Έρχεστε στην Αθήνα για να συμμετάσχετε στο φετινό Deteriorate Sound Festival. Πόσο «δεδομένα» είναι τέτοια φεστιβάλ στην υπόλοιπη Ευρώπη; Υπάρχει μεγάλη απόσταση από την Ελλάδα;
Όλα αυτά τα φεστιβάλ στηρίζονται στην προσπάθεια μεμονωμένων ανθρώπων με όραμα και ικανότητα, από τα οποία ωφελείται και κερδίζει η κοινότητα. Στην περίπτωση του Deteriorate Sound, το «βραβείο» πηγαίνει στον Γιάννη Αναστασάκη.
Παρατηρώ μία παράλληλη αυξανόμενη δραστηριότητα σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, στον χώρο της δημιουργικής μουσικής. Το ίδιο συμβαίνει μάλλον και στην Ελλάδα, σε μικρότερη κλίμακα. Το μουσικόφιλο κοινό αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη πρόσβαση στη σκηνή αυτή, καθώς γνωστοί και νεότεροι μουσικοί –μέχρι τώρα συνδεδεμένοι με συγκεκριμένα στυλιστικά είδη– αποβάλλουν σταδιακά την παλιά ταυτότητά τους και επιχειρούν να εξελίξουν έναν δικό τους ήχο.
Μουσικοί επίσης ενεργοί για πολλές δεκαετίες στον συγκεκριμένο χώρο, υπηρετούν σαν πρότυπα για τους νεότερους, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα με τον Φλώρο Φλωρίδη, τον Σάκη Παπαδημητρίου, τον Μιχάλη Σιγανίδη, μεταξύ άλλων. Είμαστε σε καλό δρόμο στην Ελλάδα. Το επόμενο βήμα είναι να αναπτυχθεί και να ανθίσει μία καινούργια σκηνή, που να έρθει με τη σειρά της σε διάλογο με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Είστε, επίσης, το 1/3 των ΙΑΜΑ, ενός συνόλου που αποτελείται από εσάς και τα αδέρφια σας Μαρία Ανισέγκου (τσέλο) και Γιάννη Ανισέγκο (φλάουτο). Τι διαφέρει όταν η μουσική γίνεται οικογενειακή υπόθεση;
Δεν διαφέρει σε τίποτα, πέρα από τη μεγάλη χαρά που νιώθουμε όποτε έχουμε την ευκαιρία να βρισκόμαστε και να παίζουμε μαζί. Τυχαίνει να είμαστε πολύ αγαπημένα αδέρφια και να εκτιμούμε ο ένας τη μουσική προσέγγιση του άλλου.
Ο αυτοσχεδιασμός ενέχει την απόλυτη ελευθερία στο παίξιμο. Τι σας γοητεύει σε αυτόν τον τομέα της μουσικής;
Η αίσθηση απόλυτης ελευθερίας είναι μία γλυκιά αυταπάτη. Όπως είπε και ο Στραβίνσκι, η ελευθερία γεννιέται μέσα από τον περιορισμό. Εκμεταλλευόμαστε δηλαδή την ελευθερία της επιλογής αυθόρμητων περιορισμών καθώς αυτοσχεδιάζουμε, όπως και στην υπόλοιπη ζωή μας. Η γοητεία στον μουσικό αυτοσχεδιασμό βρίσκεται για μένα στην έννοια του απρόβλεπτου, στη δυνατότητα διαλόγου με τα βαθύτερα και ανεξερεύνητα επίπεδα του εαυτού μας, στο ρίσκο, στην ταχύτητα των αντανακλαστικών και στην ταχύτητα του ήχου, η οποία ξεπερνάει την ταχύτητα της λογικής, του λόγου και της σωματικής κίνησης. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ξυπνούν ταυτόχρονα, με τον καιρό, μία αυξανόμενη αίσθηση ευθύνης.
Ζείτε κι εργάζεστε στο Βερολίνο. Πόσο διαφέρει η ζωή ενός συνθέτη και πιανίστα στο Βερολίνο, με την αντίστοιχη στην Αθήνα;
Την Αθήνα την έχω ζήσει μόνο ως επισκέπτης. Το Βερολίνο είναι η πιο άοσμη μεγαλούπολη που γνωρίζω, με την έννοια ότι δεν σου επιβάλλεται μία παράδοση, ένας ενιαίος τρόπος συμπεριφοράς και κώδικας σκέψης, κάτι πολύ απελευθερωτικό. Δεν συναντάς άμεση αντίσταση όταν είσαι διαφορετικός, δεν χρειάζεται να υπερβάλλεις για να είσαι ο εαυτός σου ή έστω ο εαυτός που νομίζεις πως είσαι ή που θέλεις να είσαι. Κάτι τέτοιο έχει άμεσο αντίκτυπο και στην τέχνη και γενικά σε ό,τι κάνεις: η διαφορετικότητα αποτελεί μέρος της εξίσωσης. Μπορείς να απομονωθείς εύκολα και, αν επιθυμείς το αντίθετο, διαθέτεις μεγάλη γκάμα επιλογών. Είναι δηλαδή μία σαπουνόφουσκα μέσα σε μία μάλλον άχαρη χώρα, που έχει ακόμα κάποιον χρόνο μπροστά της πριν φουσκώσει κι άλλο και σκάσει και αυτή.
Έχετε παρουσιάσει δικές σας συνθέσεις με σχήματα των οποίων οι συντελεστές λειτούργησαν αυτοσχεδιαστικά πάνω σε αυτές. Πώς σας φαίνεται η εμπειρία του να διαμορφώνει κάποιος άλλος το υλικό σας, σύμφωνα με τον δικό του γνώμονα;
Αυτή η πρακτική βγαίνει από την παράδοση της σύγχρονης τζαζ και της λεγόμενης δημιουργικής μουσικής: από τη στιγμή που επιλέξεις συνειδητά τους μουσικούς με βάση κάποιο γραμμένο υλικό και οργανώσεις τα συγκεκριμένα τμήματα, δεν επεμβαίνεις άλλο στην προσέγγισή τους. Είναι κάτι που δεν θα επιχειρούσα με μουσικούς οι οποίοι δεν έχουν αναπτύξει τη δική τους «γλώσσα».
Το 1991, όταν ήσασταν μολις 21 ετών, παρουσιάστηκε έργο σας από την Ορχήστρα των Χρωμάτων, με τον Μάνο Χατζιδάκι στη διεύθυνση. Πώς αισθάνεστε που ήταν αυτό το εναρκτήριο λάκτισμα για την κοινώνηση της μουσικής σας σε πιο ευρύ κοινό;
Τυχερός. Δυστυχώς έφυγε πολύ νωρίς ο Μάνος Χατζιδάκις και συμπτωματικά λίγο πριν από μία ακόμα συναυλία που είχε οργανώσει με έργα μου, μεταξύ των οποίων μία παραγγελιά που μου είχε αναθέσει πάνω στη "Στροφή" του Σεφέρη, για φωνή και μουσικό σύνολο. Η συναυλία αυτή ακυρώθηκε αμέσως μετά, ενώ τα εισητήρια είχαν βγει ήδη στην προπώληση.
Η σύγχρονη μουσική αποτελεί τομέα με ολιγάρθιμο κοινό στην Ελλάδα. Ποια πιστεύετε ότι είναι τα κατάλληλα βήματα ώστε να γίνει λιγότερο στρυφνή σαν άκουσμα για τους Έλληνες;
Το φαινόμενο αυτό είναι παγκόσμιο, ας μην το παίρνουμε «προσωπικά». Είναι ένα από τα παράδοξα της παράδοξης εποχής στην οποία ζούμε και δεν θα βρούμε έτσι εύκολα τη λύση. Δεν ευθύνονται μόνο οι συνθέτες, που για να προχωρήσουν και να «προοδεύσουν» στην αντίστοιχη σκηνή, καταλλήγουν συχνά να γράφουν απευθυνόμενοι ουσιαστικά σε κάποιους ειδικούς του χώρου, αντί να έρχονται σε επικοινωνία με ένα ευρύτερο κοινό –και αντίστοιχα, συνθέτες που λοξοκοιτούν προς το κοινό, να χάνουν τον σεβασμό των σχετικών του χώρου.
Αυτή είναι μία πολύ απλοποιημένη περιγραφή της εικόνας, αλλά κάποιοι λιγοστοί συνθέτες πετυχαίνουν παρ' όλα αυτά να αγγίξουν και τις δύο πλευρές. Να μην ξεχνάμε πως ζούμε σε μία εποχή η οποία δεν υποστηρίζει τη δημιουργική μας κλίση, παρά τα θαυμαστά επιτεύγματα της επαναληπτικότητας, με αποτέλεσμα να απομονώνονται τεχνητά οι δημιουργικές σκηνές και να παρεκτρέπονται κάθε τόσο. Αυτή και μόνο η επίγνωση ίσως να ξυπνήσει ένα μικρό αίσθημα συμπάθειας, έστω κι αν μας φαίνονται στρυφνά τα αποτελέσματα της σύγχρονης μουσικής.
Με ποιους άλλους Έλληνες μουσικούς αισθάνεστε συγγένεια, πέρα από όσους σας έχουμε δει να συνεργάζεστε;
Δεν έχω απωθημένα, όταν εντοπίζω κάποιον «συγγενή», φροντίζω να έρθω σε επαφή. (www.enstase.com)
{youtube}1OVIE3_UnuI{/youtube}