Έχοντας κυκλοφορήσει ένα από τα καλύτερα album για το 2007 και λίγες εβδομάδες πριν την πολυαναμενόμενη εμφάνιση του στο Synch Festival, ο Axel Wilner - γνωστός με το προσωνύμιο “The Field” - τα είπε τηλεφωνικά με το Avopolis από τη φασαριόζικη και γεμάτη κίνηση Στοκχόλμη…
Τα media περιγράφουν τη μουσική σου ως minimal techno, pop ambient, microhouse, κ.α. Ποια είναι η περιγραφή που θα έδινες εσύ με δύο λόγια;
«Λοιπόν, όλα αυτά πάνω-κάτω ισχύουν και ανταποκρίνονται στον ήχο που βγάζω, αλλά αν ρωτάς εμένα θα χαρακτήριζα τη μουσική μου ως μουσική που ακούγεται μεταξύ κρεβατοκάμαρας και σαλονιού. Πιστεύω πως οι ήχοι που δημιουργώ δένουν πιο πολύ με την αισθητική και την εργονομία ενός μοντέρνου minimal σπιτιού παρά με αυτή οποιουδήποτε club».
Το ντεμπούτο σου album From Here We Go Sublime έλαβε διθυραμβικές κριτικές από το σύνολο του μουσικού τύπου, έντυπου και μη, ανεξαρτήτως προτιμήσεων αυτού σε συγκεκριμένα μουσικά είδη. Το Pitchfork για παράδειγμα σου έβαλε 9.0. Λαμβάνεις αυτή την αποδοχή από διαφορετικά μουσικά ακροατήρια και στις εμφανίσεις σου;
«Ναι, φυσικά! Το έχω προσέξει και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος γι’ αυτό. Στις εμφανίσεις μου, είτε αυτές είναι DJ sets είτε live, το κοινό αποτελείται από ένα μίγμα techno ambient και ίσως και trance. Είναι αυτοί που στα πιο «δυνατά» κομμάτια θα τους δεις να κουνιούνται και πιο έντονα, με διάσπαρτες ομάδας από την indie σκηνή. Μάλλον πρέπει να ευχαριστήσω ιδιαίτερα το Pitchfork (σ.σ. έλα μωρέ τώρα ποιο Pitchfork, τoν Καραμπεάζη που σου έβαλε 10 ευχαρίστησε!) και τα υπόλοιπα media που δημιούργησαν αυτή την κατάσταση γιατί νωρίτερα στις αρχές της καριέρας μου δεν συνέβαινε».
Το γεγονός αυτό (της ευρείας αποδοχής από διαφορετικά ακροατήρια) σε κάνει καθόλου να σκέπτεσαι την προσέγγιση του νέου σου album διαφορετικά, λαμβάνοντας υπόψη και αυτό το δεδομένο;
«Ως βασική δομή όχι ιδιαίτερα. Βασικά, δεν έχω προχωρήσει σε καμιά ενέργεια, γράψιμο τραγουδιών κτλ., για το νέο album ακόμα, καθώς αυτό το διάστημα βρίσκομαι σε περιοδεία. Αλλά οι σκέψεις μου γι’ αυτό είναι πως η βασική ιδέα και τα χαρακτηριστικά στοιχεία που συναντώνται στο From Here We Go Sublime θα παραμείνουν ίδια. Φυσικά η μίξη θα είναι διαφορετική καθώς επίσης επιδιώκω να είναι πιο «ζωντανό», περισσότερο ακουστικό με περισσότερα όργανα και keyboards. Τώρα, αν υποσυνείδητα προσπαθώ να καλύψω και την indie σκηνή έτσι, δεν το έχω σκεφτεί αλλά θα δούμε πως θα πάει το θέμα με το νέο album».
Πότε σχεδιάζεις να ξεκινήσεις τις διαδικασίες για το νέο album;
«Σίγουρα μετά το καλοκαίρι. Τώρα βρίσκομαι σε περιοδεία και μετά το τέλος της θα χρειαστώ ένα διάστημα χαλάρωσης και ξεκούρασης. Το φθινόπωρο ίσως αρχίσω να δουλεύω πάνω σε νέα κομμάτια».
Έχεις κάνει remixes σε κομμάτια του Thom Yorke των Radiohead και των Maps μεταξύ άλλων. Σου αρέσουν αυτοί οι ήχοι και γενικότερα τι μουσική ακούς;
«Να σου πω την αλήθεια δεν είναι του τύπου μου οι Radiohead (σ.σ. «Ι’m not into the Radiohead thing» το ακριβές των λόγων του και από εδώ αρχίζουν οι χυλόπιτες/ σημ. αρχισυντάκτη: καλά τα λέει!). Γενικά περισσότερο ακούω ambient, techno και φυσικά house. Επίσης διασκεδάζω πολύ και απολαμβάνω το άκουσμα Oldjam 1970’ s τραγουδιών. Όσον αφορά την indie pop-rock θα έλεγα περισσότερο με ενδιαφέρει να την επεξεργάζομαι και να τη μιξάρω παρά να την ακούω στον ελεύθερο μου χρόνο».
Θα εμφανιστείς live στην Αθήνα στα πλαίσια του Synch Festival, Παρασκευή 13 Ιουνίου (ουσιαστικά ξημερώματα Σαββάτου). Είναι η πρώτη σου φορά στην Ελλάδα ή έχεις ξανάρθει για διακοπές;
«Όχι, έχω παίξει στη Θεσσαλονίκη πέρυσι (σ.σ. ρόμπα ο ανενημέρωτος συντάκτης!) αλλά δεν είχα καθόλου χρόνο να γυρίσω την Ελλάδα ή να επισκεφτώ κάποιο από τα νησιά της. Φέτος, σκοπεύω να παραμείνω για λίγες μέρες και ίσως αράξω σε κάποια παραλία μαζεύοντας μπόλικο ήλιο».
Παραμένοντας στο θέμα του «live» πόσο συναυλιακή μπορεί να χαρακτηριστεί μια τέτοια εμφάνιση όπως αυτή που ετοιμάζεις στο Synch και ποια είναι η θέση σου στο ζήτημα που θέτουν κάποιοι πως αυτό το είδος μουσικής με όλους αυτούς τα προηχογραφημένους ήχους δε μπορεί να θεωρηθεί live»;
«Ναι…(σ.σ. στράβωμα χαρακτηριστικό από την αλλαγή στον τόνο της φωνής) έχω πάρει αρκετά email από κόσμο που υποστηρίζει πως αυτού του είδους η μουσική δεν μπορεί να παιχτεί live. Περιέργως εγώ προσωπικά προσπαθώ να παίξω μουσική όσο πιο ζωντανά γίνεται. Εμφανιζόμαστε με τη σύνθεση μπάντας που διαθέτει ακουστικά drums, μπάσο, keyboards χωρίς υπολογιστή και με όσο γίνεται λιγότερο ηλεκτρονικό εξοπλισμό, προσπαθώντας να αποδώσουμε την ατμόσφαιρα και αισθητική του album και των κομματιών μας όσο πιο κοντά στα live standars. Προφανώς και κάποια πράγματα δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε, αλλά ό,τι παίζεται και ακούγεται μπορώ να πω πως αναπαράγεται («regenerated» - σ.σ. μου αρέσει η λέξη, επίσης η ελληνική απόδοση του play στα cd players, αναπαραγωγή είναι) εκείνη τη στιγμή επί σκηνής».