Σας πήρε καιρό με τον Χρυσόστομο Καραντωνίου η πραγμάτωση του δίσκου Του Κόσμου Αυτό Το Κάτι, έτσι δεν είναι; 

Ναι, γιατί είναι πλέον δύσκολο να κάνεις ένα άλμπουμ δημιουργών με πολλούς τραγουδιστές. Άλλος βγάζει δίσκο, άλλος λείπει σε περιοδεία, άλλος έχει προγραμματίσει να κυκλοφορήσει single, είναι δύσκολος ο συντονισμός. Όλοι ήρθαν βέβαια με χαρά να συμμετάσχουν, όμως πήρε μια τριετία για να ολοκληρωθεί το CD. Κάποιοι δηλαδή έχουν τραγουδήσει 2 ή και 3 χρόνια πριν. Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Το σύστημα είναι «τραγουδιστοκεντρικό», δεν είμαστε πια στην εποχή που αποφάσιζε ας πούμε ο Δήμος Μούτσης να φτιάξει δίσκο και οι τραγουδιστές λειτουργούσαν σαν εργαλεία.

Εσύ προσέγγισες τον Χρυσόστομο ή εκείνος εσένα;

Είναι πολύ αστείο, γιατί δεν φαντάζεται κανείς ότι σε έναν δίσκο με κλασική λαϊκή γραμμή έχουν παίξει καίριο ρόλο τα social media! Το 2014, είχα τελειώσει τον δίσκο της Χάρις Αλεξίου Τα Όνειρα Γίνονται Πάλι. Και είχα περάσει υπέροχα, ήταν μοναδική εκείνη η περίοδος. Όταν όμως τελειώνει ένας δίσκος, αισθάνεσαι συνήθως ένα κενό –πόσο μάλλον αν μιλάμε τώρα για μια συνεργασία την οποία ονειρευόμουν από παιδί.

Μες στο «κενό» μου, λοιπόν, έκανα μια ανάρτηση στο Facebook, ζητώντας νέους συνθέτες. Ο Χρυσόστομος είχε ήδη βγάλει τα "Μεροκάματα" και μου στέλνει ένα μήνυμα «εγώ μετράω;». «Εσύ δεν πιάνεσαι», του απάντησα, «αλλά ωραίο δεν θα 'ταν να βρεθούμε;». Και βρεθήκαμε κι άρχισα να του δίνω στίχους κι εκείνος να μελοποιεί. Από την αρχή φάνηκε ότι θα είναι ένας λαϊκός δίσκος, γιατί τα συνθετικά χαρακτηριστικά του Χρυσόστομου είναι αυθεντικά λαϊκά, ενώ έχει παράλληλα κι ένα δικό του έντεχνο χρώμα. Ίσως λόγω του τρόπου του στην κιθάρα –ήταν ξέρεις μαθητής του Νίκου Μαμαγκάκη. Αποφασίσαμε έπειτα να πάμε σε όποιον τραγουδιστή μας ερχόταν πρώτος στο μυαλό για κάθε κομμάτι. Έτυχε και όλοι είπαν ναι. Ακόμα και ένας που στην αρχή είπε όχι, τελικά δέχτηκε. Ευλογημένη συγκυρία.

66Nmrt_2.jpg

Οι στίχοι κόλλησαν στις μελωδίες; Ή ξεκινήσατε από τις μελωδίες;

Αυτός ο δίσκος έγινε συνολικά πάνω σε στίχους μου, ενώ μου αρέσει πια να δουλεύω συνήθως με τον αντίθετο τρόπο. Όταν γράφω πρώτα τον στίχο, σκαρφίζομαι πάντα μια υποτυπώδη μελωδία και γράφω πάνω, απλά για να κρατήσω τον ρυθμό και το μέτρο του τραγουδιού. Δεν είμαι όμως συνθέτης κι έτσι συχνά οδηγούμαι σε στερεότυπα, ενώ εγώ θέλω κάτι να με συνεπάρει. Αυτό το τίναγμα μου το δίνει μια ωραία μελωδία, με ωθεί κι εμένα σε μια διαφορετική γλώσσα. Έχοντας όμως να κάνω με έναν λαϊκό συνθέτη, αποφάσισα εδώ να λειτουργήσω με τον παραδοσιακό τρόπο: γράφω - μελοποιεί.

Δεν γίνεται να μη ρωτήσω για τη συμμετοχή της Ελένης Ροδά, η οποία λέει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του άλμπουμ...

Για μένα είναι το ωραιότερο. Ξεκινήσαμε να φτιάξουμε έναν δίσκο στον οποίον θα κάναμε ό,τι θέλαμε. Δηλαδή, δεν μας ένοιαξε να βγάλει σουξέ, ούτε και να αντιστοιχεί στην εποχή. Δεν φοβηθήκαμε τα «παλιομοδίτικα» στοιχεία, δείχνοντας εμπιστοσύνη συνάμα στο γεγονός ότι είμαστε και οι δύο άνθρωποι που ζούμε στο σήμερα. Είπα λοιπόν στον Χρυσόστομο όταν ολοκληρώσαμε τις "Μεζονέτες" ότι αυτό θα ήθελα να το πει η Ελένη Ροδά. Μου αρέσει πολύ το τσαγανό της, το «ακατέργαστο» που βγάζει η ερμηνεία της. Συμφώνησε, βρήκαμε το τηλέφωνό της και έγινε.

Είσαι στιχουργός με την ικανότητα να εντάσσεις την αναγνωρίσιμη καθημερινότητα στα δημιουργήματά σου. Γι' αυτό και θέλω να σε ρωτήσω, τι συμβαίνει και ακούω τόσα πολλά τραγούδια με λόγια τα οποία κανείς μας δεν θα έλεγε ποτέ, ζώντας τις περιγραφόμενες καταστάσεις...

Αυτό συμβαίνει γιατί συχνά ακούμε τραγούδια με ...γραπτό λόγο. Υπάρχει ένα μπέρδεμα. Η ποίηση είναι γραπτή, αλλά ο στίχος είναι προφορικός λόγος, με την ίδια έννοια ας πούμε που είναι και το θέατρο προφορικός λόγος, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα. Αν λοιπόν δεν ακολουθήσεις αυτήν την προφορικότητα, αποκόβεσαι από το καθημερινό συναίσθημα: ένα τραγούδι πρώτα το τραγουδάς, μετά το διαβάζεις. Περάσαμε μια εποχή στην οποία κυριάρχησε στον στίχο η Λίνα Νικολακοπούλου, της οποίας ήμουν κι εγώ από παιδί μεγάλος θαυμαστής –θυμάμαι να κάνω ακροάσεις με τα ένθετα των δίσκων στο χέρι, ώστε να διαβάζω τα λόγια. Όμως τελικά αυτό ήταν χαρακτηριστικό της Νικολακοπούλου, η οποία είχε τον μοναδικό τρόπο να το κάνει να λειτουργεί. Δεν μπορεί να γίνει σχολή. Ο κανόνας παραμένει ότι ο στίχος ταυτίζεται με την προφορικότητα.

66Nmrt_3.jpg

Εσείς εντωμεταξύ γράψατε λαϊκά τραγούδια, όμως τα λαϊκά είδωλα του σήμερα τραγουδούν ποπ...

Φοβάμαι ότι την περίοδο του ποπ την περάσαμε και μπήκαμε σε κάτι ακόμα χειρότερο: μία σκυλοπόπ που δεν ακούγεται με τίποτα, κάνει σουξέ του εξαμήνου και δεν θα αφήσει κάτι πίσω. Τα προηγούμενα 9 χρόνια, ως το 2017, που είχα σταθερή συνεργασία με τον Αντώνη Ρέμο, έλεγα στον παραγωγό του: «Άσε να βγάζουν όλοι το ίδιο τραγούδι, την ίδια λούπα κι εμείς να τους τη βγαίνουμε αλλιώς. Έτσι φαίνεται η διαφορά». Και νομίζω φάνηκε. Γιατί ο κόσμος έχει πολύ καλύτερο αισθητήριο απ’ ό,τι οι τραγουδιστές. Βέβαια, ακόμη και στην περίπτωση του Ρέμου θα δεις ότι δεν υπάρχουν πια συχνά ζεϊμπέκικα ή χασάπικα στους δίσκους του. Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα λαϊκής γραφής και στον χώρο του εμπορικού τραγουδιού. Μιλάω για ένα μεγάλο ζεϊμπέκικο, έναν "Παλιόκαιρο" ας πούμε. Η αλήθεια είναι ότι –πέρα από τον Στέφανο Κορκολή με το "Σβήσε Το Φεγγάρι" και το "Εκατό Φορές Κομμάτια"– δεν μου έχει φέρει κανείς κι εμένα ένα ζεϊμπέκικο που να με τρελάνει.

