Ποια ήταν η προσέγγιση στο νέο σας άλμπουμ Jasmines & Blades; Τι προσπαθήσατε να αλλάξετε/εξελίξετε, σε σχέση με τις παλαιότερες δουλειές σας;

Το Jasmines & Blades είναι μια συνέχεια στη δισκογραφική ροή των Distortion Tamers. Κάθε φορά που ηχογραφούμε, στόχος μας είναι να καταγράψουμε και να αποτυπώσουμε μέσα από τα καινούρια κομμάτια τη φάση που βρισκόμασταν στο χρονικό διάστημα από το προηγούμενο έως το επόμενο άλμπουμ –το τι περάσαμε, πώς αισθανθήκαμε, τι σκεφτόμασταν. Να λυτρωθούμε από τις εμμονές μας, να βγάλουμε από μέσα μας αυτά που μας βασανίζουν, να περάσουμε καλά.

Αυτό βγαίνει στον δίσκο, είτε στην εκτελεστική μας απόδοση, είτε στη σύνθεση. Επειδή συνθέτω τα κομμάτια στους Tamers, μπορώ να πω ότι πάντα υπάρχει μια αδιάκοπη ροή από σκέψεις, ιδέες και μελωδίες· στοιχεία τα οποία μετουσιώνονται σε τραγούδια χωρίς κάποια επιβεβλημένη κατεύθυνση (π.χ. το τι θα ήθελε να ακούσει ο κόσμος, το τι έλαβε ιδιαίτερα καλό feedback στις προηγούμενες δουλειές μας κλπ.). Είναι μια διαδικασία, στην οποία από τη φύση της υπάρχει η εξέλιξη.

Ίσως μια αλλαγή που θα μπορούσα να αναφέρω σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ, είναι ότι, υποσυνείδητα, στη σύνθεση του Jasmines & Blades έπαιξε ρόλο και η συμμετοχή στο μπάσο του Nick Ketz (Νίκος Κεντζέας) –για πρώτη φορά μαζί μας σε δισκογραφική δουλειά– και τα χαρακτηριστικά τα οποία έχει ως μουσικός. Τα στοιχεία που έχουμε όλοι εμείς που αποδίδουμε τα τραγούδια είναι κάτι που παίρνω πολύ στα σοβαρά στη σύνθεση, έστω και υποσυνείδητα.

Γιατί, αλήθεια, δώσατε το όνομα Γιασεμιά και Λεπίδες;

Ο τίτλος Γιασεμιά και Λεπίδες προέρχεται από την υπαρξιακή, σχεδόν εμμονικά ερωτική μας σχέση με την αρχέγονη αντίθεση στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Το καλό και το κακό, τον θάνατο και τη ζωή, τον φόβο και την πίστη, την εσωτερική γαλήνη και την τρέλα, την αγάπη και το μίσος. Θα βρεις πολλές αναφορές για όλα αυτά μέσα στον δίσκο, τόσο σε πρώτο, όσο και σε δεύτερο επίπεδο.

65DsTmr_2.jpg

Στο άλμπουμ υπάρχουν και δύο διασκευές-φόροι τιμής στους Fred Cole και Jim Carroll. Μπορείτε να μας μιλήσετε για την επίδραση του έργου αυτών των καλλιτεχνών στις ζωές σας;

Το “People Who Died” του Jim Carroll είναι αφιερωμένο σε όλους τους φίλους που χάσαμε τον τελευταίο καιρό (και δεν είναι λίγοι), ενώ το “40 Miles Of Bad Road” των Dead Moon αφιερώνεται στη μνήμη του κιθαρίστα και τραγουδιστή τους Fred Cole, αλλά και του ντράμερ Andrew Loomis. Αποφασίσαμε να βάλουμε τα δύο κομμάτια στον δίσκο, γιατί έτσι το νιώσαμε.

Όσον αφορά την επίδραση του έργου αυτών των καλλιτεχνών σε εμάς, ο Jim Carroll ήταν ένας πολύπλευρος «outsider artist» με κάποια ωραία τραγούδια (όσον αφορά τη μουσική), εκ των οποίων το συγκεκριμένο ταίριαξε πολύ με τη νυν φάση της ζωής μας, αλλά και με την αισθητική μας. Με τους Dead Moon, από την άλλη, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Είχα την ευτυχία και την τιμή να τους γνωρίσω προσωπικά και έτσι ο θάνατος του Fred και του Andrew μου προκάλεσε έντονα συναισθήματα. Για εμένα οι Dead Moon ανήκουν δικαιωματικά στον μικρό, καυτό πυρήνα της παγκόσμιας σφαίρας του rock 'n' roll.

Το "Rock & Roll City" αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη. Είναι βιωματική η σχέση σας μαζί της;

Μερικές φορές, κάποια πράγματα απλά συμβαίνουν. Με τους Tamers το πρώτο μας σόου εκτός Αθήνας ήταν στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη εταιρία που κυκλοφόρησε δίσκο μας επίσης βρισκόταν εκεί, ενώ εκεί ήταν και η πρώτη φορά που το κοινό τραγούδησε μαζί μας τους στίχους των κομματιών μας. Κάθε χρόνο έχουμε πολλές προτάσεις για να παίξουμε και τα παιδιά εκεί κάνουν τα πάντα για να νιώθουμε όμορφα.

Πριν κάποιες ημέρες, παίξαμε στη Θεσσαλονίκη εν μέσω της γνωστής κακοκαιρίας. Ήρθαν παιδιά τα οποία αλλάξαν τέσσερα λεωφορεία και περπάτησαν μέσα στο χιόνι για να μας δουν και να τα πούμε. Κάποιος άλλος άφησε την κοπέλα του για να μας πάει πίσω στο ξενοδοχείο με το αυτοκίνητό του, παρά τον πάγο στον δρόμο. Όλα αυτά, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να σου προκαλούν δυνατά συναισθήματα και δέσιμο. Αλλά καλύτερα να το αφήσουμε εδώ και να μην ξαναναφερθούμε σε αυτό: ας το αφήσουμε να υπάρχει, απλά και όμορφα!

65DsTmr_3.jpg

O Αλέξης Καλοφωλιάς των Last Drive συμμετέχει σε ακόμη μία δισκογραφική σας προσπάθεια. Ποια είναι η σχέση που έχετε αναπτύξει μαζί του;

Με τον Αλέξη έχουμε μια σχέση που διανύει την τρίτη δεκαετία. Έχουμε κάνει διάφορα πράγματα μαζί στη μουσική, μιλάμε τακτικά στο τηλέφωνο, βρισκόμαστε. Είναι ένας καλός φίλος, πάντα εκεί στις δυσκολίες, έτοιμος να βοηθήσει· με μια χαρισματική προσωπικότητα. Αλλά και ο S.Pyros.D., ο ντράμερ μας (Σπύρος Δουλγερίδης), συνεργάστηκε μαζί του στους Earthbound, όπως και ο Νίκος, ο οποίος είχε συχνές παρουσίες στους Last Drive.

Είναι βέβαια σχέση παλιά και εκ των γεγονότων, μιας και έχει παίξει στους 3 από τους 4 δίσκους μας –στους 2, μάλιστα, ως βασικό μέλος. Δεν μπορούμε λοιπόν παρά να τον ανακηρύξουμε ως επίτιμο μέλος των Tamers! Πίσω στα σοβαρά, τώρα, θα ήθελα να πω ότι είναι τιμή και χαρά να συνεργάζεσαι με μουσικούς και ανθρώπους όπως ο Αλέξης.

H Ikaros Records είναι η νέα σας δισκογραφική στέγη. Πώς προέκυψε η συνεργασία με το συγκεκριμένο label;

Δεν το ψάξαμε και πολύ με τις δισκογραφικές για το Jasmines & Blades. Είχαμε συμφωνήσει με μία άλλη εταιρία, στην πορεία νιώσαμε ότι ο τρόπος επικοινωνίας δεν μας αντιπροσώπευε και δεν λειτουργούσε, οπότε διακόψαμε. Η δεύτερη δισκογραφική στην οποία απευθυνθήκαμε ήταν η Ikaros, συμφωνήσαμε και κυκλοφόρησε τον δίσκο. Ήταν γρήγορο και ήρθε απλά.

65DsTmr_4.jpg

Μετράτε σχεδόν μία δεκαετία δραστηριότητας στο εγχώριο τοπίο. Ως μπάντα που έχει πια παραστάσεις και εμπειρίες, ποια είναι η άποψή σας για τη μουσική παραγωγή στη χώρα μας; Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά της κατάστασης; Έχουν πάει τα πράγματα προς το καλύτερο ή το χειρότερο μέσα σε αυτά τα χρόνια;

Η αλήθεια είναι ότι παραστάσεις και εμπειρίες στον χώρο έχω 34 περίπου χρόνια. Ο Νίκος και ο Σπύρος, επίσης! Με την ευκαιρία θέλω να πω ότι αισθάνομαι χαρούμενος και τυχερός που συνεργάζομαι και παίζω μαζί τους, με δύο δηλαδή φίλους που κουβαλάνε πίσω τους αρκετή ιστορία στο ελληνικό rock 'n' roll· δύο ανθρώπους και δεξιοτέχνες με μεγάλο κατ’ εμέ ειδικό βάρος σε επίπεδο μουσικής και προσωπικότητας.

Για να απαντήσω στην ερώτησή σου, όμως, πιστεύω ότι τα τελευταία 10 χρόνια (και ακόμα πιο πίσω) τα μουσικά πράγματα στην Ελλάδα πηγαίνουν από το καλό στο καλύτερο. Βγαίνουν συνεχώς καινούριες μπάντες και καλλιτέχνες,  όπως και νέοι δίσκοι, ενώ εγχώρια συγκροτήματα παίζουν και αναγνωρίζονται στο εξωτερικό. Είναι οι κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα (μιλάω για το θέμα της έμπνευσης και των ερεθισμάτων) και η τεχνολογία που βοηθάει σε όλο αυτό.

Αλλά έχουμε μείνει πολύ πίσω σε θέματα προώθησης, αντιπροσώπευσης και διαχείρισης δικαιωμάτων των καλλιτεχνών. Επίσης σε θέματα νοοτροπίας των επαγγελματιών στις περιρρέουσες ειδικότητες, σε ό,τι κυρίως έχει να κάνει με τον «περίγυρο» της μουσικής. Σε όλα αυτά, δηλαδή, που με σωστή αντιμετώπιση και οργάνωση μπορούν να δημιουργήσουν μία underground rock 'n' roll σκηνή αυτόνομη, αυτοσυντήρητη, δυνατή και μόνιμη.

Τι σημαίνει όμως να παίζεις rock 'n' roll στην Ελλάδα του σήμερα, όταν μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος των νεότερων ακροατών στρέφεται προς το χιπ χοπ;

Για εμάς σημαίνει το ίδιο με το να παίζεις rock 'n' roll σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου, οποιαδήποτε χρονική περίοδο. Το rock 'n' roll –κατά μία ευρύτερη έννοια και αντίληψη– υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Εμπεριέχει τη λάμψη και την ταλαιπωρία, την αμφισβήτηση, τη διεκδίκηση και άλλα πολλά· είναι μια στάση ζωής. Αν μπορούσα να το περιγράψω με μία λέξη, θα διάλεγα τη λέξη «αυθεντικότητα».

Παίζουμε λοιπόν έτσι γιατί είμαστε και έτσι σαν άνθρωποι: μας βγαίνει αβίαστα, φυσικά και το κάνουμε πάνω απ' όλα για τη δική μας ψυχή. Δεν θα με χάλαγε ασφαλώς να έβγαζα αρκετά χρήματα από αυτό, αλλά, όπως βλέπεις, παρόλο που τόσα χρόνια κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, συνεχίζουμε και το κάνουμε! Το αν το ενδιαφέρον των νέων ακροατών στρέφεται προς το χιπ χοπ (ή οποιοδήποτε άλλο είδος μουσικής) δεν με ενδιαφέρει, όσον αφορά τους Tamers· με ενδιαφέρει ως άνθρωπο που ζει σε μια κοινωνία.

Ποια είναι τα σχέδια και ποιες οι φιλοδοξίες σας για το υπόλοιπο 2019, μετά τη συναυλία στο An Club;

Πρώτα απ' όλα να έχουμε την υγεία μας, να είμαστε καλά ο καθένας με τον εαυτό του μα και μεταξύ μας. Έχουμε τον καινούριο δίσκο, παίξαμε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη και στη Λάρισα, θα τον παρουσιάσουμε τώρα και στο An Club την 1η Φεβρουαρίου και περιμένουμε να ταιριάξουμε τις ημερομηνίες για κάποιες ακόμα πόλεις. Θέλουμε επίσης να βρούμε κάποιον που θα τρέχει τους Tamers, αλλά και να συμμετέχουμε σε καλοκαιρινά φεστιβάλ –τόσο στην Αθήνα, όσο και ανά την Ελλάδα. Το εξωτερικό είναι επίσης κάτι που δεν έχει σβήσει από το μυαλό μας. Εν τέλει, δηλαδή, ό,τι πρέπει να κάνει μία rock 'n' roll μπάντα.

{youtube}GqdyKHh7cOQ{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured