Όταν κάποιοι εφησυχάζουν, κάποιοι άλλοι σκάβουν βαθιά... Ο Jim Sclavunos, drummer των Nick Cave & The Bad Seeds, μας εξηγεί γιατί και σχολιάζει τα μεγάλα κεφάλαια του παρόντος του νέου album Dig, Lazarus, αλλά και των Dig, Nick Cave & The Bad Seeds, Grinderman, Vanity Set λίγο πριν την άφιξή τους στη χώρα μας για τις μεγάλες συναυλίες της Θεσσαλονίκης (Μονή Λαζαριστών, 6/6) και της Αθήνας (Θέατρο Λυκαβηττού, 7/6)...
Το Dig, Lazarus, Dig είναι η 14η κυκλοφορία των Bad Seeds και με αυτό το album ολοκληρώνονται αισίως 14 χρόνια της δικής σου παρουσίας στη μπάντα. Πώς θα περιέγραφες όλο αυτό το διάστημα της μουσικής σας συνεργασίας και με ποιο τρόπο σε έχει διαμορφώσει αυτή ως άνθρωπο και ως μουσικό;
«Ήρθα στους Bad Seeds το 1994 μετά την κυκλοφορία του Let Love In και ξεκίνησα παίζοντας κρουστά για να καταλήξω σιγά-σιγά στην πορεία να παίζω όλο και περισσότερo drums. Τώρα πια έχουν καταλήξει όλοι μέσα στη μπάντα να παίζουν κάποιο κρουστό, από καμπανάκια μέχρι μαράκες. Mοιάζουμε με εκείνες τις άγριες φυλές που παίζουν μουσική τύπου ζουλού (γέλια!). Αυτό που είναι αξιοσημείωτο μεταξύ μας και εξακολουθεί να με εντυπωσιάζει τόσα χρόνια είναι ότι προσφέρουμε μουσικά ο ένας στον άλλο, κινητοποιούμε ο ένας τον άλλον, σπρώχνουμε όλο και πιο μακριά τη μουσική μας βάση στην προσπάθεια να αποφύγουμε το προβλέψιμο και συνηθισμένο. Ψάχνουμε συνέχεια για καινούργιες μουσικές προκλήσεις, για ένα μουσικό αποτέλεσμα το οποίο δεν θα ακολουθεί την πεπατημένη, αλλά θα περνάει σε άλλη διάσταση - κάτι που δυστυχώς βλέπω να χάνεται από πολλούς μουσικούς. Χάνουν τη διάθεση να εξερευνήσουν λίγο περισσότερο τα δημιουργικά τους όρια και βαλτώνουν. Εμείς πάλι βρισκόμαστε σε έναν συνεχή αγώνα για να διατηρούμε ο ένας τον άλλο μουσικά ζωντανούς και δημιουργικούς, «ξεσκεπάζοντας» ο ένας τις αδυναμίες του άλλου όταν επέρχεται στασιμότητα. Το Grinderman για παράδειγμα έθεσε μια καινούρια πρόκληση, το Dig, Lazarus, Dig μας πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω».
Ποιες είναι οι βασικές διαφορές που εντοπίζεις ως προς τη συνθετική προσέγγιση ανάμεσα στο Dig, Lazarus, Dig και το Grinderman;
«Πέρα από την προφανή διαφορά ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές μπάντες, το βασικό σημείο σύγκρισης είναι ότι ως Grinderman γράφουμε τα τραγούδια όλοι μαζί, συμμετέχουμε δηλαδή όλοι στη σύνθεση και συνεισφέρουμε ισάξια, οπότε πρόκειται για μια καθαρά συλλογική δουλειά. Οι Bad Seeds, από την άλλη, είναι η μπάντα του Nick, παίζουμε δηλαδή τα τραγούδια του Nick, οπότε εκεί λειτουργούμε περισσότερο ενορχηστρωτικά και υποστηρικτικά. Από κει και πέρα, θα έλεγα ότι το Dig,Lazarus, Dig βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο κλίμα των προηγούμενων album των Bad Seeds και του πρόσφατου album μας ως Grinderman. Δηλαδή, είναι σαφώς πιο δυνατό και σκληρό από το Boatman’s Call για παράδειγμα, όπου η προσέγγιση είναι πιο minimal, με διακριτική παρουσία των κρουστών, αλλά και όχι τόσο τρελό, παράξενο και θορυβώδες όπως το rock του Grinderman».
Ποιο κομμάτι του νέου album σε «κέρδισε» από την πρώτη στιγμή;
«Το ομώνυμο κομμάτι, θα έλεγα. Έχει κάτι το παλιομοδίτικο, ένα άρωμα από δεκαετίες 1960 - 1970, κουβαλάει έναν παραλογισμό και ταυτόχρονα είναι ανεβαστικό, ρυθμικό, χορευτικό - κάτι ανάμεσα σε λευκή soul και garage. Μου τράβηξε την προσοχή μεμιάς».
Ένας μεγάλος αριθμός τραγουδιών των Bad Seeds μοιάζουν να ορίζονται και να κατευθύνονται από τους στίχους, εκτός του ότι ως γνωστόν πραγματεύονται σκοτεινά και περίεργα θέματα. Σε έναν μουσικό, τι κατευθύνσεις προσφέρει το στιχουργικό σύνολο και σε ποιο βαθμό ο στίχος καθορίζει την τελική μορφή του κομματιού;
«Η σημασία των στίχων έγκειται κυρίως στη διάθεση και την ατμόσφαιρα που δημιουργούν και όχι τόσο στην κατανόηση του τι ακριβώς θέλουν να πουν. Η μουσική είναι μια μορφή τέχνης που αρέσκεται στην «απάτη» κατά μία έννοια, κι αυτό γιατί δεν την ενδιαφέρει το χειροπιαστό αλλά οι αισθήσεις. Μπορεί να προκαλέσει συναισθήματα, αλλά επιδέχεται και πολλαπλές ερμηνείες. Στα τραγούδια, επομένως, δεν εστιάζω στο τι μπορεί να σημαίνει ο στίχος αλλά στη διάθεση στην οποία με υποβάλλει, σε συνδυασμό και με τη μουσική. Κατευθύνομαι συχνά από τον τρόπο που ο Nick ερμηνεύει τους στίχους και υπογραμμίζω μουσικά τα σημεία εκείνα όπου οι στίχοι έχουν μεγαλύτερη ένταση και συναισθηματικό βάρος. Για παράδειγμα στο “Stagger Lee”, ο τρόπος που παίζω βασίζεται στους στίχους και τον τρόπο με τον οποίον τους ερμηνεύει ο Nick».
Πέρα όμως από τους Bad Seeds και τους Grinderman, υπάρχει ένα εξίσου σημαντικό δημιουργικό κομμάτι για σένα, το προσωπικό σου project, οι Vanity Set. Αυτόν τον καιρό δουλεύετε πάνω σε καινούργιο υλικό;
«Με τους Vanity Set βρισκόμαστε στη μέση της προετοιμασίας για το τρίτο album. Πιστεύω πως θα κυκλοφορήσει στις αρχές του νέου χρόνου, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε περιοδεία την άνοιξη του 2009. Μόλις τελειώσουμε με τη σειρά συναυλιών των Bad Seeds και με τις εμφανίσεις μας σε κάποια φεστιβάλ ως Grinderman, οπότε και θα υπάρχει λιγότερη δραστηριότητα, θέλω να ασχοληθώ εξ ολοκλήρου με το νέο album. Διότι λόγω όλων των άλλων πραγμάτων που κάνουμε έχει αναγκαστικά πάει πίσω».
Ποιες δημιουργικές πτυχές σου εκφράζονται μέσα από τις 3 διαφορετικές κολεκτίβες στις οποίες συμμετέχεις: τους Bad Seeds, τους Grinderman και τους Vanity Set;
«Καθεμιά τους μου προσφέρει την ανάληψη ενός διαφορετικού ρόλου. Στους Vanity Set είμαι ο τραγουδιστής, ο κύριος συνθέτης, παίζω πλήκτρα. Είμαι με άλλα λόγια η «ψυχή» του σχήματος. Στους Grinderman, που έχουν στηθεί πάνω σε πολύ συνεργατικές διαδικασίες, είμαι ένα από τα μέλη της μπάντας όπου όλοι συμμετέχουν ισάξια και συνεισφέρουν το ίδιο συνθετικά. Τέλος, στους Bad Seeds, είμαστε ουσιαστικά οι μουσικοί του Nick, αυτός είναι ο μπροστάρης, κι εμείς αναλαμβάνουμε να δώσουμε την καλύτερη ενορχηστρωτική προσέγγιση στα τραγούδια του. Είναι τρία αναπόσπαστα κομμάτια της μουσικής μου υπόστασης».
Ζώντας τη ζωή του μουσικού όλα αυτά τα χρόνια, τι θα έλεγες ότι σου έχει λείψει από μια συνηθισμένη, απλή, τυπική ζωή;
«Θα ήθελα να βλέπω τη γυναίκα μου λίγο περισσότερο, γιατί δυστυχώς δεν μπορώ να τη βλέπω τόσο συχνά! Θα ήθελα να έχω το δικό μου κήπο και να τον περιποιούμαι (γέλια!). Απλά πράγματα που τα αποζητάς όταν περνάς ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής σου κλεισμένος σε στούντιο ηχογραφήσεων ή σε περιοδείες. Δεν θέλω βέβαια σε καμιά περίπτωση να παραπονιέμαι, γιατί η μουσική είναι αυτό το οποίο μου αρέσει να κάνω. Και, όπως και να ’χει, έχω διαλέξει ο ίδιος τον τρόπο ζωής μου».
Πλησιάζουν οι μέρες για τις συναυλίες σας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Για μια ακόμη φορά λοιπόν στην Ελλάδα... Ποια συναισθήματα ανασύρεις κάθε φορά που βρίσκεσαι εδώ;
«Για μένα οι συναυλίες στην Ελλάδα είναι ίσως το αποκορύφωμα της περιοδείας. Πέρα από το γεγονός της ελληνικής μου καταγωγής, και πέρα από τις άκαρπες προσπάθειες της αδερφής μου να βρει μέσω του διαδικτύου γενεαλογικά δέντρα και Έλληνες μακρινούς μας συγγενείς (γέλια!). Δεν γνωρίζω Ελληνικά, αλλά είμαι γνώστης και θαυμαστής της ελληνικής μουσικής. Και κάθε φορά που βρισκόμαστε και παίζουμε στην Ελλάδα, αποτελεί για όλους μας μια ξεχωριστή στιγμή. Οι Έλληνες πάντα υπήρξαν πιστοί οπαδοί μας όλα αυτά τα χρόνια και το συναίσθημα του να επιστρέφουμε σε έναν τόσο φιλόξενο για μας, τόπο και κοινό, είναι μοναδικό».