Μέχρι και τη δεκαετία του 1990, οριζόσουν περισσότερο από αυτά που δεν άκουγες, παρά από τα όσα άκουγες. Υπάρχουν ακόμα «όχθες» στο ελληνικό τραγούδι, εν έτει 2019;

Ραδιοφωνικά, τη μεγαλύτερη έκπληξη των τελευταίων χρόνων την έκανε σταθμός που αποφάσισε να βάζει τα καλύτερα «έντεχνα» και τα καλύτερα «εμπορικά» μαζί. Φαίνεται λοιπόν ότι για τον ακροατή τα τείχη έχουν σπάσει και μάλιστα εδώ και καιρό. Από ένστικτο, τα έσπασα κι εγώ πολύ νωρίς και έφαγα και «ξύλο» γι' αυτό, από ανθρώπους που ήθελαν να υπερασπίσουν τον χώρο τους. Αλλά έβλεπα καθαρά ότι, εκεί στο 2000, το έδαφος είχε μετατραπεί σε κινούμενη άμμο. Έτσι δηλαδή όπως μπήκε ο ποπ ήχος και στο έντεχνο και στο λαϊκό, δεν μπορούσες πια να ξέρεις πού σταματά η μία «χώρα» και πού αρχίζει η άλλη.

Αποφάσισα λοιπόν να φτιάξω εγώ τη δική μου «χώρα» με βάση την αισθητική μου. Που μπορεί να πει κανείς ότι είναι καλή ή κακή, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι δική μου. Με τον Αντώνη Ρέμο, για παράδειγμα, ναι. Με τον Γιάννη Πλούταρχο, όχι. Γιατί; Γιατί δεν μου έβγαζε την ίδια «μνήμη» η φωνή του. Δύο μόνο φορές ξεπέρασα τα «σύνορα» και πήγα απέναντι, για να δω μήπως και επεκτείνεται αυτή η προσωπική χώρα. Αλλά έφυγα τρέχοντας.

Τι σε έκανε να φύγεις τρέχοντας;

Δεν υπήρχε καθόλου αισθητική. Εκεί δεν όριζες τι έκανες. Και θα σου πω μια φράση που μου είχε πει κάποτε ο Μάνος Ελευθερίου, ο οποίος είχε γράψει κι αυτός στίχους για τραγουδιστές «της νύχτας»: «κανένας τραγουδιστής της νύχτας δεν καταλαβαίνει ένα τραγούδι όσο ο τραγουδιστής της μέρας». Ίσως ακούγεται απόλυτο, αλλά νομίζω ότι πράγματι υπάρχει μία διαφορά παιδείας.

66Nmrt_4.JPG

Δεχόμενοι ότι το περιοδικό Δίφωνο υπήρξε μια καθοριστική –και θετική, θεωρώ– παρουσία στη σχέση του κοινού με το ελληνικό τραγούδι, κατά πόσο στήριξε ή και καλλιέργησε τέτοιους διαχωρισμούς;

Ήταν μια περίοδος που υπήρχε ένα έντεχνο τραγούδι πολύ δυνατό εμπορικά, γι’ αυτό και ένα περιοδικό σαν το Δίφωνο μπορούσε να πουλά 100.000 αντίτυπα. Και από την άλλη είχες ένα τρομερά ισχυρό τραγούδι πίστας. Η Ελευθερία Αρβανιτάκη δηλαδή ήταν ιέρεια, αλλά την ίδια στιγμή είχε και ο Φοίβος τη μία τεράστια επιτυχία μετά την άλλη. Διαμορφώθηκαν έτσι δύο, ας τις πούμε, «υπερδυνάμεις». Και υπήρχε πολεμική μεταξύ τους, πάνω στην οποία πάτησαν και τα έντυπα: είχες στρατόπεδα να υπερασπιστείς. Ήταν λογικό. Υπήρξαν δημιουργοί και τραγουδιστές, οι οποίοι έχτισαν τις προσωπικές τους καριέρες ακριβώς πάνω σε αυτόν τον διαχωρισμό. Μετά το 2000 το τοπίο αλλάζει. Και οι δύο υπερδυνάμεις αποδυναμώνονται δραματικά και απομένουν μόνο συγκεκριμένα άτομα που κάνουν πραγματική επιτυχία, μέσα σε ένα τοπίο γενικής κατάρρευσης.

