βλέπουν το remixing ως μια πρόκληση, αφού ήδη έχει τεθεί ένας πήχης τον οποίον θέλουν να ξεπεράσουν. Εσύ πώς το βλέπεις; Προτιμάς τη διαδικασία του remixing ή αυτή της δημιουργίας μουσικής από το μηδέν;
Για μένα, η διαδικασία δεν διαφέρει και πολύ. Πολλοί παραγωγοί αντιμετωπίζουν το remixing με μια νωθρότητα –απλά προσθέτουν ένα beat και ξεμπερδεύουν. Αλλά εγώ «αποσυναρμολογώ» τα κομμάτια και διαλέγω μικρά μέρη τους, προσπαθώντας να φτιάξω κάτι εντελώς καινούργιο. Το βρίσκω πολύ πιο διασκεδαστικό, αφού παίρνω κάτι παλιό και το μετατρέπω σε κάτι νέο, τελείως διαφορετικό. Δεν το κάνω συχνά, καθώς η διαδικασία αυτή απαιτεί πολύ χρόνο.
Πες μας δύο λόγια για τη διαδικασία παραγωγής της μουσικής σου. Η κιθάρα φαίνεται να είναι βασικό σου όχημα. Χτίζεις τα κομμάτια σου πάνω σε κιθαριστικές συνθέσεις ή το αντίθετο; Ή απλά δεν υπάρχει συγκεκριμένη φόρμουλα;
Συνήθως ξεκινώ με μία μελωδία την οποία γράφω σε κιθάρα ή πλήκτρα και χτίζω τα πάντα γύρω της. Είναι εύκολο να παρασυρθείς όταν γράφεις αποκλειστικά σε ψηφιακή μορφή, γι’ αυτό προσπαθώ να κρατώ τα κομμάτια μου σε απλό και όσο γίνεται αναλογικό επίπεδο. Ποτέ δεν κάθομαι να σκεφτώ: αυτό θέλω να ακούγεται έτσι ή αλλιώς. Αφήνω τη μουσική να με οδηγήσει κι αυτός νομίζω, είναι ο καλύτερος τρόπος. Αν δεν το ευχαριστιέμαι ή αν δε νιώθω ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα, τα παρατάω όλα και επανέρχομαι την επόμενη μέρα. Κάποια κομμάτια, για παράδειγμα, έχουν γραφτεί μέσα σε δύο μήνες, με μια δεκάλεπτη ημερήσια ενασχόληση. Γενικά δεν πιέζομαι. Θέλω οι δημιουργίες μου να προκύπτουν αβίαστα.
Στην Αθήνα τι να περιμένουμε από εσένα; Με ποιον τρόπο παρουσιάζεις τα κομμάτια σου επί σκηνής;
Χρησιμοποιώ αρκετά samplers, υπολογιστές και πλήκτρα. Παρόλο που κάθε μου συναυλία διαφέρει, το αποτέλεσμα είναι πάντα πιο φυσικό σε σχέση με τα άλμπουμ. Πιστεύω πως θα κάνει το κοινό να θέλει να χορέψει λίγο περισσότερο. Στην εμφάνισή μου στο Plissken θα προβληθεί και οπτικό υλικό, η προσθήκη του οποίου χρειάστηκε σκληρή δουλειά από μέρους μου.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου ως Forest Swords; Έχεις κι άλλα projects στο μυαλό σου;
Ο νέος μου δίσκος θα κυκλοφορήσει τον προσεχή Οκτώβρη και είμαι ενθουσιασμένος με το γεγονός! Τα πρώτα κομμάτια από αυτή τη δουλειά θα είναι διαθέσιμα προς ακρόαση το καλοκαίρι. Στη συνέχεια, ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να κάνω κι άλλες συναυλίες –και, γιατί όχι, να επιστρέψω στην Ελλάδα για μία ακόμα εμφάνιση.
{youtube}SFd8l0-dS3A{/youtube}