Μερικές φορές η ουσία και η γλύκα της ροκ μουσικής κατοικεί στις πιο απλές και απέριττες εκφράσεις της. Αποδεσμευμένη από την ανάγκη ηχητικής πρωτοπορίας, αλλά με πυξίδα τη συναισθηματική ευθύτητα και την ψυχική ζεστασιά. Αυτό συνειδητοποιεί κανείς όταν αφήσει να λιώσει μέσα του το God Is A Motherfucker, ντεμπούτο των Night Knight, του νέου δηλαδή προσωπικού σχήματος του Σεραφείμ Γιαννακόπουλου μαζί με τους φίλους του Μανώλη Γιαννίκιο στα ντραμς (Whereswilder), Στέλιο Προβή (Planet Of Zeus) στο μπάσο και Μηνά Λιάκο (Fingers Crossed) στη δεύτερη κιθάρα. Υπό το παραδόξως ταιριαστό τζαζ ηχητικό φόντο σε ένα ήσυχο bar των Εξαρχείων, κουβεντιάσαμε για τη σταδιακή αποσύνθεση των εποχών μας, τη λεπτή γραμμή που χωρίζει τον διαχρονικό από τον παρωχημένο ήχο, αλλά και για τις συναισθηματικές ανάγκες που γέννησαν τον δίσκο. Και αν συνομιλήσεις για λίγα μόνο λεπτά με τον Σεραφείμ, συνειδητοποιείς πως είναι ένας άνθρωπος που δεν φοβάται καθόλου να τις διοχετεύσει απογυμνωμένες στο μουσικό του σύμπαν...
Το ντεμπούτο των Night Knight χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο αισθητικό concept. Επιπρόσθετα, η θεματική ραχοκοκαλιά αναδεικνύει και ένα ενιαίο στιχουργικό περιεχόμενο, με ιστορίες που ηχούν ως προσωπικά αδιέξοδα και συναισθηματικά τέλματα. Θα μπορούσες να μας ξεδιπλώσεις τη σκέψη πίσω από αυτή την προσέγγιση;
Προφανώς υπάρχει αυτό που αναφέρεις, αν και όχι τόσο με την έννοια της θεματικής ενότητας: με όποιο θέμα και αν καταπιάνεται ένα κομμάτι, αναπτύσσεται τελικά με έναν συγκεκριμένο, προσωπικό τρόπο. Στο ντεμπούτο των Night Knight προσπάθησα να γράψω τους στίχους με όση περισσότερη ειλικρίνεια μπορούσα, υπό την έννοια ότι, όταν είσαι σε ένα καλλιτεχνικό επάγγελμα, πιάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται συνέχεια για τον αντίκτυπο που θα φέρει κάθε σου κίνηση, με αποτέλεσμα να δημιουργείς κάτι το οποίο δεν είναι πραγματικά δικό σου. Οπότε έβαλα ως όρο στον εαυτό μου να είναι πάρα πολύ αληθινοί οι στίχοι –σχεδόν βιωματικοί– πάντοτε όμως με κάποια σκοπιά, ώστε να μπορώ να συμπεριλάβω και άλλους στις ιστορίες μου.
Ακόμη, επιδίωξή μου ήταν να γράψω απλούς στίχους χωρίς πολλαπλά επίπεδα αποκωδικοποίησης, καθώς έχω παρατηρήσει ότι τέτοιοι στίχοι με συγκινούν πραγματικά. Προτιμώ δηλαδή ο ακροατής να μπορεί να βρει αμέσως κάποιο νόημα, ακόμη κι αν εντοπίζεται στο πρώτο επίπεδο ερμηνείας. Κάτι τέτοιο συμβαίνει με τον Neil Young: τραγουδούσε για παράδειγμα «Rock n’ Roll Will Never Die», το οποίο στα χείλια κάποιου άλλου θα ακουγόταν ανόητο, όμως χάρη σ' αυτήν την απλή γραφή κατέληξε με ένα διαχρονικό μήνυμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα παλιά, καλά λαϊκά τραγούδια –όπως εκείνα του Νίκου Γκάτσου. Τα οποία μπορεί να τα άκουγε ένας εφοπλιστής και να έβρισκε το δικό του περιεχόμενο, ενώ την ίδια στιγμή ο λιμενεργάτης δίπλα θα έβρισκε ένα δικό του, αληθινό νόημα. Αυτόν τον οικουμενικό αντίκτυπο της μουσικής προσπαθώ να πετύχω με τον δίσκο.
Έχεις αναφέρει σε παλαιότερή σου συνέντευξη πως ο ιππότης σου είναι κάπως σαν τον Δον Κιχώτη: ένας ρομαντικός, βγαλμένος από παλαιότερες εποχές, που προσπαθεί να συγχρονιστεί συναισθηματικά με το σήμερα, αλλά αποτυγχάνει. Θεωρείς ότι έχει χαθεί ο ρομαντισμός στις μέρες μας; Κατά πόσο ταιριάζεις εσύ ως άνθρωπος και καλλιτέχνης στις σημερινές εποχές;
Αν και πολλοί φίλοι με κατηγορούν πως κινδυνεύω να γίνω παρελθοντολάγνος, στην πραγματικότητα αυτό που με κάνει να φαίνομαι έτσι δεν είναι η προσκόλλησή μου στο παρελθόν, αλλά κάτι πιο οικουμενικό. Θα σου φέρω ως παράδειγμα τα βιβλία της Ιστορίας που είχαμε στο σχολείο. Κάποια στιγμή μπορεί να περιέγραφαν λ.χ την Καρχηδόνα λέγοντας «την περίοδο εκείνη» ενώ αναφέρονταν σε έναν ολόκληρο αιώνα, ή έγραφαν «υπήρξε άνθιση στον πολιτισμό» και αυτό μπορεί να αντιστοιχούσε χρονικά σε ολόκληρη τη ζωή μας. Όπως λοιπόν η Ιστορία περιγράφει τις περιόδους κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχω καταλήξει κι εγώ να πιστεύω πως, από τα 1960s κι έπειτα, ό,τι βιώνουμε είναι μία χρονική περίοδος συνεχούς πτώσης: σαν να προσπαθούμε να δούμε μέχρι πού μπορούμε να ρίξουμε το επίπεδο της ποιότητας –όχι με τον ελιτίστικο τρόπο, αλλά σε οικεία πράγματα, από το φαγητό μέχρι το οτιδήποτε.
Παρατηρώ παράλληλα και μία σταδιακή απομάκρυνση των προσωπικοτήτων από οποιονδήποτε χώρο: τα σπορ, την πολιτική, την τέχνη. Ακριβώς επειδή κάποτε τα πράγματα δεν ήταν τόσο ελέγξιμα όσο είναι τώρα. Στο πολύ ποπ μουσικό στερέωμα υπήρχαν προσωπικότητες μεγαλύτερες, όπως λένε, «από την ίδια τη ζωή» –ο Frank Sinatra και o Dean Martin, για παράδειγμα. Αυτό λοιπόν το μη ελεγχόμενο και απρόβλεπτο στοιχείο έχει χαθεί στις μέρες μας, σε όλο το φάσμα της τέχνης. Μπορεί μερικές φορές να ακούγομαι σαν συνωμοσιολόγος, πραγματικά όμως πιστεύω ότι τέτοιοι άνθρωποι σήμερα, δεν θα έβρισκαν δίοδο. Θεωρώ ότι έχουν γίνει πολύ ασφαλή τα πράγματα, δεν υπάρχουν καμπύλες και γωνίες.
Οι στίχοι σου έχουν αρκετά έντονο το στοιχείο της αντανάκλασης πάνω σε αναμνήσεις. Με ποιον τρόπο χρησιμοποιείς τη νοσταλγία ως εργαλείο;
Δεν θα έλεγα πως είναι ακριβώς η νοσταλγία που οδηγεί τον δίσκο. Αποφάσισα, πριν γράψω το άλμπουμ, να αφιερώσω χρόνο σε τραγούδια τα οποία με διαλύουν κάθε φορά που θα τα ακούσω και παραμένουν άφθαρτα μέσα στα χρόνια, όση πλύση εγκεφάλου κι αν έχω φάει. Προσπάθησα λοιπόν να κάνω ένα βήμα παραπέρα και να συνειδητοποιήσω γιατί μου συμβαίνει αυτό με τα συγκεκριμένα κομμάτια, ώστε να δημιουργήσω τελικά ένα καλούπι. Όσο λοιπόν συνέχιζα να το επιχειρώ, με όλο και περισσότερα κομμάτια, άρχισε να δημιουργείται ένα μοτίβο στα στοιχεία που αναζητώ· το οποίο μπορεί να έχει να κάνει είτε με την αυθεντικότητα, είτε με μία πολύ ειλικρινή εξιστόρηση αδυναμιών. Συνεπώς, δεν τα νοσταλγώ όλα αυτά, αλλά πιστεύω –σχεδόν χαζορομαντικά– ότι κάποια στιγμή θα μπορούσε να αλλάξει κάπως η κατάσταση σχετικά με την ειλικρίνεια της καλλιτεχνικής έκφρασης.
Σε αυτή τη λογική έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός πως ο δίσκος περιγράφεται ως «μία συλλογή από 11 κομμάτια που αφήνουν στον ακροατή την αίσθηση ότι κάπου τα έχει ξανακούσει». Ποια είναι όμως η λεπτή γραμμή μεταξύ του διαχρονικού και παρωχημένου ήχου; Και πώς την περπατάς για να διατηρείς αναφορικότητα στο παρόν;
Μπορεί να δεις στον δρόμο έναν άνθρωπο με ένα καουμπόικο καπέλο και να γελάσεις, ενώ την ίδια στιγμή μπορεί να περάσει ο Billy Bob Thornton με ένα καουμπόικο καπέλο και να το επευφημήσεις. Η γραμμή είναι λοιπόν τόσο λεπτή, όσο κι αυτή η ατάκα την οποία έλεγαν κάποτε οι στιλίστες στην τηλεόραση: να φοράς το ρούχο, να μην σε φοράει. Πιστεύω ότι όποιος ακούσει τα 11 κομμάτια του God Is A Motherfucker με τις τόσο εμφανείς επιρροές (δεν επιχειρούνται να μασκαρευτούν), θα κατανοήσει πως έχει γίνει με έναν σκοπό το όλο πράγμα, ότι δεν μου βγήκαν όλα τυχαία στην ίδια λογική. Πραγματικά, το λέω και το εννοώ: πολλά μέρη των κομματιών, θυμίζουν άπειρα άλλα κομμάτια. Το μόνο που τελικά αλλάζει είναι το νέο πρόσωπο που σε καθοδηγεί ανάμεσα στα συγκεκριμένα ερεθίσματα.
Για παράδειγμα, αν ερχόμουν σπίτι σου και έφτιαχνες να ακούσουμε playlist μίας ώρας, θα μπορούσα μέσα από εκείνη να καταλάβω τι σκέφτεσαι, τι ανησυχίες έχεις, την αισθητική σου, αν είσαι ευαίσθητος, συναισθηματικός –θα μπορούσα να είχα βγάλει πάρα πολλά συμπεράσματα, ενώ εσύ απλώς θα διεύθυνες τη δικιά μου εντύπωση για σένα. Σε όλα λοιπόν τα μουσικά είδη στα οποία έχουν ήδη τεθεί οι κανόνες και οι παραδόσεις, όλη η ουσία βρίσκεται στο να μπορεί ο καλλιτέχνης να βάλει τον ακροατή σε ένα προσωπικό χρονικό ταξίδι, από την αρχή του είδους μέχρι και σήμερα. Και νομίζω σε είδη όπως το ροκ, όπου λίγα πράγματα θα αλλάξουν ριζικά στο μέλλον, έχει τη γοητεία της μία τέτοια προσπάθεια.
Δεν σε ανησυχεί όμως μήπως αυτή η πρόθεση καταλήξει να θεωρηθεί ρετρολάγνα; Να μην προσπαθείς δηλαδή να αντιδράσεις απέναντι σε κάποιο τωρινό ερέθισμα, αλλά να προσπαθείς συνειδητά να αναβιώσεις παρελθοντικά ερεθίσματα για δημιουργία;
Ισχύει αυτό, αλλά και πάλι είναι πάρα πολύ λεπτές οι γραμμές. Ας πάρουμε ως παράδειγμα ό,τι ονομάστηκε «νεοψυχεδέλεια» τα τελευταία χρόνια, με εκατοντάδες μπάντες να προσπαθούν, με διάφορα τεχνάσματα, να προσεγγίσουν έναν ήχο που ακούγεται γοητευτικός, ενώ ούτε σε ταινίες γράφουνε, ούτε LSD παίρνουν, ούτε τις κοινωνικοπολιτικές ταραχές των 1970s έχουμε. Ως αποτέλεσμα, διαμορφώνεται ένα ιδίωμα που χάνεται εν τέλει μέσα στην ίδια του την ύπαρξη, αφού υπάρχουν άπειρα εύηχα πράγματα εκεί έξω, αλλά ούτε ένα να πιαστείς πραγματικά. Με εξαίρεση τους Tame Impala, όλα τα υπόλοιπα απλώς έχουν καλή παραγωγή και κυλάνε ευχάριστα, μέχρι εκεί όμως. Προτιμώ χίλιες φορές ένα κακό τραγούδι, από ένα αδιάφορο.
To God Is A Motherfucker έχει έντονα soft rock στοιχεία. Ποιους 3 δίσκους του είδους θα πρότεινες σε έναν νέο ακροατή, που θα ήθελε να το ψάξει με αφορμή τα όσα τροφοδότησαν τη δική σου δουλειά;
Θα πρότεινα το Argus από Wishbone Ash, τα πρώτα των Alan Parson’s Project, ακόμη και Pink Floyd, που σήμερα θεωρούνται soft rock –αν κι εδώ ξεκινάει μία άλλη μεγάλη κουβέντα. Γενικά το soft rock θεωρώ πως είναι μία παιχνιδιάρικη ταμπέλα, η μόνη διαφορά είναι μία τεχνική λεπτομέρεια στις κιθάρες. Αν θεωρείται πάντως soft rock και το Rumours των Fleetwood Mac, να μπει κι αυτό στη λίστα!
Υπάρχουν πολλοί ντράμερ στη μουσική ιστορία (ο Robert Wyatt, ο Don Henley, ακόμη και ο Ringo Starr) που αποφάσισαν να πάρουν την κιθάρα στα χέρια τους και να δημιουργήσουν με τους δικούς τους όρους. Ποια είναι η ειδική ιδιοσυγκρασία του ντράμερ σε αυτές τις περιπτώσεις; Νιώθει πως δεν έχει διοχετεύσει αρκετά τις ιδέες του στη μπάντα όπου παίζει, οπότε προσπαθεί μέσω κάποιας προσωπικής δουλειάς να τις αναδείξει περισσότερο;
Όσον αφορά τη δικιά μου εμπειρία, πρώτα ξεκίνησα να παίζω κιθάρα στα 7 και μετά, στα 15, έπιασα για πρώτη φορά μπαγκέτες. Σε όλες τις μπάντες λοιπόν στις οποίες έχω υπάρξει μέλος –τους Fingers Crossed, τους Modrec και τους Planet Of Zeus– συνέθετα κομμάτια. Σχετικά τώρα με τους Robert Wyatt και Don Henley, οι οποίοι για μένα είναι κάτι παραπάνω από ήρωες, νομίζω απλώς ότι από ένα σημείο και μετά οι δύο συγκεκριμένοι παραήταν φωνάρες. Επειδή πια βιοπορίζομαι από τα ντραμς, θα σου έλεγα ότι έχω πάνω από 10 χρόνια να μελετήσω τεχνικά τα τύμπανα: γυρίζω σπίτι και θέλω μόνο να πιάσω μία κιθάρα. Δεν μπορώ να σου ονοματίσω ακριβώς την ανάγκη που δημιουργείται, αλλά, ίσως και λόγω της θέσης των ντράμερ πάνω στη σκηνή, έχουν πάντα μία πιο εποπτική εικόνα για το τι συμβαίνει. Με αποτέλεσμα να ασχολούνται πιο γρήγορα από τους υπόλοιπους με τις προσωπικές τους επιδιώξεις.
Το God Is A Motherfucker βγήκε αρχικά τον περασμένο Μάιο, μέσω της δικιάς σου εταιρείας ihavedrum records· και μόλις στα τέλη του φετινού Ιανουαρίου κυκλοφόρησε σε CD (εκ νέου) και σε βινύλιο από την Inner Ear. Ποια ήταν η σκέψη πίσω από αυτή την απόφαση;
Αυτή είναι μία αρκετά αστεία ιστορία. Αρχικά είχα αποφασίσει να κυκλοφορήσω τον δίσκο στην εταιρεία που έχω δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια. Όμως, λίγες μέρες πριν πάρω τα CD στα χέρια μου, με πήρε τηλέφωνο ο Περικλής από την Inner Ear –στην οποία είχα στείλει το άλμπουμ καθαρά για να πάρω γνώμη– και μου είπε πως με κάποιον τρόπο το mail πέρασε απαρατήρητο και τώρα που άκουσαν το άλμπουμ, θέλουν πάρα πολύ να το βγάλουν. Τον ενημέρωσα ότι δεν μπορώ να πετάξω αυτά τα 500 CD που είχαν ήδη φτιαχτεί, τα οποία μάλιστα έφυγαν πολύ γρήγορα, και μου είπε ότι το θέλει για μελλοντική κυκλοφορία, πράγμα με το οποίο συμφώνησα αμέσως, καθώς εκτιμώ πολύ τη δουλειά των ανθρώπων της Inner Ear.
Δεδομένου κιόλας ότι με τους Planet Of Zeus κάνουμε τα πάντα μόνοι μας σε επίπεδο κυκλοφορίας, δεν θα είχα τον χρόνο να το κάνω το ίδιο καλά και με τους Night Knight. Κι έτσι, παρ'όλο που είμαι άνθρωπος που θέλει να έχει τα πάντα υπό τον έλεγχό του, αποφάσισα να αφήσω τη συγκεκριμένη δουλειά στα χέρια ανθρώπων που όντως εμπιστεύομαι. Δεν έχω μετανιώσει καθόλου.
Θεωρείς πως υπάρχει ελληνική ανεξάρτητη σκηνή; Και αν ναι, είναι αυθεντική ή αποτελεί δημοσιογραφικό κατασκεύασμα;
Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει, με την έννοια της ενοποιημένης σκηνής. Πλούσια όμως εγχώρια δραστηριότητα, είναι δεδομένο πως υπάρχει. Όταν χρησιμοποιήσεις τον όρο «σκηνή», μπαίνουν κατευθείαν κριτήρια ηχητικά, κύκλων, παρεών κτλ. –οπότε, αν το εξετάσεις αυστηρά το ζήτημα, δεν μπορείς να πεις ότι έχουμε μια πραγματική σκηνή. Αν υπάρχει κάτι στα εγχώρια πράγματα που να αποτελεί πραγματικά πυρήνα σε διεθνές επίπεδο, είναι αυτό που ονομάζεται «ελληνικό stoner». Ένα είδος που δημιουργήθηκε μάλλον από ατύχημα και έχει διαδοθεί σε τέτοιον βαθμό, ώστε πλέον ταξιδεύουμε στο εξωτερικό για live των Planet Of Zeus και μας μιλάνε γι' αυτό σαν η Ελλάδα να είναι επίκεντρο του όλου ήχου στην Ευρώπη. Όταν λοιπόν σου λέει κάτι τέτοιο ένας εξωτερικός παρατηρητής, μένεις λίγο άναυδος: ξέρουν ελληνικές μπάντες στο εξωτερικό που εμείς δεν τις γνωρίζαμε καν. Συνειδητοποιείς έτσι ότι υπάρχει και μεγάλο ενδιαφέρον, μα και ενημέρωση.
Το σίγουρο είναι πως θα πρέπει να σοβαρέψουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα για να ασχοληθεί με το εγχώριο stoner και άλλος κόσμος. Είναι ωραίο να έχεις μπάντα, υπό την έννοια ότι θα κάνεις περιοδεία σε δυο-τρεις πόλεις στην Ελλάδα και θα βγάλεις πέντε-έξι παραπάνω κορίτσια, θέλω όμως να δω σε ποιους το λέει πραγματικά η ψυχούλα τους, ποιοι, αν στερηθούν τη μουσική, θα πέσουν στα ψυχοφάρμακα. Αν συνεχίσει πάντως αυτό που γίνεται με τους Planet Of Zeus και τους 1000mods, με τη βάση να παραμένει στην Ελλάδα, θα μείνει ανοιχτός ο δρόμος για τη δημιουργία μιας σκηνής με δυνατότητες.
Τέλος, μίλησέ μας για τα μελλοντικά σχέδια των Night Knight καθώς και για το πότε θα μπορείς να αποτιμήσεις με βεβαιότητα την επιτυχία του δίσκου...
Θα παίξουμε ένα live στις 10 Μαρτίου στο An Club με τους Tango With Lions, που είναι κολλητοί μας από παλιά, ενώ ετοιμάζουμε σιγά-σιγά και κάποιες ακόμη συναυλίες στην Ελλάδα. Ο απώτερος στόχος βέβαια είναι να καταφέρουμε να πάμε στο εξωτερικό και να ξεκινήσουμε να δουλεύουμε και τον δεύτερο δίσκο. Το άλμπουμ για μένα είναι ήδη πετυχημένο. Τόσο γιατί κατάφερα εγώ ο ίδιος να πατήσω στα πόδια μου σε μία δύσκολη περίοδο και να πραγματοποιήσω αυτά που ήθελα να κάνω, όσο και από την αποδοχή του κόσμου και τον μικρό πυρήνα θαυμαστών που έχει δημιουργηθεί. Δεν είμαι μετριοπαθής, ξέρω τι θέλω να πετύχω με τη μουσική μου και είμαι βέβαιος ότι οι Night Knight είναι ένα project που θα προχωρήσει και θα κερδίσει γρήγορα πολύ κόσμο. Θα συνεχίσουμε να το κάνουμε και θα πάει καλά, γιατί φτιάχτηκε με ειλικρίνεια και αγάπη.
{youtube}wZ3l_ODQJmE{/youtube}