Κινούνται μεταξύ της gypsyjazz του Django Reinhardt και των λαϊκών τραγουδιών του Τσιτσάνη, του Ζαμπέτα και άλλων μεγάλων μορφών εκείνης της εποχής του εγχώριου τραγουδιού, έχοντας καταφέρει να δημιουργήσουν ντόρο τόσο με τις ζωντανές τους εμφανίσεις, όσο και με το υλικό που κατέθεσαν στο άλμπουμ ManoucheDeGrec. Ο Κωστής Μαραβέγιας θα μας τους προτείνει ως «ελπίδα για το μέλλον» στις επόμενες Νύχτες Ραδιοφώνου του ραδιοσταθμού 105.5 Στο Κόκκινο (Δευτέρα 5 Μαΐου, στο Ίδρυμα Κακογιάννη), μέχρι τότε είπαμε όμως να μάθουμε και μερικά πράγματα από πρώτο χέρι...
(φωτογραφίες: 1,3/Θωμάς Αρσένης, 4/MarkoPekić)
Απορία πρώτη: είστε μια μπάντα που ζει και δημιουργεί στην Ελλάδα. Πού το βρίσκετε τόσο διαολεμένο κέφι ρε παιδιά; Είναι τελικά «τρελός ο μπαλαμός» (Gadjo Dilo);
Ο «μπαλαμός» είναι και ήταν πάντα τρελούτσικος! Δεν ξέρουμε αν ευθύνεται το κλίμα της χώρας μας ή η κληρονομημένη από τις προηγούμενες γενιές ισορροπία ανάμεσα στη σκληρή δουλειά και στην ανεμελιά, αλλά ο Έλληνας –παντού και πάντα, στα εύκολα και στα δύσκολα– θα βρει τρόπο και τόπο να γλυκάνει την ψυχούλα του. Προσοχή όμως: η λέξη «κέφι» μπορεί να λάβει πολλές έννοιες. Για μας σημαίνει αισιοδοξία, χαμόγελο, δόσιμο, αγάπη για τη μουσική και τρέλα για τους μουσικούς πειραματισμούς. Δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση «τα σπάμε», κάνουμε επίδειξη δεξιοτεχνίας ή κατακρεουργούμε τις συνθέσεις παίζοντας μόνο τα ρεφρέν και τα «σουξέ» για να προσελκύσουμε κάποιο κοινό.
Gypsy jazz + Django Reinhardt + ελληνική μουσική παράδοση = Manouche De Grec. Πόσο εύκολo είναι το ανακάτεμα όλων αυτών των στοιχείων; Και πόσο κοντά βρίσκεται στο αυτί του μέσου Έλληνα μουσικόφιλου;
Είναι και κοντά και μακριά... Για κάποιον που δεν έχει συνηθίσει να ακούει τζαζ αυτοσχεδιασμούς πάνω στη φόρμα κάποιου κομματιού, τέτοιου είδους διασκευές ακούγονται παράξενες. Πολύς κόσμος –δυστυχώς– έχει συνηθίσει να αντιλαμβάνεται τα ορχηστρικά μέρη απλά ως «γέμισμα«, θεωρώντας πως τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον έχει η φωνή. Από την άλλη, ενώ η gypsy jazz και το ρεμπέτικο είναι δύο εντελώς διακριτά ιδιώματα, παρατηρούνται κοινοί τόποι ανάμεσά τους. Πρόκειται για μουσικές που άνθισαν την ίδια περίπου χρονική περίοδο, σε διαφορετικές όμως χώρες. Είναι μουσικές «της πόλης», αναπτύχθηκαν δηλαδή (στο ξεκίνημά τους) στα αστικά κέντρα από τα θεωρούμενα ως κατώτερα κοινωνικά στρώματα, ενώ και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε η στιγμή κατά την οποία πήραν την αξία που τους αναλογεί, ανακηρυσσόμενες σε σημαντική πολιτιστική κληρονομιά.
Φυσικά δεν θα έπρεπε να παραλείψουμε ως κοινά σημεία και την αυτοσχεδιαστική διάθεση, την απαρτιζόμενη από ακουστικά όργανα ορχήστρα και τη δεξιοτεχνία στο όργανο –τη gypsy κιθάρα απ' τη μία και τη λαϊκή κιθάρα ή το μπουζούκι απ' την άλλη. Ο Μανώλης Χιώτης, για παράδειγμα, τον ήχο και το στυλ του οποίου όλοι έχουμε στα αυτιά μας και δεχόμαστε ως οικείο, παρακολουθούσε και ήταν σαφώς επηρεασμένος από τον Django Reinhardt, αλλάζοντας μάλιστα και τον τρόπο που παιζόταν μέχρι τότε το μπουζούκι για να πλησιάσει σ' αυτόν τον ήχο.
Ο δίσκος σας Manouche De Grec αποτελείται κατά βάση από διασκευές σε κομμάτια μεγάλων καλλιτεχνών (Τσιτσάνης, Καλδάρας κ.ά.). Είναι η διασκευή ο εύκολος και ασφαλής δρόμος για τη δημιουργία ή είναι εξίσου δύσκολο να φτάσεις σε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, το οποίο θα συνδυάζει τον σεβασμό στο πρωτότυπο και το προσωπικό στυλ;
Όταν μιλάμε για διασκευή, πάντα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας έναν τεράστιο όγκο δουλειάς και προσωπικής κατάθεσης στην επεξεργασία μιας μουσικής σύνθεσης· αλλιώς θα μιλούσαμε απλώς για επανεκτέλεση. Έτσι λοιπόν η διασκευή δεν αποτελεί ποτέ «εύκολο δρόμο»! Η τζαζ μάλιστα ανέκαθεν στηριζόταν στη διασκευή, κυρίως γνωστών και οικείων στο άκουσμα κομματιών. Γιατί λοιπόν εμείς εδώ στην Ελλάδα να αυτοσχεδιάζουμε πάνω σε κομμάτια που ακούγονταν στην Αμερική ή στη Γαλλία στις δεκαετίες του 1930 και 1940 και να μη δοκιμάσουμε να χρησιμοποιήσουμε ως υλικό τις δικές μας, γνωστές συνθέσεις εκείνης της εποχής, όσες φτιάχτηκαν από μεγάλους μαστόρους της ελληνικής μουσικής; Πειραματιζόμενοι με αυτό το υλικό βρίσκουμε τεράστιο πλούτο και πιστεύουμε πως τα συγκεκριμένα κομμάτια αξίζουν να λάβουν την ίδια αγάπη και μεταχείριση που θα έδειχνε ένας μουσικός για ένα π.χ. jazz standard.
Πώς γίνεται η προετοιμασία/προεργασία –μουσικά και πνευματικά– ώστε να προσεγγίσει κανείς έναν καλλιτέχνη σαν τον Ζαμπέτα ή τον Καλδάρα, χωρίς το αποτέλεσμα να «προσβάλλει» τη μνήμη του;
Επιλέγουμε ένα κομμάτι με αρχικό γνώμονα την αγάπη που έχουμε σε αυτό και, κατά δεύτερον, το μουσικό ενδιαφέρον το οποίο βρίσκουμε στο «πείραγμά» του, ώστε να παιχτεί με τον τρόπο και το μηχανισμό του ιδιώματος που παίζουμε. Η διασκευή γίνεται πάντα με σεβασμό στο αυθεντικό κομμάτι και στις προθέσεις των δημιουργών του: το πόσο θα «πειραχτεί» η κάθε σύνθεση εξαρτάται από το τι θα ανακαλύψουμε μέσα της, ποια από τα στοιχεία της θα επιλέξουμε να αναδείξουμε και με ποιον τρόπο. Πολλές φορές μας οδηγεί η αρμονία ώστε να διασκευάσουμε τη φόρμα ενός τραγουδιού, ενώ άλλες φορές προσλαμβάνουμε διαφορετικά τον στίχο και τον φωτίζουμε μέσα από μια νέα μελωδία, πάντα μέσα από το πρίσμα των χαρακτηριστικών του ιδιώματος της gypsy jazz. Δοκιμάζουμε ιδέες που φέρνει ο κάθε ένας από μας στο τραπέζι, παίζουμε, αυτοσχεδιάζουμε, πειραματιζόμαστε, απορρίπτουμε. Και όταν το κομμάτι αρχίσει να παίρνει ένα σχήμα και μια υφή που να μας ευχαριστεί, ξέρουμε ότι βαδίζουμε στον σωστό δρόμο και μπορούμε πλέον να το προτείνουμε ως «διαφορετική αφήγηση» του αρχικού.
Έχετε ξεκινήσει τη συλλογή και παραγωγή υλικού για το επόμενο δισκογραφικό σας βήμα;
Μαζεύουμε σιγά-σιγά κάποιο υλικό, το οποίο περιλαμβάνει και κομμάτια διασκευασμένα με τον τρόπο που μας οδήγησε στην καταγραφή του πρώτου μας δίσκου, αλλά και δικές μας συνθέσεις. Δεν έχει σχηματοποιηθεί ακόμα στο μυαλό μας το πώς θα είναι η επόμενη δουλειά, προς το παρόν πάντως διασκεδάζουμε πολύ δοκιμάζοντας μέρος του νέου υλικού στις παραστάσεις μας. Μην ξεχνάτε πως η μουσική αυτή περιέχει πολύ έντονα το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, άρα δεν υπάρχει καλύτερος χώρος να δοκιμαστούν οι νέες ιδέες (ή να προκύψουν κι άλλες τόσες) από τη σκηνή, την οποία μοιράζεσαι με τη μουσική σου οικογένεια.
Melios Balkana Mama, Imam Baildi, εσείς, και άλλα «συγγενικά» νεανικά συγκροτήματα μου έρχονται στο μυαλό. Θα λέγατε πως εδραιώνεται μια σκηνή που σιγά-σιγά μεγαλώνει;
Λοιπόν, το ακούμε συχνά τώρα τελευταία αυτό, ότι είμαστε «συγγενικά» συγκροτήματα με τα δύο αξιόλογα σχήματα που αναφέρατε. Και μας φαίνεται παράξενο! Μας φαίνεται παράξενο πώς μπορεί να ακούγεται συγγενικός ο ήχος ενός gypsy jazz ακουστικού σχήματος με εκείνον μιας πολύχρωμης balkan ορχήστρας με χάλκινα ή με τον ήχο μιας γεμάτης ενέργεια ηλεκτρικής μπάντας, η οποία χορεύει το κοινό σε χιπ χοπ και drum 'n' bass ρυθμούς. Η μόνη προφανής συγγένεια είναι ότι χρησιμοποιούμε πάνω-κάτω το ίδιο υλικό για τις διασκευές μας και ότι όλοι παίζουμε με κέφι και ενέργεια τη μουσική που αγαπάμε.
Το γεγονός ότι εδραιώνεται, όπως είπατε, μια σκηνή η οποία χρησιμοποιεί και προβάλλει την παλιά καλή ελληνική μουσική, δεν μπορεί παρά να είναι θετικό από όλες τις μεριές: φέρνει πιο κοντά τις νέες γενιές στις όμορφες αυτές συνθέσεις του παρελθόντος και ταυτόχρονα «φρεσκάρει» την εγχώρια μουσική, ανοίγοντάς της νέες κατευθύνσεις. Φυσικά εμείς (και τα σχήματα τα οποία αναφέρατε) δεν είμαστε ούτε οι πρώτοι, μα ούτε και οι μόνοι που προβήκαμε σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Δείτε για παράδειγμα τις καταπληκτικές δουλειές που έχει κάνει ο Δημήτρης Καλαντζής, είτε με το Back Home Blues του, είτε με τις συνθέσεις του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη.
Είχατε δύο σημαντικές εμπειρίες σε μεγάλα τζαζ φεστιβάλ (Bansko, Nisville). Ξεχωρίζετε κάποιο; Τι έχετε να θυμάστε από εκεί;
Περάσαμε υπέροχα στην περιοδεία μας το περασμένο καλοκαίρι στα φεστιβάλ των Βαλκανίων, αλλά και οι 6 συμφωνούμε ότι η καλύτερη εμπειρία ήταν όταν παίξαμε στο Bansko International Jazz Festival. Ήταν η πρώτη μας στάση έξω από το ελληνικό έδαφος και ήμασταν κουρασμένοι και κάπως φοβισμένοι, αλλά όλα εξαφανίστηκαν με έναν μαγικό τρόπο όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε. Ήταν μια καταπληκτική βραδιά, με όλον αυτόν τον κόσμο όρθιο να χορεύει ασταμάτητα και να συμμετέχει με κάθε τρόπο. Ήμασταν σίγουροι ότι αν μιλούσαν ελληνικά, θα τραγουδούσαν κιόλας!
Την ερχόμενη Δευτέρα, 5 Μαΐου, θα παίξετε στις Νύχτες Ραδιοφώνου του ραδιοσταθμού 105.5 Στο Κόκκινο, στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη. Τι θα περιλαμβάνει η playlist σας εκείνο το βράδυ; Να περιμένουμε κάποιο κομμάτι που πιθανό να μην έχουμε ξανακούσει;
Χμμμ, δεν είμαστε ακόμα σίγουροι, θα πρέπει να κάτσουμε και οι 6 σε ένα τραπέζι να τα συμφωνήσουμε, πάνω από καλό φαγητό!! Εξαρτάται φυσικά από το πόση ώρα θα έχουμε στη διάθεσή μας για να παίξουμε (καθώς θα συμμετάσχουν και οι Melios Balkana Mama σε αυτήν την ωραία βραδιά). Σίγουρα θα παρουσιάσουμε μέρος της δισκογραφημένης μας δουλειάς και ίσως παίξουμε και μερικές συνθέσεις του gypsy jazz ρεπερτορίου για να βάλουμε το ακροατήριο στην εποχή, στον ήχο και στην ατμόσφαιρα του ιδιώματος που παίζουμε. Και –γιατί όχι;– ίσως παίξουμε και μερικά από τα καινούρια κομμάτια που ετοιμάζουμε!
Υπάρχει μουσικό alter ego σας με το οποίο θα θέλατε να βρεθείτε επί σκηνής; Θα μάντευα κάτι σε Bregovic ή Gogol Bordello. Πλησιάζω καθόλου;
(γέλια) Και ναι και όχι!! Η αλήθεια είναι ότι ως μουσικοί πάντα επιθυμούμε τη σύμπραξη με άλλους μουσικούς: έτσι λειτουργεί ο κόσμος μας και έτσι επικοινωνούμε, προχωράμε και διευρύνουμε την τέχνη μας. Τώρα, αν σκεφτείτε ότι οι 6 μας προερχόμαστε από διαφορετικούς χώρους, με διαφορετικές επιρροές και «αγάπες», καταλαβαίνετε πως ο καθένας θα σας απαντούσε με τον δικό του τρόπο σε μια τέτοια ερώτηση!
Και τέλος, καλοκαιράκι έρχεται (με τους ρυθμούς του κι αυτό). Θα έχετε φουλ συναυλιακό πρόγραμμα ή διακοπές και φόρτιση μπαταριών;
Ελπίζουμε να καταφέρουμε να συνδυάσουμε και τα δύο! Έχουμε ήδη αρκετές ημερομηνίες κλεισμένες, αλλά είμαστε και ανοιχτοί σε προτάσεις –είτε προτάσεις για δουλειά, είτε προτάσεις από φίλους για... κατασκήνωση σε κάποια παραλία!
Ευχαριστώ!
Ευχαριστούμε κι εμείς πολύ!
{youtube}XIGx2X5BFhs{/youtube}