Ας πιάσουμε λοιπόν ένα ακόμα δημοφιλές δίπολο, το οποίο βρίσκω ψευδές. Μίκης Θεοδωράκης ή Μάνος Χατζιδάκις; Μα, η σωστή απάντηση δεν είναι Βασίλης Τσιτσάνης;

Από τον Τσιτσάνη καταγόμαστε όλοι. Για εμένα δεν υπάρχει ιερότερο πρόσωπο στο ελληνικό τραγούδι. Όσο για τους δύο μεγάλους, οι οποίοι πάτησαν αμφότεροι στον Τσιτσάνη, μπορώ να σου επιλέξω τι προτιμώ σε πολλά πράγματα –σε ομάδες, σε κόμματα, σε τραγουδιστές, σε ηθοποιούς. Αλλά ανάμεσα στον Θεοδωράκη και στον Χατζιδάκι, μού είναι αδύνατον. Είναι μη συγκρίσιμοι, γιατί είναι μη μετρήσιμοι. Απέραντοι.

Σε έχει απογοητεύσει ο Μίκης Θεοδωράκης, ως άνθρωπος;

Η πολιτική του δράση υπήρξε απογοητευτική και μάλιστα από αρκετά νωρίς. Είναι σκληρή η λέξη που θα πω, με γνώμονα ότι εγώ είμαι «κατηγορία φτερού» μπροστά στον Θεοδωράκη, όμως είναι ανερμάτιστος πολιτικά. Ιδίως με την τελευταία του παρουσία, με αφορμή το Σκοπιανό, όσο ειρωνικά κι αν θεωρήσουμε ότι είπε εκείνο το «αδέρφια μου φασίστες, αδέρφια μου ρατσιστές» δεν ήταν καθόλου ειρωνικό στην πράξη. Το είπε έχοντας ανάμεσα στο κοινό του και φασίστες και ρατσιστές να τον χειροκροτούν.

Δεν συνδέω όμως ποτέ το πρόσωπο με το έργο. Είναι ένας διαχωρισμός τον οποίον οφείλω στη μάνα μου. Μου το είπε μάλιστα από νωρίς, βλέποντας ότι αγαπούσα πολύ τους καλλιτέχνες. Γιατί είχε εμπειρία, μαζί με τον πατέρα μου, ενός συνθέτη που λάτρευαν και έτυχε να τον γνωρίσουν από κοντά. Και ήταν ό,τι χειρότερο μπορείς να φανταστείς: τσιγκούνης, μισογύνης, ακόμα και βρώμικος. Λένε βέβαια κάποιοι ότι το έργο είναι το πρόσωπο –το ακούω συχνά. Όχι, για εμένα δεν έχει σχέση. Μπορώ να θαυμάσω το έργο αφαιρώντας το πρόσωπο.

Τι ρόλο έπαιξε αλήθεια η οικογένειά σου στην αγάπη σου για το ελληνικό τραγούδι;

Πολύ σημαντικό. Ο πατέρας μου είχε μεγάλη δισκοθήκη, με όλους τους σπουδαίους συνθέτες και τραγουδιστές, ακόμα και σπάνια έργα. Μεγάλωσα λοιπόν ακούγοντας παντού ελληνικό τραγούδι. Και η μητέρα μου άκουγε πολύ, αλλά ο πατέρας μου ήταν ο συλλέκτης. Και ήταν επίσης σκληροπυρηνικός, ως Κομμουνιστής. Θυμάμαι ότι ο μεγαλύτερος καυγάς που κάναμε ήταν όταν, έφηβος, αγόρασα τον δίσκο του Γιάννη Μηλιώκα. Του γύρισαν τα μάτια, είπε «αυτό δεν θα μπει στη δισκοθήκη μου δίπλα στον Χατζιδάκι, στον Θεοδωράκη, στον Μαρκόπουλο». Με κυνηγούσε στο σπίτι να μου πάρει τον δίσκο, αναγκάστηκα να κλειδωθώ στο δωμάτιό μου. Τώρα, ως πατέρας πια κι εγώ, αφήνω την κόρη μου να ακούει ό,τι θέλει. Και αγαπάει πολύ την Αλεξίου, τη Γαλάνη –αλλά και την Ελένη Φουρέιρα. Είναι 7 χρονών, καλά κάνει. Κι όπου θέλει το παιδί ας κατασταλάξει.

66Nmrt_5.JPG

Είσαι ενεργός στιχουργός, σε πόστο όμως παράλληλα διευθυντή ραδιοφωνικού σταθμού. Πώς λειτουργεί η ισορροπία; Έχει να κάνει με τους κανόνες, όπως σχολίασες πρόσφατα στη σελίδα σου στο Facebook;

Το να κάνεις μια εκπομπή στο ραδιόφωνο, δεν νομίζω ότι διαπλέκεται με την παρουσία σου ως δημιουργού. Πολλοί στιχουργοί έχουν κάνει ωραίες ραδιοφωνικές εκπομπές και εγώ, όσο το έκανα, δεν είχα βάλει ποτέ δικά μου τραγούδια και όλα ήταν μια χαρά. Αλλά το να διευθύνεις έναν ραδιοφωνικό σταθμό, ναι, είναι μία διαπλοκή. Πρέπει λοιπόν να βάλεις συγκεκριμένους σκληρούς κανόνες –πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό σου. Για μένα ήταν πολύ σαφές αυτό, γιατί είχα ζήσει περιπτώσεις στις οποίες διευθυντής ραδιοφώνου έφερνε κάθε τραγούδι που έβγαζε «σε αποκλειστικότητα». Τα δικά μου λοιπόν τραγούδια, μπορούν να παιχτούν στον Μέντα μόνο αν έχουν φτάσει να παίζονται τόσο από τα άλλα ραδιόφωνα πανελλαδικά, ώστε να μπουν στο μικτό top-200 του Media Inspector Chart, και μάλιστα σε καλή θέση.

Γιατί όμως πρέπει να δεχτεί ο κόσμος, που δεν έχει άμεση επαφή, ότι σε μια χώρα όπου σπάνια κάτι λειτουργεί σωστά, είναι τόσο αξιόπιστο το Media Inspector Chart;

Το τσεκάρω συνεχώς. Είναι έγκυρο. Δύο ζητηματάκια έχει μόνο: μερικούς λάθος τίτλους και το ότι λείπουν λίγες ανεξάρτητες εταιρείες, οι οποίες δεν έχουν κάνει σύμβαση –οπότε αυτές πρέπει να τις παρακολουθώ ξεχωριστά. Αν τα διευθετήσει και αυτά, μπορεί να καταστεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο και για τη διανομή των πνευματικών δικαιωμάτων.

Υπάρχουν ωστόσο και άλλα προβλήματα με την επίκαιρη ραδιοφωνία, λιγότερο ας τα πούμε διαδικαστικά. Πώς γίνεται τόσα νέα παιδιά –από την εφηβεία ως χοντρικά τα 25 ας πούμε– να ασχολούνται τόσο με το εγχώριο χιπ χοπ και να τιγκάρουν συναυλίες ακόμα και σε μεγάλους χώρους, και αυτά τα τραγούδια να μην τα ακούμε στα FM;

Είναι το ένα από τα δύο πράγματα που δεν έχει σήμερα η ραδιοφωνία, κατά τη γνώμη μου. Λείπει δηλαδή ένας σταθμός που να παίζει χιπ χοπ –και νομίζω ότι θα πήγαινε καλά– κι ένα ραδιόφωνο που να παίζει μόνο το καλό λαϊκό τραγούδι, χωρίς να το ανακατεύει με τα «έντεχνα» ή με τα «λαϊκοπόπ». Είναι δύο ευδιάκριτα κενά. Τα «δικά μας» πάντως ραδιόφωνα, τα «έντεχνα», δεν γίνεται να προβάλλουν το χιπ χοπ φαινόμενο, θα ήταν σαν τη μύγα μες στο γάλα μέσα στο υπόλοιπο ρεπερτόριο. Άσε που στις εφηβικές ηλικίες έχουμε μηδενικό ακροατήριο.

66Nmrt_6.jpg

Είναι λοιπόν το έντεχνο και το λαϊκό τραγούδι οικονομικός «όμηρος» της γενιάς που διασκεδάζει με το Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά!;

Πήγα στο Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά!, σε μια εκπομπή για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο –όπως καταλαβαίνεις δεν μπορούσα να του πω όχι. Και αποφάσισα να μην ξαναπάω ποτέ. Έγιναν δύο πράγματα. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε δίπλα του τον Χρήστο Νικολόπουλο, με έδειξε και του είπε «αυτός είναι ο στιχουργός σήμερα, με αυτόν θα γράφεις τραγούδια». Μια πολύ μεγάλη κουβέντα. Μετά, μου ζητήθηκε να πω δυο λόγια για τη δουλειά μου (έκανα τότε τους στίχους για την παράσταση Cabaret του Κωνσταντίνου Ρήγου). Ε, λοιπόν, και τα δύο στιγμιότυπα κόπηκαν έπειτα στο μοντάζ! Επομένως, τι ακριβώς με ήθελαν να κάνω πηγαίνοντας εκεί; Τη γλάστρα; Υπάρχουν ομορφότερες γλάστρες.

Πέρα όμως από τη δική μου εμπειρία, τίθεται ένα πολύ σημαντικό θέμα. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι το καλό ελληνικό τραγούδι, για να υπάρξει στην τηλεόραση, πρέπει να τεθεί σε περιβάλλον ταβέρνας. Δεν με ενοχλεί η ταβέρνα, κι εγώ εκεί θα φάω. Με ενοχλεί όμως ότι δεν δίνεται καμία εναλλακτική στο ελληνικό τραγούδι να υπάρξει στην τηλεόραση σε άλλη συνθήκη. Μου κάνει κακό αυτό που λέω, όμως εγώ την αλήθεια μου λέω πάντα, δεν κάνω pr. Συναισθάνομαι, βέβαια, τους τραγουδιστές που έχουν ανάγκη αυτήν την εκπομπή και αναγκάζονται να πηγαίνουν. Δεν μπορώ όμως να μην πω ένα μεγάλο «respect» σε αυτούς που δεν έχουν πάει: στη Χαρούλα Αλεξίου, στη Δήμητρα Γαλάνη, στην Άλκηστη Πρωτοψάλτη, στην Ελευθερία Αρβανιτάκη, στον Αλκίνοο Ιωαννίδη, στον Σωκράτη Μάλαμα κ.ά. Ακριβώς γιατί είναι πολύ δύσκολο να αντισταθείς σε μια τέτοια τηλεοπτική προβολή.

Έχουμε καλύψει ένα μεγάλο φάσμα στη συζήτησή μας, αλλά είναι γνωστό ότι είσαι και ζώον πολιτικό, οπότε θα σου κάνω και μία τέτοια ερώτηση: έχεις αποφασίσει τι θα ψηφίσεις στις επόμενες εκλογές;

Αρθρογραφώ στο altsantiri.gr παίρνοντας θέση, έχω ένα καθαρά «πολιτικό» προφίλ στο Τwitter, είναι σαφές νομίζω το τι θα ψηφίσω. Συνειδητά, όχι για να ψηφίσω «το λιγότερο χειρότερο».

66Nmrt_7.JPG

Εδώ μπορεί να ανοίξει μια πολύ μεγάλη συζήτηση, γι' αυτό επίτρεψέ μου μια παρένθεση: ήσουν Συνασπισμός που μεταπήδησες σε ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ή έγινες σε ύστερη φάση;

Σε ύστερη φάση. Το 2012. Όταν άκουσα για «κυβέρνηση της Αριστεράς», τότε που κινητοποιήθηκε το ένστικτο ενός ολόκληρου κόσμου, ο οποίος περίμενε χρόνια για κάτι τέτοιο· και ίσως δεν μπορούσε καν να το φανταστεί. Θέλω όμως να στο τεκμηριώσω αυτό που είπα. Ποτέ δεν έχουν ψηφιστεί τέτοιοι νόμοι για τα ανθρώπινα δικαιώματα, πέρα από την πρώτη περίοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Παιδιά μεταναστών τα οποία γεννήθηκαν στην Ελλάδα απέκτησαν ελληνική υπηκοότητα, ενώ μέχρι πρότινος δεν είχαν πατρίδα και δεν μπορούσαν να δώσουν καν πανελλαδικές –ήταν ξένοι εδώ και ξένοι στη χώρα καταγωγής τους. Ανύπαρκτοι! Τα δικαιώματα επίσης για το σύμφωνο συμβίωσης και αναδοχής τέκνου, που στάθηκαν σημαντική εξέλιξη και για τα ομόφυλα ζευγάρια· ή η δωρεάν πρόσβαση σε όλους στα νοσοκομεία, ακόμη και στους ανασφάλιστους.

Θα μου πεις, έκανε την επανάσταση ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.; Δεν την έκανε. Θα μου πεις, είναι κυβέρνηση της Αριστεράς ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., όπως την είχες στο μυαλό σου το 2015; Όχι, δεν είναι εξ ολοκλήρου αριστερή κυβέρνηση. Αλλά ο Αλέξης Τσίπρας έκανε αυτό που ήθελε η κοινωνία και δεν είχε τολμήσει κανείς: έφτασε τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές στα άκρα. Πήρε ένα 61% στο δημοψήφισμα, το πήγε στις Βρυξέλλες, με τη φαντασίωση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί δημοκρατικά, άρα απέναντι στη βούληση μιας χώρας θα αναγκαστεί να υποχωρήσει. Με την κίνηση αυτή, η μικρή Ελλάδα απέδειξε ότι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι δημοκρατική, είναι μια καθαρά γερμανική Ευρώπη, στην οποία ή μένεις τηρώντας τους άτεγκτους κανόνες της ή φεύγεις.

Είχε λοιπόν να διαλέξει ανάμεσα στην παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην πόρτα της εξόδου, την ώρα που η χώρα μας ήταν εντελώς απροετοίμαστη για κάτι τέτοιο. Τριάμισι χρόνια μετά αποδεικνύεται ότι η απόφαση ήταν η σωστή. Η κυβέρνηση τήρησε τους κανόνες –χωρίς λαμόγια να τρώνε αριστερά και δεξιά– έπιασε για πρώτη φορά τους στόχους και τώρα αρχίζει και παίρνει μέτρα υπέρ των πολιτών, ειδικά υπέρ όσων ανήκουν στο πιο αδύναμο κομμάτι του πληθυσμού. Ποιος τα έκανε αυτά πριν και δεν το θυμάμαι;

Δεν θα μπορούσε ωστόσο να γυρίσει πίσω, να έλεγε στον ελληνικό λαό ότι αυτά προσπάθησα, τήρησα τις υποσχέσεις μου κι αυτά μου απάντησαν και, αντί να υπογράψει κι εκείνος μνημόνια –πέφτοντας σε μία μεγάλη αντίφαση– να παραιτηθεί;

Αυτό είναι πολύ ωραίο. Μου το είπε και η μάνα μου: «έπρεπε να παραιτηθεί· να κρατήσει το κούτελό του καθαρό». Όχι. Εγώ δεν θέλω μία Αριστερά στον ρόλο της αιώνιας αντιπολίτευσης, που οι άλλοι θα κυβερνούν και εκείνη θα κάνει υψηλή κριτική. Θέλω μια Αριστερά που δεν θα φοβάται να πάρει την εξουσία. Θα βουτήξει στα σκατά, θα λερωθεί, δεν γίνεται αλλιώς να αλλάξει κάτι. Αυτό είναι το στοίχημα. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο πρώτος Αριστερός πολιτικός στην Ελλάδα που προτίμησε τη δίνη του «μένω και κυβερνάω», από την ευκολία της φυγής.

{youtube}zojfo6LPcz0{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured