Φωτογραφίες: Δημήτρης Μακρής (3), Ανδρέας Πετράκης (5)
Έχω παρατηρήσει ότι στις συνεντεύξεις σάς ρωτούν πολλά για τον πατέρα σας, Κορνήλιο Καστοριάδη. Είμαι επίσης θαυμαστής του έργου του, παρότι δεν είμαστε κοντά στις ιδεολογικές αφετηρίες, και κατανοώ έτσι ότι ο πειρασμός είναι μεγάλος. Σεβόμενος όμως το πρόταγμά του περί «αυτονομίας», θα ήθελα να επικεντρώσουμε σε σας, ως αυτόνομο ον –αν και είμαι σίγουρος ότι έχετε πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες να πείτε...
Πολλές πλέον δεν έχω, νομίζω ότι τις περισσότερες τις έχω πει. Θα πρέπει ν' αρχίσω να φτιάχνω! (γελάει) Στο κάτω-κάτω της γραφής δεν τον έζησα πολύ τον πατέρα μου, τον έζησα για 17 χρόνια, οπότε πόσες πια ιστορίες να υπάρξουν; Καταλαβαίνω ασφαλώς το ενδιαφέρον για εκείνον. Και υποθέτω ότι και, δημοσιογραφικά, είναι ένας καλός άξονας για να πιάσει κανείς το θέμα, μια προφανής αφετηρία.
Σας έχει δημιουργήσει άγχος το όνομα που κουβαλάτε; Νιώθετε ότι πρέπει να αποδείξετε πως είστε κάτι παραπάνω από την κόρη του σπουδαίου φιλοσόφου;
Νιώθω μια ευθύνη, αυτήν τη λέξη θα χρησιμοποιούσα. Το καλό βέβαια είναι ότι δεν ήταν τραγουδιστής! (γέλια) Γιατί υπάρχουν και γιοι και κόρες που έχουν την ίδια απασχόληση με τους γονείς τους, οπότε εκεί υπάρχει αναπόφευκτα και σύγκριση.
Άλλωστε ήταν και φάλτσος, έτσι δεν είναι;
Ναι, ήταν παράφωνος. Το τραγούδι το έχω πάρει εντελώς από τη μεριά της μητέρας μου και της γιαγιάς μου.
Σας ρωτάνε τόσο συχνά για τον πατέρα σας, μα σπάνια για τη μητέρα σας, τη Ζωή Στεφανίδου...
Η μητέρα μου είχε καλή φωνή, όπως και η δική της μητέρα, και τη θυμάμαι σε πολλές στιγμές στο σπίτι, όταν ήμασταν οι 3 μας –Κυριακές, για παράδειγμα– να τραγουδάει. Τη χαιρόμουνα και υπήρξε σίγουρα μια πρώτη αφορμή για τη σχέση μου με το τραγούδι. Έκτοτε υπήρξε πάντα κοντά μου, όντας μάλιστα και πολύ υποστηρικτική. Όχι μόνο όταν ήμουν μικρή, μα και τώρα ακόμα: είναι πάντα εκεί, έρχεται σχεδόν σε κάθε συναυλία, είναι η νούμερο 1 fan μου!
Τη γιαγιά σας, τη θυμάστε να τραγουδά;
Λίγο τη θυμάμαι, ναι. Λένε ότι όταν ήταν μικρότερη δεν σταμάταγε, δεν το έκλεινε το στόμα της. Εγώ τη γνώρισα όταν ήταν πια πολύ μεγάλη. Μπορούσε με τις ώρες τότε να ασχολείται με το πιο αμπελόφυλλο είναι καλύτερο για να φτιάξει ντολμαδάκια: αυτό δεν είναι αρκετά τρυφερό, αυτό δεν έχει ακόμα ωριμάσει, αυτό θέλει άλλες δυο μέρες για να 'ναι εντάξει... Υποστήριζε επίσης με πάθος την κληματαριά μας, από την οποία κι έπαιρνε τα αμπελόφυλλα, παρότι έβγαζε ένα σταφύλι που δεν τρωγόταν (γέλια). Αλλά η γιαγιά επέμενε, ότι έχει ένα κάτι. Και όχι μόνο το έτρωγε, μα έφτιαχνε και μούστο.
Κάνατε το ντεμπούτο σας το 2015, με τον δίσκο Sous Le Ciel De Paris, επιστρέφετε τώρα με το Songs For A Blue Cloud. Και οι δύο δουλειές σας έχουν ως άξονα το Παρίσι, σωστά;
Για την ακρίβεια, τον ουρανό του Παρισιού. Στον πρώτο δίσκο η παρουσία του είναι προφανής στον τίτλο, στον δεύτερο έπαιξε ρόλο στο πώς βρήκαμε τον τίτλο με τον Ορέστη Καλαμπαλίκη, με τον οποίον και τον δημιουργήσαμε. Είχαμε τελειώσει το άλμπουμ και βρισκόμασταν στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, κοιτώντας τον ουρανό, που ήταν συννεφιασμένος. Σε κάποιο σημείο άνοιξαν τα σύννεφα, φάνηκε ένα μπλε κομμάτι και μου λέει «Κοίτα, ένα μπλε σύννεφο!». Και του λέω «να, αυτός είναι ο τίτλος». Μας άρεσε επίσης και η διπλή έννοια την οποία έχει στα αγγλικά η λέξη «blue», γιατί ταιριάζει και με τις επιλογές των τραγουδιών: όλα τους έχουν κάτι το μελαγχολικό, ίσως και απαισιόδοξο. Κάτι που ταίριαξε και με τον πίνακα του Χρήστου Κεχαγιόγλου, τον οποίον χρησιμοποιήσαμε ως εξώφυλλο.
Το Παρίσι είναι για σας τόπος δημιουργικός; Ή γίνεται και τόπος από τον οποίον επιθυμείτε να ξεφύγετε;
Θα έλεγα και τα δύο. Είναι οπωσδήποτε ένα μέρος απαιτητικό, γιατί υπάρχει μεγάλη καλλιτεχνική προσφορά, άρα και ανταγωνισμός. Το ίδιο πράγμα βέβαια δημιουργεί και ευκαιρίες, ενώ σε κεντρίζει και σαν άνθρωπο –να ακούσεις, να ψάξεις, να σκεφτείς για καινούρια πράγματα. Θέλει όμως μια πάλη όλο αυτό. Αν μου λείπει κάτι, είναι η φύση. Το διαπιστώνω συχνά τελευταία, ότι κάθε 3 μήνες περίπου, έχω την ανάγκη να δω λίγη θάλασσα και λίγο πράσινο.
Λέτε ελληνικά τραγούδια στις εμφανίσεις σας στο Παρίσι;
Ναι. Συμμετέχω στο τρίο του Αντώνη Καρακώστα, ο οποίος κάνει τζαζ διασκευές σε ελληνικά τραγούδια –λέω για παράδειγμα τη "Ζεχρά"– ενώ συμμετέχω και σε εγχειρήματα με πιο παραδοσιακή προσέγγιση.
Παρότι και οι 2 μέχρι σήμερα δίσκοι σας περιέχουν διασκευές, έχω την εντύπωση ότι στον δεύτερο ακούω περισσότερο εσάς...
Μπορεί... Ο πρώτος δίσκος είναι βασισμένος σε παιδικά ακούσματα, σε τραγούδια που υπάρχουν στ' αυτιά μου εδώ και περίπου 30 χρόνια. Ενώ τον δεύτερο τον φτιάξαμε μαζί με τον Ορέστη και μερικά από τα κομμάτια μου τα έμαθε εκείνος. Αυτό ίσως να έφερε μια φρεσκάδα, με την έννοια ότι δεν είχα πάντα να ερμηνεύσω κάτι που το ήξερα ήδη.
Κάνετε πολλά πράγματα μαζί με τον Ορέστη Καλαμπαλίκη. Σχεδιάζετε κάποιον δίσκο με πρωτότυπο, δικό σας υλικό;
Είναι καταπληκτικός κιθαρίστας και πολύ καλός φίλος ο Ορέστης. Αυτό είναι το επόμενο βήμα που θέλουμε να κάνουμε, γιατί δεν πρέπει νομίζω να υπάρξει και 3ος δίσκος με διασκευές. Παρά μόνο ίσως όταν πια θα είμαι γριά! (γέλια)
Και τους 2 δίσκους σας, εντωμεταξύ, τους έχετε βγάλει στην Ελλάδα, στη Μικρή Άρκτο. Πώς και δεν τους κυκλοφορήσατε σε γαλλική εταιρεία, έτσι όπως πάει η δισκογραφία εδώ;
Ως έναν βαθμό συνέβη λόγω της στενής σχέσης που διατηρώ με την Ελλάδα, αλλά ίσως και επειδή αισθανόμουν ότι υπήρχε ένα νόημα να προτείνω γαλλικά τραγούδια εδώ. Δεν ξέρω αν θα είχε μεγάλο νόημα να τα προτείνω στη Γαλλία. Πάντως κι εκεί η κατάσταση στη δισκογραφία δεν είναι καλύτερη. Τα τελευταία χρόνια έκλεισαν πολλές εταιρίες, και δισκογραφικές και labels διανομής. H Naïve ας πούμε, που ήταν μια πολύ καλή εταιρία, αναγκάστηκε και σταμάτησε. Σε κάθε περίπτωση, είμαι πολύ χαρούμενη από τη συνεργασία με τη Μικρή Άρκτο.
Η αγάπη σας για τον Kurt Weill, προηγείται των θεατρικών σας σπουδών; Ή προέκυψε μέσα από αυτές;
Ξεκίνησα από το λυρικό τραγούδι. Όταν λοιπόν αποφάσισα να φύγω από αυτό, σκέφτηκα ότι το θέατρο ήταν ένα καλό μέσον για να κάνω τη μετάβαση. Ο Kurt Weill, όμως, προηγείται. Ήταν πρόταση ενός Έλληνα πιανίστα που ζει στο Παρίσι και ήταν η πρώτη φορά που τραγούδησα σόλο –πάντα θα τον ευχαριστώ τον Κωστή γι' αυτό. Τότε ήμουν ακόμα στο λυρικό τραγούδι και ο Weill υπήρξε ιδανική επιλογή, καθώς βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα. Αγαπώ ιδιαιτέρως την "Τζένη Των Πειρατών", που αποτελεί βέβαια μεγάλο hit, αλλά και κομμάτια σαν το "Nanna's Lied", το "September's Song" –η μελωδία του βρισκόταν μάλιστα και σε ένα παιδικό μου παιχνίδι– και το "Complaint De La Seine" με τους σκοτεινούς στίχους για τον Σηκουάνα, στον οποίον υπάρχουν θησαυροί αλλά και πτώματα, όπως τα έμβρυα όσων γυναικών έκαναν έκτρωση.
Γιατί αλήθεια φύγατε από το λυρικό τραγούδι;
Γιατί συνειδητοποίησα ότι στην όπερα μου αρέσουν οι άριες, μα το ενδιάμεσο μάλλον το βαριέμαι. Δεν νομίζω λοιπόν ότι θα μπορούσα να το υποστηρίξω. Επίσης, αν και πρόκειται για τέχνη την οποία λατρεύω, παραμένει παγιωμένη στα υπάρχοντα έργα, παρότι γράφονται και νέα. Βέβαια, εντάξει, πάντα μπορεί κανείς να ερμηνεύσει διαφορετικά κάτι, ακόμα κι αν το έχουν πει χίλιοι πριν από αυτόν. Πρόσφατα πήγα π.χ. να ακούσω Νόρμα και η τραγουδίστρια είπε θαυμάσια το "Casta Diva", μπαμ και κάτω, όσο κι αν όλοι μας έχουμε κατά νου την αξεπέραστη εκτέλεση με τη Μαρία Κάλλας.
Αυτό το ενδιαφέρον αντικατοπτρίζει τη μουσική που ακούγαν οι γονείς σας;
Ναι, οι γονείς μου άκουγαν πολύ κλασική μουσική, τόσο ορχηστρική, όσο και όπερες. Άκουγαν και αρκετή τζαζ, ως ένα σημείο βέβαια, γιατί όταν ξεκίνησε η free jazz ο πατέρας μου δυσκολεύτηκε. Και μετά γαλλικό τραγούδι. Από ελληνικά, περισσότερο ό,τι είχε φέρει η μάνα μου μαζί της φεύγοντας επί Χούντας, κυρίως ρεμπέτικα. Ο πατέρας μου λάτρευε επίσης και το ηπειρώτικο κλαρίνο, το δε καλοκαίρι ήταν συνυφασμένο με νησιώτικα τραγούδια. Το νησιώτικο είναι πραγματικά πολύ μέσα μου, εξαιτίας αυτών των βιωμάτων.
Από το γαλλικό τραγούδι, τι έχετε αγαπήσει ιδιαίτερα;
Τη Barbara από φωνές του παρελθόντος, από πιο σύγχρονα πράγματα θα έλεγα Noir Désir και τους Rita Mitsouko. Μου αρέσει πολύ κι ένας παλιός δίσκος του Yves Montand στον οποίον τραγουδάει Jacques Prévert (1962), όπως κι ένα γκρουπ της γενιάς του πατέρα μου, οι Les Frères Jacques, που κι αυτοί έχουν ερμηνεύσει Prévert με πολύ ωραίο τρόπο (1957).
Ο Γιάννης Αγγελάκας, πώς σας προέκυψε στον τελευταίο δίσκο;
(Γελάει) Ήταν ιδέα του Ορέστη. Ο Ορέστης μεγάλωσε στην Ελλάδα, σπούδασε εδώ και άκουγε Τρύπες με μανία εκείνα τα χρόνια. Αυτός μου τον έμαθε λοιπόν τον Αγγελάκα, όπως και το τραγούδι που διασκευάσαμε στο Songs For A Blue Cloud. Εμένα με τράβηξαν οι στίχοι του και έτσι αποφάσισα να το προσπαθήσουμε. Κι ένας φίλος μας είπε μετά ότι το βρήκε ενδιαφέρον, γιατί από τη μία ο ένας ακουγόταν ότι έχει βιώματα, και η άλλη ότι φέρνει κάτι άλλο, όντας εντελώς εκτός.
Εκτός από θεατρικές και μουσικές σπουδές, είστε και πτυχιούχος φιλολογίας. Έχω διαβάσει ότι όταν αισθάνεστε την πραγματικότητα να σας πιέζει και να σας ρίχνει, καταφεύγετε στον Όμηρο...
Ο Όμηρος λειτουργεί σαν τον Μπαχ, τον οποίον επίσης συνηθίζω να ακούω όταν είμαι στεναχωρημένη. Θυμάμαι λ.χ. ότι την εποχή του Δημοψηφίσματος στην Ελλάδα, έπαιζα Μπαχ. Και ο Μπαχ και ο Όμηρος έχουν έναν τρόπο να στα βάζουν όλα σε μια θέση. Στα ομηρικά έπη π.χ. έχεις τους θεούς, τους ήρωες, υπάρχει το πεπρωμένο, τα πράγματα μπορεί να είναι αναπόφευκτα, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να τα αποτρέπει από το να είναι πολύ όμορφα –ή και πολύ άσχημα. Την Ιλιάδα ίσως να τη βαριούνται λίγο οι περισσότεροι, προτιμούν την Οδύσσεια, που έχει αυτό το πιο ελκυστικό, παραμυθένιο στοιχείο. Εγώ την αγαπώ εξίσου, για εκείνο το γήινο που τη διακρίνει.
Γιατί ήσασταν στεναχωρημένη την εποχή του Δημοψηφίσματος;
Ένιωθα ότι δεν ξέραμε πού πηγαίνει αυτή η χώρα.
Τι λέει ο κόσμος στη Γαλλία για το θέμα της Ελλάδας;
Δεν έχω ακούσει ποτέ όσα αρνητικά λέγονται, π.χ. ότι είμαστε τεμπέληδες, ότι μας αξίζει όλο αυτό κτλ. Από την άλλη, βέβαια, συναναστρέφομαι ανθρώπους με τους οποίους σκεφτόμαστε παρόμοια. Τέτοιοι άνθρωποι υποστηρίζουν και αγαπάνε την Ελλάδα. Γενικά πάντως νομίζω ότι η Ελλάδα είναι χώρα που ελκύει τους Γάλλους, ίσως γιατί δεν είναι ούτε Βορειοευρωπαίοι, ούτε Νότιοι, βρίσκονται κάπου ενδιάμεσα.
Είστε ένα παιδι δύο διαφορετικών χωρών και πολιτισμών και μιας εποχής στην οποία φάνηκε ότι οι άνθρωποι θα ερχόμασταν πιο κοντά. Τώρα, όμως, υπάρχει μια τάση που ευνοεί ξανά τις διαχωριστικές γραμμές και τις πιο κλειστές κοινωνίες...
Ανησυχώ πολύ και είμαι αρκετά απαισιόδοξη. Βλέπω ότι ένα μέρος της κοινωνίας συνεχίζει να δίνει το χέρι προς τους υπόλοιπους, ενώ ένα άλλο έχει φοβηθεί τόσο με το θέμα της τρομοκρατίας, όσο και με το μεταναστευτικό, οπότε κλείνεται και αντιδρά με τον τρόπο τον οποίον θεωρεί σωστό. Αλλά οι δράστες των επιθέσεων στη Γαλλία, ήταν μεγαλωμένοι εκεί, ήταν Γάλλοι. Ο τρόπος επομένως με τον οποίον υποδεχόμαστε τους άλλους ανθρώπους σε μια κοινωνία –ή ο τρόπος με τον οποίον δεν τους υποδεχόμαστε– έχει συνέπειες για το πώς θα τη δουν κι εκείνοι, στη συνέχεια.
Υπάρχει επίσης και το θέμα του περιβάλλοντος, που ίσως η ίδια η λέξη να το υποβαθμίζει: έχω διαβάσει ότι το κάνει να φαίνεται σαν κάτι που είναι γύρω μας, που υπάρχει ως ντεκόρ, ενώ θα έπρεπε να αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε μέσα του, ότι ανήκουμε εκεί· ότι χωρίς αυτό είμαστε εμείς που θα πάψουμε να υπάρχουμε. Η φύση και ο πλανήτης θα συνεχίσουν να υπάρχουν, είτε ο Κιμ Γιόνγκ-Ουν πατήσει το κουμπί, είτε ο Ντόναλντ Τραμπ, κάποια μέρα που κάτι δεν θα του κάτσει στο Twitter.
Πόσο όμως φταίει κατά τη γνώμη σας η Χίλαρυ Κλίντον που βγήκε ο Τραμπ; Και πόσο, αντίστοιχα, ο Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία για την άνοδο της Μαρίν Λεπέν;
Θυμάμαι ότι την εποχή των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία το σκεφτόμουν, ότι η Αριστερά έχει κι αυτή ευθύνη. Τώρα με ποιον τρόπο και σε πόσο βαθμό, χωράει συζήτηση. Ότι αμέλησε κάποια θέματα; Ότι η εξουσία είτε σε διαφθείρει, είτε εμποδίζει τη σχέση σου με την πραγματικότητα και με το τι βιώνουν οι περισσότεροι άνθρωποι; Δεν ξέρω βέβαια αν ο Ολάντ μπορεί να χαρακτηριστεί Αριστερός, μάλλον όχι. Αλλά ας πούμε ότι παρουσιαζόταν ως Σοσιαλιστής, άσχετα με το αν δεν ήταν. Με τρομάζει που χάνουν έτσι το νόημά τους οι λέξεις: τι θα πει Σοσιαλιστής, πλέον;
Για να γίνω και λίγο ...καστοριαδική, το να είσαι πολίτης σημαίνει ότι μπορείς να κυβερνάς και να κυβερνιέσαι –και τα δύο μαζί. Ίσως λοιπόν ένα βήμα να είναι η πολιτική θητεία να μην κρατάει πέραν ορισμένου χρόνου, για να μην αρχίζουν οι συμβιβασμοί, το ποιον θα λαδώσω, σε ποιον θα υποσχεθώ. Και αντίστοιχα οι κοινωνίες μας να ασχοληθούν με την παροχή μιας παιδείας κατάλληλης να δημιουργεί ανθρώπους ικανούς να κυβερνήσουν. Νομίζω ότι υπάρχει κάτι εδώ. Προτιμότερο από την επικρατούσα ιδέα, να βρεθεί κάποιος και να έρθει να μας σώσει, την οποία θεωρώ τεράστιο λάθος.
Σας πείθει ο Εμμανουέλ Μακρόν;
Όχι, δεν με πείθει καθόλου. Δεν έρχεται από τον πολιτικό κόσμο, έχει εργαστεί στις τράπεζες και έχει πολλούς φίλους επιχειρηματίες. Νομίζω, επίσης, ότι σε διάφορες συζητήσεις με εργάτες ή γενικά ανθρώπους της πραγματικής ζωής, έδειξε ταξική υπεροψία. Αυτό δεν μου αρέσει.
Για να κλείσουμε σε πιο μουσικούς τόνους, ποιοι είναι οι επόμενοι σταθμοί της ελληνικής σας περιοδείας;
Αύριο 21 Ιουλίου θα βρεθούμε στην Πάτρα, θα παίξουμε στο Πολύεδρο. 1η Αυγούστου θα συμμετάσχουμε στο Φεστιβάλ των Φιλίππων, στην Καβάλα και ακολουθεί η Κρήτη, αλλά οι ημερομηνίες δεν είναι ακόμα κλεισμένες –θα υπάρξει ενημέρωση μέσω της σελίδας στο Facebook. Τέλος, 6 και 7 Σεπτεμβρίου επιστρέφουμε στην Αθήνα, στη Ρότα.
Χρόνος για διακοπές θα υπάρξει αυτό το καλοκαίρι;
Βέβαια! Ενδιάμεσα των συναυλιών, θα κάνω κι εγώ κάποια μπάνια.
{youtube}ehA3_gymFHw{/youtube}