Τι κοινό έχουν τα τραγούδια του πεζοδρομίου;
Όταν σκεφτόμουν τι θέλω να παρουσιάσω φέτος, είδα τα ένα-δύο καινούρια τραγούδια που έχω αρχίσει να γράφω από το καλοκαίρι, και αμέσως σκέφτηκα ότι είναι τραγούδια «καλντεριμιτζίδικα». Τραγούδια που θα μπορούσαν δηλαδή να γραφτούν ένα βράδυ πηγαίνοντας από το ένα μπαρ στο άλλο, ή ένα πρωί, πηγαίνοντας από το σπίτι στο ψιλικατζίδικο.
Έπειτα συνειδητοποίησα ότι και πολλά παλιά τραγούδια μου είναι έτσι, όπως "Ο Σκύλος στο Κολωνάκι"· και αμέσως άρχισα να σκέφτομαι ποια άλλα θα μπορούσαν να θεωρηθούν τέτοια. Σίγουρα όλα τα ρεμπέτικα και όλα τα λαϊκά μέχρι τη δεκαετία του 1980, αλλά και ορισμένα τραγούδια που γράφουν κάποιοι πολύ συγκεκριμένοι άνθρωποι σήμερα, όπως οι Κόρε.Ύδρο., ο The Boy, οι Χατζηφραγκέτα, ο Βασίλης Νικολαΐδης, ο Γιάννης Αγγελάκας, ο Παύλος Παυλίδης. Έτσι αποφάσισα να φτιάξω ένα μικρό ποίημα για το πεζοδρόμιο, δυομισάωρο –όσο κρατάει μια μουσική παράσταση– από τραγούδια που συμπληρώνει το ένα το άλλο. Ο "Σκύλος Στο Κολωνάκι" παίζεται με τον "Μάρκο" της Λένας Πλάτωνος. Το "Χωρίς" με την "Αγρύπνια" του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Η "Κική" με τη "Μαίρη" του Παυλίδη.
Από την άλλη, ίσως υπάρχει και μια βαθύτερη ανάγκη μου να δω τα πράγματα από μια χαμηλότερη σκοπιά, γιατί πλέον στο πεζοδρόμιο ευδοκιμεί και ένα νέο είδος δολοφόνου. Υπάρχουν πλέον δημόσιες δολοφονίες, ξεκινώντας από τον Αλέξη Γρηγορόπουλο και φτάνοντας μέχρι τον Ζακ Κωστόπουλο, οι οποίες γίνονται στο πεζοδρόμιο· και μάλιστα έχουν πια και φανατικούς υποστηρικτές, οι οποίοι το δηλώνουν ξεδιάντροπα μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Αυτή είναι μια παραπάνω ανατριχίλα στο γιατί τα ονόμασα «τραγούδια του πεζοδρομίου» και μία από τις πλευρές της σκέψης μου, αν και δεν είναι η μόνη.
{youtube}Btt_QAOXMMo{/youtube}
Πώς έγινε δηλαδή η επιλογή των τραγουδιών και πόσο «αλλαγμένα» θα τα ακούσουμε;
Τα φτιάχνουμε όλα από την αρχή μαζί με τη μπάντα και τα συνδέουμε μουσικά και ποιητικά με δικά μου κομμάτια. Άλλα τα επέλεξα με βάση τον ήχο που άκουσα στον δίσκο και άλλα γιατί ήθελα πάρα πολύ να παίξω μαζί τους. Δεν επέλεξα τυχαία ούτε τα τραγούδια, ούτε τα πρόσωπα. Όπως πολλοί δημιουργοί, έχω αναφερθεί πολλές φορές στα πράγματα που άκουγα παιδί, που με επηρέασαν, που ανακάλυψα μέσα από το απώτατο παρελθόν. Όμως ήθελα να κάνω μια παράσταση με τραγούδια σύγχρονα με μένα, τα οποία μπορεί να τα ακούω για δύο ολόκληρες νύχτες συνεχόμενα. Όταν κυκλοφόρησε η "Μαίρη", ας πούμε, δεν μπορούσα να σταματήσω να την ακούω. Την περίοδο που άκουσα το "Για Λόγους Ταξικούς" των Χατζηφραγκέτα, δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα άλλο. Δεν θα αρκούσε ποτέ βέβαια αυτό για να στήσω μια παράσταση. Έτσι, τα επιλεγμένα τραγούδια περπάτησαν δίπλα στα δικά μου, σαν ένα ενιαίο κείμενο.
Και τα καινούρια σου τραγούδια; Θα τα ακούσουμε στο Κύτταρο;
Ναι, αλλά δεν θα παίξω πολλά. Θέλω, όταν τα έχω όλα έτοιμα, να κάνω μια μεγάλη παρουσίαση, όπως αυτή που είχα κάνει στο Gagarin για την Καλλιθέα. Τώρα θέλω να παίξω ένα ή δύο, αφενός γιατί αυτά έχουν δώσει την αφορμή για την όλη παράσταση, αφετέρου γιατί ανυπομονώ, «τρώγομαι» να τα παίξω. Ένα, ειδικά, θέλω πολύ να το ακούσει ο κόσμος.
Πόσος καιρός πάει αλήθεια από την τελευταία φορά που έπαιξες στο Κύτταρο;
Έπαιξα το 2007, μόλις ξανάνοιξε. Είχαμε παίξει τρεις με τέσσερις παραστάσεις με την τότε μπάντα μου για το δίσκο Έξω, που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Ο χώρος ήταν ακόμα «στα μπετά», όπως λέμε: είχε μόλις ανοίξει και προσπαθούσε να αναδιαμορφώσει τη φυσιογνωμία του. Η επιλογή τώρα έγινε συνειδητά, τα τραγούδια που γράφω με πήγαν δηλαδή προς τα εκεί. Και όλο αυτό ήρθε σαν μια απότομη απάντηση στην Ταράτσα. Και μου αρέσει. Όταν τελείωσα την Καλλιθέα, ήμουν πολύ περίεργα. Είχα περάσει 2 χρόνια στο σπίτι να γράφω και να ηχογραφώ, επομένως τότε είχα ανάγκη κάτι σαν την Ταράτσα. Και τώρα, μετά από 2 χρόνια Ταράτσας, έχω πολλή όρεξη να κάνω κάτι στο Κύτταρο –κάτι μοναχικό, ερμητικό, ηλεκτρικό. Έτσι λειτουργεί ο ψυχισμός μου.
Ποιος είναι ο απολογισμός σου λοιπόν από τα δύο καλοκαίρια στην Ταράτσα;
Ήταν τα πιο ωραία μου καλοκαίρια, για πολλούς λόγους. Ήμουν πάντα από τα παιδιά που παρακαλούσαν τους γονείς τους να μείνουν στην πόλη. Δεν ξέρω αν υπήρχαν πολλά τέτοια παιδιά, αλλά ήμουν τέτοιος τύπος. Μου άρεσαν οι διακοπές στην πόλη. Αυτή να αδειάζει λίγο κι εγώ να τρέχω στα βιβλιοπωλεία και στα θερινά σινεμά, αναπτύσσοντας καλοκαιρινές παρέες πέρα από εκείνες του σχολείου. Το ίδιο έγινε λοιπόν και στην Ταράτσα. Με τους μουσικούς, τις χορεύτριες, τον Θανάση Αλευρά, τον Σπύρο Γραμμένο και τους εκάστοτε καλεσμένους, στήναμε κάθε βδομάδα μια διαφορετική παράσταση· κι αυτό γινόταν πάντα σε ένα κλίμα αναρχίας και γιορτής.
Τώρα σκέφτομαι πολύ σοβαρά να κάνω μια τρίτη, αλλά τελευταία, χρονιά. Δεν πιστεύω ότι πράγματα σαν κι αυτά πρέπει να διαρκούν για πάντα. Τουλάχιστον, ακόμα κι αν κάποια στιγμή τα έχεις εμπνευστεί, δεν πρέπει να θεσμοθετούνται στη ζωή σου.
Θυμάμαι το 2017, στο Up Festival της Αμοργού, είχαμε ακούσει ένα πρόγραμμα με αρκετά πειραματικές συνθέσεις σε ήδη γνωστά σου τραγούδια. Πώς λειτουργεί για εσένα η διαδικασία της «ανασύνθεσης»;
Για αυτό ευθύνεται η όρεξη που έχεις όταν παίζεις με πολύ ταλαντούχους ανθρώπους. Τη χρονιά του Up, μάλιστα, έγινε ακόμη κάτι ωραίο. Την επόμενη βραδιά –και αφού είχαμε παίξει ηλεκτρονικά με τον Κωστή Χριστοδούλου και τον Σωτήρη Ντούβα στην Αμοργό– βρέθηκα στη Ζάκυνθο, όπου με τον Πέτρο Κλαμπάνη και τον Σπύρο Μάνεση, κάναμε διαφορετικές ανασυνθέσεις των ίδιων τραγουδιών, τζαζ αυτή τη φορά! Μου αρέσει πολύ, όταν βρίσκομαι με μουσικούς, να διαλέγω 10-15 κομμάτια που έχω όρεξη να παίξω, αλλά να μην ακούμε την ηχογράφηση του δίσκου. Να τα παίζω demo σε εκείνους, σα να τα γράφω πρώτη φορά, και να τους περιγράφω τη διάθεσή μου. Έπειτα αυτοί να παίρνουν το κομμάτι, να εμπνέονται και έτσι να είναι σα να το γράφουμε μαζί.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν μου αρέσουν οι στιγμές που αποτυπώθηκαν στους δίσκους, απλώς πιστεύω ότι το live είναι μια εμπειρία την οποία δεν θα ξαναέχεις ποτέ σου. Κι αν πας έτοιμος, με οδηγούς, ηχογραφήσεις και παρτιτούρες συγκεκριμένες, χάνεις κάτι από την αλήθεια μιας αναντικατάστατης εμπειρίας.
Πρόσφατα συμμετείχες, συνθετικά και στιχουργικά, στα πρώτα σόλο βήματα της Ρένας Μόρφη. Παρατηρείς αλλαγές στην έκφραση και στη δημιουργία σου όταν γράφεις για άλλους;
Γενικά δεν το κάνω αυτό. Με τη Ρένα είχαμε δουλέψει μαζί όταν έφτιαχνα τον Αόρατο Άνθρωπο. Όταν λοιπόν ξεκίνησε το προσωπικό της πρότζεκτ, μου είπε ότι θα ήθελε πολύ γράψω κι εγώ μερικά τραγούδια. Επειδή λοιπόν εκείνη τη χρονιά ακούγαμε συνέχεια στα ταξίδια λαϊκά του 1960, Απόστολο Καλδάρα και Ρίτα Σακελλαρίου, ήθελα να δοκιμάσω να γράψω ένα τραγούδι «α-λα-Άκης Πάνου» και ένα τραγούδι από αυτά που τσακώνονται στις ελληνικές ταινίες· ένα χορευτικό, συρτό τραγούδι, με μια ενδεχομένως πιο σουρεαλιστική ποιητική διάθεση.
Μου βγήκαν και της τα έδωσα με πολλή αγάπη. Αλλά δεν είναι κάτι το οποίο θέλω να κάνω. Αν το ξανακάνω, θα είναι πάλι για πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις φίλων. Στην πραγματικότητα, αυτό που με ενδιαφέρει είναι –σε μια τριετία, που συνήθως δημιουργείται μια σειρά τραγουδιών μου– να μπαίνω σε μια συγκεκριμένη ποιητική και μουσική διάθεση και να την εξερευνώ μέχρι τέλους.
Φαντάζομαι κάτι τέτοιο συμβαίνει και τώρα, μετά την Καλλιθέα…
Ναι, άφησα έναν-ενάμιση χρόνο να περάσει, μετά έκανα την Ταράτσα μου και τώρα σιγά-σιγά, από το καλοκαίρι που μας πέρασε, άρχισα και πάλι να γράφω. Πιστεύω ότι αυτόν τον χρόνο, ίσως στις αρχές του επόμενου, θα έχω μια ολοκληρωμένη δουλειά.
Πρόσφατα δημοσιεύτηκε στο Avopolis (εδώ) και ένα αφιέρωμα του Μιχάλη Τσαντίλα για τα 20 χρόνια από την κυκλοφορία του Χάλια. Πώς σου ακούγεται αυτό το «20»;
Δεν μπορώ να τα αισθανθώ ως 20 χρόνια, με τίποτα. Μόλις μου είπε ο Μιχάλης για το αφιέρωμα, μου φάνηκε κάπως αστείο, γιατί ο δημιουργικός χρόνος περνάει αλλιώς. Από το 1989 που έκανα την Παρέλαση μέχρι σήμερα, έχω κάνει ουσιαστικά 7 δίσκους. Αυτά λοιπόν τα 30 χρόνια, είναι 7 χρόνια για μένα.
Υπάρχουν τραγούδια σου που νιώθεις ότι πρέπει να «ξεκουραστούν»;
Ναι. Υπάρχουν και τραγούδια που βαριέμαι τρομερά να τα προβάρω, όπως το "Εκείνη". Γι' αυτό ακριβώς τα παίζω κάθε φορά στους μουσικούς μου, όπως σου είπα, σα να είναι η πρώτη φορά. Κι έπειτα σκεφτόμαστε όλοι μαζί πώς θα ήταν αυτό το τραγούδι αν το είχα γράψει χθες το βράδυ. Έτσι, όταν πάω στο live, είναι ένα εντελώς καινούριο κομμάτι και μου αρέσει πάρα πολύ να το λέω. Άλλες φορές βγάζω κομμάτια από το πρόγραμμα, ακόμα κι αν τα ζητάνε όλοι. Εάν δεν μας έρθει κάποια εμπνευσμένη ιδέα, απλά δεν χρειάζεται να το παίξουμε.
Παρατηρείς κάποια μοτίβα/τελετουργικά, τα οποία χαρακτηρίζουν τις παραστάσεις σου;
Στην πραγματικότητα, είχα επιλέξει από την πρώτη μου συναυλία τον τρόπο με τον οποίον θα παρουσιάζω τα τραγούδια μου. Από τότε έκανα ένα είδος stand-up, πριν από κάθε επιλογή. Επειδή όλα μου τα κομμάτια είναι κατά κάποιον τρόπο μικρές εξομολογήσεις, μου άρεσε να γράφω μικρές πρόζες, οι οποίες αποτελούσαν μια δεύτερη εξομολόγηση πλάι στην εξομολόγησή μου. Πολλές φορές έφτιαχνα και τελείως ψεύτικες ιστορίες, γιατί ήθελα να τονίσω μια αλήθεια του τραγουδιού, που ήταν πιο αληθινή από την πραγματική ιστορία. Ακόμα κι όταν κάνω κάποιο κωμικό βιντεάκι προκειμένου να δώσω το στίγμα μιας μουσικής βραδιάς, κι αυτό το κάνω μάλλον με ένα κινηματογραφικό απωθημένο, το οποίο έχω από παιδί.
Στη διάρκεια των χρόνων, άλλα από όσα έκανα στα live μου έγιναν μόδες, κι άλλα κλισέ ή παρωχημένα -οπότε τα άφησα πίσω μου. Αλλά η προσέγγιση με την οποία ξεκινάω κάθε φορά τα live μιας χρονιάς, είναι πάρα πολύ διαφορετική. Γι’ αυτό και μέχρι τώρα δεν έχω βαρεθεί καθόλου αυτήν την υπόθεση. Μερικές φορές καταφεύγω στην αναβάπτιση των τραγουδιών, άλλες φορές θέλω να παίξω μεσημέρι με τους ΓΙΑΝ ΒΑΝ, άλλες φορές θέλω να κάνω ένα βαριετέ σε μια ταράτσα κι άλλες ένα μουσικό ποίημα, όπως φέτος.
Και συνήθως υπάρχει ένα τραγούδι που με εμπνέει για καθετί από αυτά. Έγραψα τον "Μπάσταρδο Γιο" και αυτός με πήγε στην Ταράτσα. Τώρα έγραψα το "Μόνο Ψέματα", και αμέσως μου ήρθε πως είναι ένα τραγούδι του πεζοδρομίου.
Στο πρόσφατο βιβλίο του Γιώργου Μυζάλη Το Πολιτικό Τραγούδι Στην Ελλάδα 1974-2002 (2018), ο Μίλτος Πασχαλίδης σε κατατάσσει ανάμεσα στους καλλιτέχνες που διακρίνονται στον στίβο του πολιτικού τραγουδιού. Αναγνωρίζεις τον εαυτό σου ως τέτοιο;
Εξαρτάται, γιατί υπάρχουν σίγουρα πολλές θεωρήσεις. Μπορεί κανείς να πει ότι πολιτικό τραγούδι είναι αυτό που εξυπηρετεί έναν πολιτικό στόχο, κοινό σε πολλούς ανθρώπους. Υπάρχουν πολλά κινηματικά τραγούδια, άλλα πιο σημαντικά και άλλα ασήμαντα. Υπάρχουν τα τραγούδια της τάξης της "Ρωμιοσύνης" του Μίκη Θεοδωράκη, η οποία γράφτηκε με πολιτική στόχευση και μεγάλη τόλμη, και τραγούδια που είναι τελείως απολιτίκ, αλλά έχουν μέσα τους κάτι που εκφράζει τη νίκη ενός μικροαστικού πνεύματος. Τέτοια παραδείγματα είναι τα λαϊκοπόπ κομμάτια της δεκαετίας του 1990 ή τα τραγούδια που γράφονταν στη Χούντα, όσα αφορούσαν τα τρίπτυχα πατρίς-θρησκεία-οικογένεια και ησυχία-τάξη-ασφάλεια. Κι αυτά με τον τρόπο τους οσμίζονταν το πολιτικό περιβάλλον και υποχωρούσαν, γιατί προτιμούσαν την ηρεμία από την ανατροπή.
Εγώ μπορεί να είμαι κατά βάση βιωματικός τραγουδοποιός, αλλά μέσα στο βίωμά μου είναι πολλές φορές και η πολιτική, κυρίως η κοινωνική ανησυχία και ευαισθησία. Έχει τύχει επομένως μερικά κομμάτια, όπως οι "Λέξεις" ή το "Ένας Σκύλος Στο Κολωνάκι", να μην έχουν ούτε ερωτικό, ούτε εξομολογητικό κίνητρο, αλλά να αφορούν καθαρά τη στάση μου απέναντι στα κοινά –τη δική μου πολιτεία. Πράγματι, σε κάθε δίσκο υπάρχουν δύο ή τρία τέτοια.
Υπό αυτήν την έννοια, ναι, μπορεί να πει κανείς ότι έχω γράψει πολιτικά τραγούδια. Νομίζω όμως ότι η βασική μου ανάγκη είναι να εξομολογηθώ σε έναν άνθρωπο που δεν είναι εκείνη την ώρα εκεί· ένα ερωτικό πρόσωπο που έχει φύγει, ο πατέρας μου –με τον οποίον δεν μιλάω εύκολα– ένας φίλος με τον οποίον έχουμε τσακωθεί, ένας σκύλος που δεν μπορεί να καταλάβει τι λέω, αλλά εγώ έχω ανάγκη να του μιλήσω. Αυτή είναι για μένα η συνθήκη μέσα στην οποία γράφω τραγούδια. Πάντα υπάρχει ένα «εσύ», μια διάθεση να μιλήσω σε κάποιον. Και καμιά φορά θέλω να του πω κάτι που άπτεται της πολιτικής κατάστασης.
{youtube}MWs79wPNJSY{/youtube}
Είναι ωστόσο χαρακτηριστική η συμμετοχή σου σε συναυλίες με πολιτικό και κοινωνικό πρόσημο, όπως π.χ. έγινε και πρόσφατα, με αφορμή τον Ζακ Κωστόπουλο…
Όπου με καλούν και πρόκειται για μια κατάσταση ευαίσθητη, την οποία θεωρώ ότι μπορεί να φωτίσει η παρουσία μου ή ένα τραγούδι μου, πηγαίνω. Παρόλα αυτά, στην πραγματικότητα, κανένας καλλιτέχνης δεν είναι υποχρεωμένος να μιλήσει για οτιδήποτε. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι υποχρεωμένος να μιλάει για αυτά που ο ίδιος θέλει, όσο πιο ελεύθερα μπορεί. Κι όταν το κάνει, τα τραγούδια του πάντα έχουν ένα στοιχείο ανατροπής, αμφισημίας και επικινδυνότητας, εάν θέλεις.
Θα μπορούσα λοιπόν να μην πάω πουθενά. Ο λόγος για τον οποίον πηγαίνω όπου πηγαίνω, δεν είναι επειδή είμαι καλλιτέχνης, είναι επειδή είμαι πολίτης.
Το γεγονός ότι κάποιος δολοφονείται μπροστά στα μάτια τόσων ανθρώπων, χωρίς ο ίδιος να έχει τη δυνατότητα να απολογηθεί, είναι κάτι το οποίο, εάν επιβληθεί σαν συνθήκη, θα βλάψει και εμένα, και το παιδί μου, και τη γυναίκα μου, και τους φίλους μου. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της Ηριάννας. Εάν άνθρωποι δικάζονται με τόσο ελλιπή στοιχεία και τόσο αυστηρές ποινές, τη στιγμή μάλιστα που άλλοι άνθρωποι καταφέρνουν να είναι ελεύθεροι για πολύ βαρύτερα πράγματα, θέλω να δώσω το «παρών».
Πώς απαντάς επομένως σε όσους θεωρούν «επιλεκτικές» τις εμφανίσεις των καλλιτεχνών και τα θέματα για τα οποία θα μιλήσουν;
Δεν πιστεύω ότι ισχύει αυτό, οι καλλιτέχνες μιλάνε για όλα. Και μάλιστα δεν συμφωνώ καθόλου με το κλισέ «πού είναι οι πνευματικοί άνθρωποι σήμερα;». Κάποιοι το έχουν συνηθίσει αυτό, γιατί κάποτε οι καλλιτέχνες υπήρχαν και ως ηγέτες πολιτικών κινημάτων. Αλλά αυτό είναι μια εξαίρεση. Ο Μάρκος Βαμβακάρης ενδεχομένως να μην πήγε ποτέ σε καμία συναυλία με κάποιον σκοπό. Στα τραγούδια του, όμως, έχει μιλήσει για την κοινωνική ανισότητα ή για έναν σωρό πράγματα που μας απασχολούν και σήμερα, με πάρα πολύ σπουδαίο τρόπο.
Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι απαραίτητο, όμως. Ούτε στις συνεντεύξεις μας χρειάζεται να θίγουμε δέκα διαφορετικά θέματα. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να γράφουμε καλά και αληθινά τραγούδια, όσο πιο ελεύθερα και αλογόκριτα γίνεται.
Από την άλλη πλευρά, ένας λόγος που προσωπικά μπορεί να μην πάω σε κάποια τέτοια συναυλία, είναι το γεγονός ότι ακούγονται τραγούδια από μια συγκεκριμένη τριετία, από το 1974 ως το 1976, γεγονός που με στενοχωρεί και με κάνει να πλήττω. Ιδανικά, σε μια τέτοια συναυλία στον καιρό μας θα έπρεπε να ακούμε The Boy, Αγγελάκα, Κόρε.Ύδρο.: ανθρώπους που ζουν και πράττουν στο σήμερα, μιλώντας ελεύθερα. Το ότι υπάρχει κλισέ πολιτικής συναυλίας, είναι από τα πράγματα που κάνουν ορισμένες υποθέσεις δυσλειτουργικές και όχι τόσο ενδιαφέρουσες ή επαναστατικές όσο θα μπορούσαν να είναι.
Πέρα από τον νέο δίσκο που έχεις βάλει μπροστά, έχεις άλλα σχέδια για φέτος;
Η αλήθεια είναι ότι δεν κάνω σχέδια, ειδικά για τα σημαντικά πράγματα. Μπορεί να σχεδιάσω ένα ωραίο φαγητό ή μια ωραία μάζωξη με φίλους, αλλά οτιδήποτε αφορά την όρεξη για έναν συγκεκριμένο δίσκο ή μια μεγάλη κίνηση στην προσωπική μου ζωή, είναι πράγματα που απλά μου έρχονται. Και έπειτα προχωρώ ζηλωτής, παθιασμένος.
Δουλεύεις ωστόσο κάποιο άλλο πρότζεκτ παράλληλα;
Ναι, υπάρχει μια νέα δουλειά την οποία κάνουμε με πολλή χαρά και πολύ κέφι με τον Χάτζη από τους Χατζηφραγκέτα –με δική του πρωτοβουλία και παραγωγή. Κάνουμε ένα αφιέρωμα στον Γιάννη Λογοθέτη, ο οποίος είναι από τους τραγουδοποιούς που θεωρούμε πολύ σημαντικούς, και πιστεύουμε ότι πρέπει να γίνουν γνωστοί και σε άτομα νεότερα από εμάς.
Ο Λογό, και ο τρόπος με τον οποίον έκανε ένα είδος σατιρικού τραγουδιού την περίοδο της Μεταπολίτευσης, έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο και στη δική μου αίσθηση του χιούμορ και στων Χατζηφραγκέτα. Ήταν μια κατηγορία από μόνος του. Έτσι έχουμε επιλέξει μερικά τραγούδια, από τα οποία κάποια θα πει ο Βαγγέλης, κάποια εγώ και ίσως υπάρξουν κι ένα-δυο συμμετοχές με τιμητικότερη του ίδιου του Λογό, ο οποίος μας έχει δώσει και μερικά καινούρια. Προφανώς αυτά θα κυκλοφορήσουν ιντερνετικά, αν και δεν ξέρουμε ακόμα πώς ακριβώς θα γίνει.
Είναι όμως από τα πράγματα που μου αρέσουν πολύ και θα ήθελα να γινόταν και για άλλους ανθρώπους. Θα μου άρεσε, για παράδειγμα, να κάνουμε κάποια στιγμή –όλοι οι άνθρωποι που τον αγαπάμε πολύ– έναν δίσκο αφιερωμένο στο Βασίλη Νικολαΐδη. Επίσης, θα μου άρεσε να παροτρύνω τον Χάρη Κατσιμίχα να τελειώσει αυτόν τον υπέροχο δίσκο με τις μελοποιήσεις ποιητών της δεκαετίας του 1970 που έχει αναγγείλει εδώ και πολλά χρόνια, αλλά ακόμα δεν τον έχουμε δει.
Υπάρχουν πολλά πράγματα από αυτά που ακούω, τα οποία θεωρώ ότι πρέπει να φωτιστούν. Παρόλο που όλη η πληροφορία είναι μπροστά μας, συνήθως είναι τα κλισέ στα οποία επικάθεται η μπίλια της ρουλέτας του ευρέος κοινού.
{youtube}qU8d74FaWdg{/youtube}