Με αφορμή το "Κάποτε" που ακούμε στον νέο σου δίσκο (με τη συμμετοχή της Μαρίζας Ρίζου), ποιο είναι το πιο συχνό υποθετικό σενάριο που παίζει στο μυαλό σου για τη δική σου ζωή; Σκέφτεσαι ποτέ τι θα γινόταν εάν δεν πήγαινες στη Βαρκελώνη ή εάν δεν άνοιγες εκείνο τον κατάλογο για να βρεις το τηλέφωνο της Αρλέτας; Ή ακόμα κι αν άκουγες τη γιαγιά σου και έβρισκες μια «κανονική» δουλειά;

Έχω πάψει να αναρωτιέμαι για δρόμους τους οποίους δεν πήρα. Θέλω μόνο να επιλέγω ανάμεσα σε δρόμους που ανοίγονται μπρος μου. Αυτό είναι ένα δώρο στον εαυτό μου, που το έχω κατακτήσει και του το 'χω προσφέρει.

Βλέπεις αλήθεια το τραγούδι σαν επάγγελμα; Είναι ο βασικός κορμός της καθημερινότητάς σου;

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι, αφού ζω αποκλειστικά από αυτό. Για μένα είναι μια ασχολία, συνυφασμένη με τη φύση μου. Δεν υπάρχει κούραση, παρά μόνο –ίσως– σωματική κάποιες φορές. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ένα επάγγελμα «οχταώρου».

83Gxristd_2.jpg

Ο ρομαντισμός της μπελ επόκ και του ελαφρού τραγουδιού, επιζεί;

Δεν αγαπώ πολύ το κίνημα του ρομαντισμού, ο οποίος ευθύνεται για πολλές παρανοήσεις σε θέματα αγάπης, έρωτα κλπ., ιδίως στον τρόπο με τον οποίον μεγάλωσαν πολλές γενιές –κυρίως γυναικών. Κάτω από την ετικέτα «ελαφρύ τραγούδι» γράφτηκαν και πολλές «χαζομάρες». Εμένα μ’ ενδιαφέρουν τα τραγούδια που έχουν γραφτεί από μια εσωτερική ανάγκη. Αυτά ξεχωρίζουν, κάνουν αμέσως τη διαφορά ασχέτως με το αν θα γίνουν σουξέ ή όχι. Είναι όμως επιτυχημένα τραγούδια, γιατί τον σκοπό τους τον έχουν πετύχει· και συνήθως, αργά ή γρήγορα, θα συγκινήσουν.

Πρόσφατα παρουσίασες και ένα αφιέρωμα στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (Storytelling), με τραγούδια του Μεσοπολέμου και τις ιστορίες πίσω από αυτά. Πόση βαρύτητα έχει για εσένα η ιστορία πίσω από ένα τραγούδι;

Είναι κάτι που κάνω χρόνια στις συναυλίες μου, πιστεύοντας ότι παίζει ρόλο ακόμα και ο τρόπος με τον οποίον λες μια ιστορία. Είναι μια αφορμή να έρθεις πιο κοντά με τον κόσμο, να γίνει φίλος σου. Πετυχαίνεις έτσι ένα άλλο κλίμα, σαν να βρίσκεσαι στο σαλόνι ενός σπιτιού, σε μια παρέα· μιλάς, λες ιστορίες και τραγούδια –φαινομενικά έχει έναν πιο «χαλαρό» ρυθμό– αν και στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Εμένα μου αρέσει γιατί μου καλύπτει και την πλευρά του ηθοποιού. Πρόκειται ας πούμε για ένα είδος σύγχρονου, απλού καμπαρέ.

83Gxristd_3.jpg

Κλείνεις 20 χρόνια στη δισκογραφία και το γιορτάζεις με φίλους και συνεργάτες σε ένα 4ήμερο εμφανίσεων (23-26/11) στο Half Note. Ποιος είναι ο απολογισμός σου από την πρώτη 20ετία; Πώς ακούς σήμερα τους Γιαπωνέζικους Κήπους (1998);

Με τα χρόνια κατάλαβα ότι αυτό που μου ταιριάζει καλύτερα είναι τα θεματικά άλμπουμ. Τα αγαπώ περισσότερο. Έτσι ξεκίνησα το 2011 με το Flâneur, ύστερα το Barcelonauta (2014) κι έπειτα την Καντάδα (2015), τον Αττίκ Στο Παρίσι (2016) και τώρα το Αν Η Αγάπη Ήταν Δρόμος. Όλες αυτές οι δουλειές έχουν έναν ακόμη κοινό παρονομαστή, τον ακουστικό ήχο. Με αυτό το σκεπτικό θα παίξω και τα παλιότερα τραγούδια από τη δισκογραφία μου, όσα δεν εμπίπτουν σε κάποιο κύκλο με συγκεκριμένο θέμα.

Με ποια κριτήρια επέλεξες τους καλλιτέχνες που θα σε συνοδεύσουν στο αφιέρωμα; Ποιες συγκυρίες σε έχουν φέρει κοντά με τη Βίκυ Καρατζόγλου, την Πέννυ Μπαλτατζή, τη Μάρω Μαρκέλλου, τον Φοίβο Δεληβοριά και τον Θανάση Αλευρά; Ποιες πτυχές σου συναντά ο καθένας/η καθεμία;

Όλοι τους είναι αγαπημένα πρόσωπα, όπως επίσης κι άλλοι, που δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν λόγω υποχρεώσεων. Η Βίκυ είναι μια υπέροχη τραγουδίστρια: οι φωνές μας δένουν πολύ καλά και ήδη παίξαμε μια φορά μαζί στην καλοκαιρινή μου συναυλία, η οποία έγινε στο Ζάππειο για λογαριασμό της ΕΡΤ. Με τη Μάρω γνωριζόμαστε χρόνια, την εκτιμώ πολύ και μου έχει δώσει 2 τραγούδια για τον νέο δίσκο, ενώ με την Πέννυ θα βρεθούμε για πρώτη φορά μαζί στη σκηνή –αν και γνωριζόμαστε χρόνια και παρακολουθεί ο ένας τις δουλειές του άλλου.

Άφησα για τις δύο τελευταίες ημέρες δύο καλούς φίλους από τα παλιά, τον Φοίβο, από την εποχή κιόλας του σχολείου, και τον Θανάση, από τις παρέες στα χρόνια της δραματικής σχολής. Θα έχουμε πολλά να πούμε και να θυμηθούμε και να τραγουδήσουμε.

83Gxristd_4.jpg

Η πρώτη βραδιά του αφιερώματος είναι και ονομαστικά αφιερωμένη στην Αρλέτα. Ποια είναι η πιο συχνή εικόνα/συζήτησή σας που σου έρχεται στο μυαλό στη θύμησή της; 

Τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη της πρώτης επαφής. Την Αρλέτα πήγα να τη βρω, παιδάκι, στο θέατρο του Λυκαβηττού, το φθινόπωρο του 1986. Και «δέσαμε».

Ιδιαίτερη τριβή έχεις αναπτύξει και με το έργο του Αττίκ, «ξεσκονίζοντας» πολλά έργα του που βρίσκονταν στην αφάνεια. Έχεις σκεφτεί ποτέ τι θα τον ρωτούσες ή ποιες σκέψεις θα μοιραζόσουν μαζί του πάνω στο δικό του έργο, εάν είχες την ευκαιρία;

Θα του έλεγα ένα μεγάλο ευχαριστώ. Μπορεί βέβαια να έγινε ερήμην του, αλλά δεν είναι λίγο να ερμηνεύεις τραγούδια ενός τόσο μεγάλου συνθέτη σε πρώτη δισκογραφική εκτέλεση. Αυτό ήταν ένα σπουδαίο δώρο που μου έκανε η ζωή και για το οποίο ήμουν απόλυτα συνειδητοποιημένος από την πρώτη στιγμή για την ευθύνη που φέρει.

Τελευταία φορά που βρεθήκαμε μιλήσαμε θυμάμαι για τη Βαρκελώνη, και πώς αυτή η πόλη σε έχει γοητεύσει ιδιαίτερα. Θα έλεγες ότι η βάση σου έχει επιστρέψει πλέον στην Αθήνα; Νιώθεις καθόλου διχασμένος ανάμεσα στις δύο πόλεις;

Για μένα σπίτι μου είναι εκεί όπου βρίσκονται οι φίλοι μου.
Κι αυτοί βρίσκονται στη Βαρκελώνη και στην Αθήνα. Μοιράζω λοιπόν τον χρόνο μου ανάμεσα στις δύο πόλεις και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό, γιατί η μία συμπληρώνει την άλλη.

{youtube}x5QPylklP_c{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured