Ενώ πραγματικά μπερδεύει το (όποιο, όπως λέει και ο ίδιος) κοινό πότε με κυκλοφορίες δίσκων, πότε με εκδόσεις βιβλίων και πότε με performances, ο Στυλιανός Τζιρίτας τραβά έναν δικό του δρόμο, αποποιούμενος τον όρο πειραματιστής, αλλά και την ιδιότητα του καλλιτέχνη. Λίγο λοιπόν μετά την έκδοση του καινούργιου του βιβλίου (Εφαρμογές Ατμομηχανής, εκδόσεις Γαβριηλίδης), παράλληλα με την κυκλοφορία μιας νέας δισκογραφικής δουλειάς (A.O.R.) και λίγο πριν από μια μικρή τουρνέ ανά την Ελλάδα –η οποία θα τον φέρει μαζί με το νέο του σχήμα, τους Kaprus, πρώτα στο Ηράκλειο της Κρήτης (στα πλαίσια του φεστιβάλ Εντοπία, το Σάββατο 18/4 στο Cine Studio) κι έπειτα στην Αθήνα (Six d.o.g.s., Τετάρτη 22/4)– διευκρινίζει μερικά ζητήματα...
Έχεις στις πλάτες σου μια μακρά πορεία στον χώρο που αποκαλούμε «πειραματικό». Το ίδιο όμως και στη συγγραφή και ιδίως στη δισκοκριτική. Έχεις βιώσει μέσα σου την περιβόητη πάλη κριτικού-μουσικού ή πρόκειται για κλισέ;
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι, δεν θεωρώ ότι κάνω πειραματισμό. Απλά βάζω ήχους στη σειρά μαζί με τους συνεργάτες μου και προσπαθώ να αρθρώσω συνθέσεις που να έχουν μια λογική. Όταν ακούω κάποιον να αυτοπροσδιορίζεται ως πειραματικός φεύγω μακριά, ειλικρινά. Για την «πάλη» που λες, θα σου απαντήσω το εξής: σταμάτησα τη μουσικοκριτική όταν έπιασα δουλειά σε δισκογραφική εταιρεία. Το έβρισκα λάθος να συνεχίσω και ας είχα συνεννοηθεί να μην αναλαμβάνω δίσκους της εταιρείας μου (κάτι που έχει γίνει πολλάκις στην Ελλάδα, πίστεψέ με). Από την άλλη, έχω τη χαρά να έχω κατοχυρώσει μεταξύ των Ελλήνων μουσικών την πίστη ότι δεν κρίνω βάσει φιλικών σχέσεων ή προσωπικών ηχητικών προτιμήσεων. Το έχω κάνει συνειδητότατα, διακινδυνεύοντας ακόμα και να μη μου ξαναμιλήσει μουσικός/συγκρότημα φίλων. Προς τιμήν τους, οι περισσότεροι συνέχισαν και να μου μιλάνε, μα και να παίζουν μαζί μου.
Στις σημειώσεις του νέου σου άλμπουμ γράφεις ότι χρησιμοποιήθηκαν: «ματαιοδοξία, συνεννόηση, ασυνεννοησία, πλουραλισμός και νόηση». Ήταν δηλαδή ένα δημιουργικό χάος η ηχογράφηση του δίσκου; Τι συνθήκες επικρατούσαν την περίοδο που έφτιαξες το A.O.R.;
Αυτό που νομίζει πολύς κόσμος για τις ηχογραφήσεις, είναι κατά 50% μύθος και κατά 50% αλήθεια. Επειδή δεν κάνω ομαδική μουσική (σχεδόν ποτέ δεν παίζουν οι παίκτες μεταξύ τους), εγώ δεν έχω να δώσω ή να λαμβάνω τέτοιες χαρές ή συγκρούσεις δημιουργικές. Συγκρούομαι δηλαδή με τον καθένα συνεργάτη ξεχωριστά. Και επειδή πάντα πρόκειται για ανθρώπους με τους οποίους έχω σχέση προσωπική, μου αποκαλύπτονται –όπως και σε εκείνους– άλλες οπτικές του χαρακτήρα τους. Έχει τρομακτικό ενδιαφέρον και επηρεάζει βέβαια και την υπόλοιπη σχέση μαζί τους.
Πόσο ρόλο παίζει ο αυθορμητισμός και πόσο ο προσεγμένος σχεδιασμός όταν γράφεις μουσική;
Όπως ακριβώς και στη σκηνή, έτσι και στους δίσκους υπάρχει μια ατσάλινη δοκός και πέρα από αυτό, ελευθερία. Η εν λόγω δοκός έχει να κάνει με το ότι δεν επιτρέπω στους μουσικούς με τους οποίους συνεργάζομαι να πάνε προς λιβάδια που δεν με αφορούν. Από εκεί και πέρα, έχουν απόλυτη ελευθερία να παίξουν όποια νότα θέλουν.
Εμπιστεύομαι τους ανθρώπους και τους αφήνω να καταλάβουν μόνοι τους πού κολλάει και πού δεν κολλάει η νότα τους. Παρεμβαίνω έτσι μόνο στο ύφος ή στα εργαλεία. Αν έρθει π.χ. ένας κιθαριστής που δεν θα ακούω το παίξιμό του αλλά τα κουτάκια του, θα του πω ν' αλλάξει τροπάρι. Αν έρθει κάποιος τυμπανιστής που θα έχει ξεχάσει να χρησιμοποιεί το βαθύ τύμπανό του, θα του υποδείξω να βάλει κι άλλα χρώματα στην παλέτα του. Στο A.O.R., πάντως, δεν είχα τέτοια ζητήματα. Όλοι οι μουσικοί και ειδικότερα ο Αντώνης Λιβιεράτος και η Βασιλική Παπαδημητρίου έπαιξαν όχι μόνο «παπάδες με κιμονό», αλλά μπήκαν απολύτως στο πνεύμα του δίσκου. Αυτό δεν σημαίνει κάτι για τους υπόλοιπους, απλά οι δύο συγκεκριμένοι είναι οι βασικότεροι συντελεστές (και με ισχυρότατη ποσόστωση συμμετοχής) μετά από εμένα.
Σκέφτομαι πολλούς μήνες τους δίσκους, πριν τους κάνω: αποφασίζω προς ποια κατεύθυνση θα τραβήξω πριν πέσει η πρώτη νότα. Από τη στιγμή που ξεκινούν οι ηχογραφήσεις, για μένα έχει ενδιαφέρον μόνο η διαδικασία η τεχνική όχι η συνθετική. Γι' αυτό και τελειώνω τάχιστα με τις ηχογραφήσεις μου.
Πόσο εύκολο είναι να μας διαφωτίσεις πάνω στις τεχνικές ηχογράφησης που ακολούθησες και στις αλχημείες του post-production, χωρίς να χαθούμε στις ορολογίες;
Δεν κάνω αλχημείες στην κονσόλα. Δεν αλλάζω τους ήχους των παικτών μου. Τους αλλάζω μόνο τον Χριστό και την Παναγία στο cut. Πιστεύω στο cut και στην ανάδειξη του νεότοκου, στα όρια του φονταμενταλισμού. Τουτέστιν, μου αρέσει να πετσοκόβω. Από την άλλη, προτιμώ όλα τα εφέ και φίλτρα να υπάρχουν πάνω στην πηγή του ήχου και όχι στην κονσόλα.
Πρέπει επίσης να σου πω ότι ηχογράφησα με πολλούς τρόπους, ενίοτε και με κακούς στη μεθοδολογία τους. Επίτηδες, ηχογραφώ μερικές φορές με μη σωστή μεθοδολογία για να καταλάβω πού γίνεται το λάθος σε επίπεδο συχνοτήτων. Επίσης, επειδή αντιπαθώ το στημένο home studio (λατρεύω τα κλασικά στούντιο), ηχογραφώ είτε με τον κλασικό τρόπο, είτε με μικρούς εγγραφείς και μπομπινόφωνα. Έχω ηχογραφήσει μέχρι και στα γραφεία του Avopolis για το A.O.R., ένα βράδυ: μια θερεμίνη, επειδή μπορούσα να την έχω μόνο για εκείνη την ημέρα και δεν υπήρχε χρόνος να κλείσω στούντιο κτλ. Ακόμα και οι κλασικές κιθάρες της Βασιλικής Παπαδημητρίου σε σημεία ηχογραφήθηκαν με έναν κάκιστο ψηφιακό εγγραφέα, γεγονός που τη φρίκαρε. Κατάλαβε όμως ότι γινόταν έτσι για να κολλήσει με τον υπόλοιπο τρόπο του A.O.R.
Υπάρχει κάποιου είδους manual που θα ήθελες να δώσεις σε όποιον ακροατή δεν αισθάνεται εξοικειωμένος με τον ήχο που υπηρετείς; Κάποια βασικά dos & don’ts για να αισθανθεί πιο οικεία απέναντι στο A.O.R. ο αμύητος;
Προσπαθώ να κάνω μουσική με την οποία θα επικοινωνήσει ο καθείς. Το εννοώ. Αν δεν αρέσει σε κάποιον μια σύνθεση, πάει να πει ότι δεν του αρέσει. Δεν μπορώ να του υποδείξω τον δρόμο. Επειδή ακριβώς δεν λειτουργώ με συνθήκες contemporary music όπου για να καταλάβεις τις αλλαγές του συνθέτη, πρέπει να γνωρίζεις κι άλλους δίσκους που προηγήθηκαν αυτού. Ο ακροατής που είναι ενημερωμένος για τα βασικά ακούσματα της εποχής μας μπορεί να ακούσει το A.O.R. και να δει να του αρέσει ή δεν του αρέσει, ασχέτως αν δεν υπάρχει η λογική κουπλέ/ρεφραίν ή κάποιο τοπωνύμιο μουσικού ιδιώματος.
Έχει το A.O.R. κάποια κεντρική ιδέα; Προσωπικά, ας πούμε, εντοπίζω μια ανησυχία για το μέλλον και για την ύπαρξη των χειροποίητων ήχων σε ένα συνθετικό περιβάλλον, όπου τα είδη και οι εκφραστές τους θα καταδικάζονται...
Το A.O.R. έχει την εξής ιδέα: είμαι με τους συγκεκριμένους ανθρώπους. Ασχολούμαι με το πώς θα κάνω μουσική με αυτούς τους ανθρώπους· πώς θα τραβήξω το καλύτερό τους και παράλληλα εκείνο που κολλάει με τη δική μου αισθητική. Δεκαράκι τσακιστό δεν δίνω για το πώς φτιάχνει ο καθείς μουσική. Το λέω αυτό με την έννοια του αντιμανιχαϊσμού. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί τρόποι. Υπάρχουν απλά καλές ιδέες, οι οποίες χρήζουν καλής παικτικής ικανότητας και καλής διαδικασίας σε επίπεδο παραγωγής. Το αν ο ήχος έρχεται από μπιριμπάο μαγνητοφωνημένο σε μπομπίνα ή από συνθετητη βινταζίλα σε ψηφιακή γραμμή, ηχογραφημένο με iPhone, με ενδιαφέρει σε επίπεδο παραγωγής. Αλλά όχι κρίσης για την ποιότητα της μουσικής κατάθεσης.
Στην πρόζα του “Κτηνοτροφείου”, εντοπίζω ψήγματα ενός δυστοπικού sci-fi εφιάλτη. Νιώθεις άνετα στον ρόλο του αφηγητή μη-ιστοριών; Ή είναι απλά μέρος του όλου performance;
Η διάλεξη/performance/live είναι η φόρμα που πλέον τοποθετώ τις εμφανίσεις με τους συνεργάτες μου, τα τελευταία 2 χρόνια. Είναι ένας κώδικας που κούμπωσε απόλυτα με όσα θέλω να πράττω. Ακόμα κι αν παρουσιάζει δυσκολίες στο επίπεδο π.χ. του χώρου που θα επιλεγεί (για παράδειγμα, είναι δύσκολο να κάνεις κάτι τέτοιο στο κατά τα άλλα true rocking πνεύμα του An club), εντούτοις δουλεύει αναπάντεχα καλά για το κοινό, ενώ ικανοποιεί και τους συνεργάτες μου –βασικότατο, όπως αντιλαμβάνεσαι, από τη στιγμή που με τιμούν με την παρουσία τους και βάζουν το όνομά τους κάτω από το δικό μου. Η επιστημονική φαντασία που ανέφερες, εκτός από εμμονή μου σε επίπεδο λογοτεχνίας και κινηματογράφου, είναι πάντα ένα καλό μοχλικό σύστημα για να αφηγηθείς μια σύγχρονη ιστορία με παραβολές.
Βρίσκω ότι στη δεύτερη πλευρά του A.O.R. –στη “Θέωση”, στο “Αναχώρησις” και στη “Ντάλια”– κρύβεται μια μικρή ηχητική περιπέτεια. Άδεια από ρυθμούς και γεμάτη ανεπαίσθητες διακυμάνσεις μιας αύρας που γεννά ενδιαφέρουσες εντάσεις, μα και ρομαντική αποσύνθεση. Πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ μια τέτοια άποψη; Και πώς νιώθεις γι' αυτό το υλικό αντιμετωπίζοντάς το πλέον από μια (σχετική) χρονική απόσταση;
Θα ξεκινήσω αντίστροφα. Ήθελα το A.O.R. να φύγει από πάνω μου, διότι είχε τελειώσει ως δίσκος (όχι μόνο σε επίπεδο ηχογραφήσεων, μα ακόμα και ως γραφιστική τοποθέτηση). Ήθελα έτσι να εκδοθεί, γιατί είχα άλλα πράγματα στα σκαριά και με μπέρδευε, σε επίπεδο γραμμικότητας. Δεν μπορούσε δηλαδή να βγει μετά από κάποιον άλλον δίσκο που ετοιμάζω αυτήν την περίοδο: θα φαινόταν ως αμήχανη οπισθοχώρηση σε κάποια τεχνικά ζητήματα· που μπορεί βέβαια να μην αφορούν κανέναν, μα προσωπικά θέλω να τα βάζω σε σειρά.
Γι' αυτή τη ρομαντική διάθεση, έχεις δίκιο. Ομολογώ ότι ειδικότερα στο "Mockingbird" αλλά και στη "Θέωση" που ανέφερες ενυπάρχει μια τέτοια ρομαντικότητα, η οποία έχει να κάνει με φόρμες συνθετικές που ήθελα να ακολουθήσω απλά γιατί δεν είχα ξαναβαδίσει προς ανάλογες. Και ασχέτως αν με ικανοποίησε ανά στιγμές το αποτέλεσμα, δεν θα ξαναπάω προς τα εκεί.
Ποια είναι το ονόματα-τοτέμ που χαράζουν τον καλλιτεχνικό δρόμο τον οποίον ακολουθείς; Δεν χρειάζεται να είναι απαραίτητα μουσικά...
Ο Marchel Duchamp για τον εσκεμμένο κατακερματισμό που επεφύλαξε στην Τέχνη, o Βrian Eno για την απλότητα με την οποία μεταδίδει τα αποτελέσματα της διάνοιάς του και για τους πρωτόφαντους τρόπους με τους οποίους εξελίσσει μελωδίες και ο Butch Vig για τους κομπρέσσορές του. Επίσης, ο Ernest Hemingway όχι μόνο για τα γραπτά του (εκεί πρέπει να βάλουμε και τον Wallace Stevens, ως πρότυπό μου), αλλά και για τον τρόπο με τον οποίον οργάνωνε τη δουλειά του. Ο Σταύρος Ξαρχάκος, επίσης, παραμένει για μένα κορυφή στις ενορχηστρώσεις, αλλά ως τέτοια θεωρώ και τον Δήμο Μούτση, για το ελεύθερο πνεύμα που κατέθεσε τις δεκαετίες του 1970 και 1980.
Αισθανόμουν πάντα τον υποτονικό πειραματισμό σαν μια σκηνή όπου η κονσόλα που παίζει το χαλαρωτικό chill-out στο οποίο αρέσκονται οι μάζες των Café del Mar παίρνει ανάποδες και ψελλίζει έναν χορό δαιμόνων σε slow motion. Εσύ που έχεις «σπουδάσει» από μέσα και από έξω σε αυτό το είδος, πώς θα το περιέγραφες σε επίπεδο θεωρητικό και πώς σε βιωματικό;
Ο πειραματισμός είναι κάτι που υπήρχε πάντα στη μουσική: πάντα πείραζαν οι άνθρωποι τις πηγές, όπως φυσικά και τα ίδια τα όργανα. Από τη στιγμή που ζούμε σε αστικό τοπίο και εν μέσω θορύβου, απ' όταν ειδικά εφευρέθηκαν τα μικροτσίπ, πήγαμε και προς την απόλυτη κυριαρχία του χαώδους, μα και του υπερτεχνολογικού. Ακούμε δηλαδή μουσική ανάλογα με την τεχνολογία την οποία έχουμε. Είναι συναρπαστικό, αναμφίβολα.
Ποια θα είναι για εσένα η «επιτυχία» αυτών των ηχογραφήσεων; Υπάρχει οριοθετημένος στο μυαλό σου κάποιος στόχος ο οποίος θα σε ικανοποιούσε ή σου αρκεί που βγήκαν εκεί έξω;
Με ενδιαφέρει να πουληθούν οι κασέτες, όπως και να μείνουν ικανοποιημένοι οι άνθρωποι που συνέβαλλαν στο A.O.R. από την ποιότητα του τελικού προϊόντος.
Με το μέλλον τι γίνεται;
Τώρα που έφυγε το A.O.R. είπα να διώξω κι άλλο ένα έργο που είχα κάνει πέρυσι με ηχοτοπίο σκηνοθετημένο σε πραγματικό χρόνο και με παράλληλη εικόνα. Θα βγει σε limited edition και θα ονομάζεται Πάρε Χώμα. Επίσης, μιας και βγήκε πρόσφατα το βιβλίο μου Εφαρμογές Ατμομηχανής (άλλο ένα οφειλόμενο προηγουμένων ετών), λέω να προχωρήσω και πάλι σε μουσικά τοπία και να τελειώσω το βιβλίο σημειολογίας πάνω στον σχετικισμό μητροπολιτικής δομής και ειδωλοποίησης του ερμηνευτή, όπως συνέβη στη χαρακτηριστική περίπτωση του Γιώργου Νταλάρα.
Ετοιμάζω όμως και μερικές συναυλίες εκτός Αθηνών με performance υπόβαθρο και διαλέξεις επί μουσικού περιεχομένου, όπως και την πρώτη μου ταινία: αφορά τον κλυδωνισμό της αθηναϊκής ζωής από την έλευση ενός γιγαντιαίου πλάσματος (εκ Ιαπωνίας ορμώμενου)· σαν υλικό στήνεται πρώτα ως ηχοθεσία και ηχητικό μοντάζ και μετά ως εικόνα. Σε αυτό βοήθησαν και βοηθούν τόσοι πολλοί άνθρωποι, που πρέπει να ομολογήσω ότι έχω συγκινηθεί. Για κάτι τέτοια αξίζουν όλες οι αμήχανες/αδόκιμες/ατελέσφορες φάσεις που περνάει κανείς σε σημεία της εκφραστικής του πορείας. Αν μαζεύεσαι μαζί με άλλους ανθρώπους και δημιουργούνται φάσεις, τότε προχωρείς και αφήνεις και ολίγον από παρακαταθήκη στη μνήμη σου και στη μνήμη τους –ώστε να έχουμε να λέμε στα παιδιά μας (στα εγγόνια μου πια εγώ). Αν μάλιστα αφορούν και το κοινό, ακόμα καλύτερα, πάντως δεν είναι αυτός ο στόχος. Σε ευχαριστώ btw για τη συνέντευξη διότι ήταν ωραία και παρ' όλο που δεν είσαι μηχανάκιας, συνεννοηθήκαμε!
{youtube}7RfBEiDcxuM{/youtube}