Ποια αφορμή ξαναέφερε την παράσταση Rejection στην επιφάνεια, μετά την πρώτη της παρουσίαση το 2011; Σε ποια σημεία τη βρίσκει αλλαγμένη το δεύτερο volume;
Σταύρος Μητρόπουλος: Μέσα σε αυτά τα χρόνια έχει αυξηθεί αρκετά το κοινό μας, είναι πολλοί όσοι θα ήθελαν να δουν και τις πιο παλιές μας δουλειές. Το ίδιο και κόσμος που είχε παρευρεθεί το 2011 στην παράσταση και θέλει να το ξαναζήσει. Ακόμα και εμείς ως μέλη θέλουμε να ξαναζωντανέψουμε αυτή την ιστορία, για δική μας ευχαρίστηση.
Οι μουσικοί στο Rejection δεν είχαν κανένα θεατρικό ρόλο. Τώρα η θεατρική τους παρουσία είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Δεν υποδύονται κάποιους χαρακτήρες της ιστορίας, όπως κάνουμε σε άλλες παραστάσεις μας, αλλά –ως αφηγητές του παραμυθιού– κάνουν κάποια σκετσάκια, που συμπληρώνουν τα κενά της ιστορίας.
Πέρα από αυτό, και η ενορχήστρωση είναι διαφορετική σε πολλά σημεία. Επίσης ακούμε μερικά καινούρια κομμάτια, που εξυπηρετούν καλύτερα το στήσιμο της παράστασης. Αλλά και στο χορευτικό κομμάτι έχουν γίνει κάποιες αλλαγές.
Πώς αποφασίσατε εξαρχής να μεταφέρετε αυτήν την ιστορία της γιαγιάς στην επικράτεια των νεκρών; Σε ποιες αναφορές βασίστηκε το «χτίσιμο» του κόσμου που θα δούμε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης;
Σ.Μ.: Είμαστε σχήμα με μια σκοτεινή ταυτότητα κατά κύριο λόγο, οπότε ο κόσμος των νεκρών είναι πολύ ελκυστικός για μας. Στo Rejection βλέπουμε έναν χαρακτήρα με μια κοινωνική ανικανότητα, η οποία τον είχε απομονώσει. Μετά θάνατον θα δούμε στην ουσία πώς τον αντιμετωπίζουν οι άλλες ψυχές.
Εριφύλη Δαφέρμου: Στον κόσμο των νεκρών έχουμε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε μιαν άλλη πλευρά –πιο ευαίσθητη κι ανθρώπινη– του πρωταγωνιστή μας, ο οποίος υπήρξε δολοφόνος στην πραγματική ζωή.
Πού βρίσκετε τους εαυτούς σας μέσα στη θεματική της απόρριψης;
Σ.Μ.: Πιστεύω ότι η αποδοχή από τους άλλους είναι μία από τις βασικές μας ανάγκες, μας δίνει κίνητρα να προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι. Δυστυχώς, ειδικά τα τελευταία χρόνια με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο περισσότερος κόσμος έχει μια μανία να καμουφλάρει την πραγματική του ταυτότητα, με εικόνες που δεν τον αντιπροσωπεύουν. Έχω εισπράξει πολλή αγάπη από τους δικούς μου ανθρώπους, νιώθω πολύ τυχερός που δεν μεγάλωσα μέσα στα γλυκόλογα και στα χατίρια. Οι γονείς μου με κρίνανε με ειλικρίνεια, που μπορεί να ήταν σκληρή κάποιες φορές, αλλά με βοήθησε να αντιμετωπίσω τον έξω κόσμο. Πιστεύω πως έχω βρει τις ισορροπίες μου, όσον αφορά το ζήτημα της απόρριψης. Δεν κρύβομαι ποτέ, πολλές φόρες χάνω, αλλά μακροχρόνια πάντα δικαιώνομαι. Βασικά δεν φοβάμαι την απόρριψη γιατί ξέρω ότι, όποτε μου συμβαίνει, σίγουρα είναι για καλό.
Ε.Δ.: Νομίζω σήμερα βιώνουμε καθημερινά την απόρριψη, καθώς, έτσι όπως διαμορφώνεται η ελληνική (και όχι μόνο) κοινωνία, μοιάζει συχνά σαν να μην μας χωράει, είτε στο εργασιακό επίπεδο, είτε στα στεγανά της κοινωνικής και οικονομικής «καταξίωσης», στα θέλω μας, στις ιδέες μας, στα όνειρά μας. Συχνά βρίσκω τον εαυτό μου να βιώνει απόρριψη, σε μικρά ή μεγαλύτερα ζητήματα. Κι αν τολμήσω να το κοιτάξω κατάματα σαν γεγονός, μπορεί να έχει πολύ δημιουργικό αποτέλεσμα. Όπως και στο έργο μας, η απόρριψη μπορεί να σταθεί μια καλή αφορμή να μετακινηθείς και να ταξιδέψεις σε άλλους κόσμους.
Η μετακόμισή σας στο Βερολίνο συνδέεται με την αναζήτηση ευνοϊκότερων συνθηκών για την καλλιτεχνική σας δημιουργία. Ποιος είναι ο μέχρι τώρα απολογισμός και κατά πόσο η πραγματικότητα άγγιξε τις προσδοκίες σας; Τι σας κάνει να επιστρέφετε τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο στην Ελλάδα και τι νοσταλγείτε συχνότερα ζώντας στη Γερμανία;
Σ.Μ.: Για τα τελευταία 2 χρόνια δεν θα έλεγα ότι η έδρα μας είναι το Βερολίνο, μιας και, εκτός από μένα και τον αδερφό μου, τα υπόλοιπα μέλη ζουν στην Ελλάδα. Θα μπορούσα να πω ότι κι εγώ είμαι με το ένα πόδι στο Βερολίνο και το άλλο εδώ, και πλέον έρχομαι πολύ συχνά για να πω ότι νοσταλγώ κάτι. Μπορώ να πω, όμως, ότι το μεγαλύτερο καλό που μου έκανε αυτή η μετακόμιση, είναι να δω σε τι όμορφη χώρα ζούσα τόσα χρόνια. Η Γερμανία μπορεί να μας ευνοεί σε κάποια πράγματα, αλλά το πού νιώθεις καλά είναι πιο σημαντικό. Είμαστε μια άναρχη χώρα, χωρίς συλλογική συνείδηση. Κάτι τέτοιο μας κάνει αδύναμους σαν σύνολο, αλλά και πιο ζωντανούς. Δεν μπορείς να τα έχεις όλα.
Οι προσδοκίες μου ήταν να βελτιώσω την ποιότητα της ζωής μου, και το κατάφερα, γιατί έμαθα να βλέπω καλύτερα.
Μουσική, χορός, σκηνικά, κοστούμια, μακιγιάζ, animation: οι παραστάσεις σας αποτελούν πλούσιες παραγωγές, που θα μπορούσαμε να δούμε ακόμα και στη μεγάλη οθόνη. Τι σημαίνει το θέατρο για τις ιστορίες της γιαγιάς;
Σ.Μ.: Δίνουμε την ψυχή μας για το θεμιτό αποτέλεσμα· δεν κάνουμε εκπτώσεις, δεν προσαρμοζόμαστε σε συντηρητικές συνταγές, είμαστε underground. Θα βόλευε πολύ, από πολλές απόψεις, να κάναμε πιο minimal παραγωγές. Εκτός του ότι θα στοίχιζαν λιγότερο, θα ήμαστε και πιο ευέλικτοι, όσον αφορά τους χώρους και τις μετακινήσεις. Εμείς διαλέγουμε τον δύσκολο δρόμο, γιατί απλά μας ευχαριστεί να μπει ο κόσμος μέσα στο μυαλό της βρώμικης γριάς και να δει τις εικόνες των σκοτεινών παραμυθιών της με τον καλύτερο τρόπο.
Σε παλαιότερη συνέντευξή σας είχατε δηλώσει ότι «τα παραμύθια της δεν θα νανουρίσουν, αντιθέτως θα ξυπνήσουν τους εφιάλτες που είναι θαμμένοι μέσα μας». Εάν συμφωνούσαμε ότι υπάρχει ένας κοινός, πολύ καλά θαμμένος, εφιάλτης της ελληνικής κοινωνίας, ποιος πιστεύετε ότι θα ήταν αυτός ή σε ποιο από τα σκοτεινά παραμύθια της γιαγιάς θα μπορούσε να ανήκει;
Σ.Μ.: Όπως ανέφερα και πριν, θεωρώ πως η χώρα μας είναι πανέμορφη, οπότε το παραμύθι μας θα εξελισσόταν ως εξής. Κάποια πλάσματα που ζουν σε ένα παράδεισο, έχουν την τάση να τρώγονται μεταξύ τους, μέχρι που πέφτουν όλα σε πηγάδι με κόπρανα. Τους πήρε χρόνια να καταφέρουν να βγουν από αυτό το εφιαλτικό μέρος, αλλά μετά εκτίμησαν τα αγαθά του παραδείσου τους, και φώτισαν οι ψυχές τους.
Αν η βάση του επόμενου παραμυθιού μας ήταν η Ελλάδα, σίγουρα δεν θα ήταν τόσο εφιαλτικό. Παρ' όλες τις δυσκολίες που περνάει αυτή η χώρα, συνεχίζει και είναι ένας παράδεισος, άρα κακή πηγή έμπνευσης για τη Dirty Granny.
Εριφύλη, πόσα χρόνια «δίνεις κίνηση» στις παραστάσεις των Dirty Granny Tales; Ποια έχει υπάρξει η μεγαλύτερη πρόκληση στις χορογραφίες των παραστάσεων μέχρι σήμερα;
Ε.Δ.: Χορογραφώ και χορεύω στους Dirty Granny Tales από το 2005, οπότε και συστάθηκε το γκρουπ, με ένα διάλειμμα μεταξύ 2012-2016 που έφυγαν για Βερολίνο.
Σε μια ομάδα όπου συνυπάρχουν η μουσική, οι κούκλες, το animation και ο χορός, οι προκλήσεις είναι πολλές: το να ζωντανέψω φανταστικούς χαρακτήρες από αλλόκοτους κόσμους μα με ανθρώπινα συναισθήματα, να «υπηρετήσω» τη μάσκα τους με συνέπεια, να αφουγκραστώ την κινησιολογία τους, να επιλέξω πότε θα είναι κούκλα και πότε άνθρωπος ο ερμηνευτής, και άλλες πολλές. Θα ήθελα όμως να σταθώ περισσότερο σε δύο μάλλον σημαντικότερες. Πρώτη μεγάλη πρόκληση είναι η αφήγηση του παραμυθιού μέσω της κίνησης. Η αφήγηση χωρίζεται με μια λεπτή γραμμή από την περιγραφή, αναζητώ λοιπόν τρόπους να αφηγηθούμε κινησιολογικά, να γίνει αντιληπτή η ιστορία μας και ταυτόχρονα να έχει ενδιαφέρον και το θέαμα αυτό καθ’ εαυτό.
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση έχει να κάνει με το ότι ένα μουσικό συγκρότημα που ήδη αφηγείται και εκπέμπει σε υψηλές δονήσεις έντασης και συναισθήματος, είναι από μόνο του θέαμα, πληροφορία, δρώμενο, περφόρμανς πολύ δυνατό. Η συνύπαρξη πάνω στη σκηνή του χορευτικού-κουκλοθεατρικού δρώμενου με μια τέτοια μπάντα, απαιτεί καθαρότητα και ειλικρίνεια, αλλά και παρουσία από τους χορευτές σε εξίσου υψηλές δονήσεις.
Τι σημαίνει για εσάς η βρωμιά, το σκοτάδι και η παράνοια στην τέχνη; Με βάση τη δική σας εμπειρία και την επαφή σας με το ελληνικό κοινό, πόση «ευαισθησία» πιστεύετε ότι έχουμε απέναντι στο γκροτέσκο θέαμα;
Σ.Μ.: Ο Έλληνας είναι λίγο δύσπιστος σε τέτοιου είδους θεάματα. Θα αποφύγει δηλαδή να τα παρακολουθήσει. Αν όμως με κάποιον τρόπο το δοκιμάσει, θα το απολαύσει ίσως και περισσότερο από το κοινό, ας πούμε, της Βόρειας Ευρώπης. Ένα αδύναμο σημείο μας γενικώς είναι ότι φοβόμαστε την πρωτοπορία: δεν τολμάμε να κάνουμε ένα βήμα που δεν είναι ήδη δοκιμασμένο. Και είναι πραγματικά κρίμα, γιατί είμαστε μια χώρα με πλούσια καλλιτεχνική κληρονομιά. Πρέπει να σταματήσουμε να έχουμε ως πρότυπα αυτά που γίνονται έξω, και να τα παίρνουμε μόνο ως μια απλή επιρροή. Να πάψουμε να είμαστε ικανοποιημένοι με κριτικές όπως «για ελληνικό πολύ καλό» ή το ακόμα πιο συνηθισμένο «πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα». Οι χώρες πλέον δεν έχουν αυστηρά σύνορα, υπάρχει μόνο παγκόσμια κρίση για μένα.
Είμαστε ένας λαός με πολύ φως, άρα έχουμε πολύ χώρο μέσα μας να τον ποτίσουμε με σκοτάδι. Είμαστε ένας λαός επίσης με πολύ πονεμένη ιστορία, οπότε οι ψυχές μας ξέρουν να απελευθερώνονται και να ρουφάνε συναισθήματα.
Στις παραστάσεις σας κυριαρχεί το τρίπτυχο μουσική - εικόνες - ιστορίες. Ποιο είναι ωστόσο το συναίσθημα στο οποίο στοχεύετε με την έξοδο του θεατή από τις παραστάσεις σας;
Σ.Μ.: Στόχος μας είναι ο θεατής μετά το τέλος της παράστασης να φύγει προβληματισμένος· και πιστεύω πως, σε ένα μεγάλο ποσοστό τουλάχιστον, το καταφέρνουμε. Τα παραμύθια μας στήνονται έτσι ώστε να περνάνε υποσυνείδητα μηνύματα, με εντελώς αλληγορικό τρόπο. Δεν θέλουμε να κάνουμε τον κόσμο να ξεχαστεί από τα προβλήματά του. Δεν θέλουμε να είμαστε ένα ευχάριστο διάλειμμα. Θέλουμε να γίνουμε ο καθρέφτης της πραγματικότητας, αλλιώς ρίχνουμε στάχτη στα μάτια και βοηθάμε στη συντήρηση μιας ανθυγιεινής λούπας.
{youtube}p7gVgetoOPc{/youtube}