Μπορεί να τον συναντήσαμε με αφορμή τις καταπληκτικές Μνήμες Της Ξενιτιάς –τον «δίσκο της γιαγιάς της Σκουτέλα», όπως τον αποκαλεί εκείνος τρυφερά– αλλά ο Λάκης Χαλκιάς έχει πολλά σχέδια και για το 2012, καθώς φέτος κλείνουν τα 50 του χρόνια στη μουσική αλλά και η 20ετής επέτειος από τον θάνατο του πατέρα του, Τάσου. Τελευταίος κρίκος μιας οικογένειας μουσικών με βαθιές ρίζες στη δημοτική μας παράδοση, μας προϋπάντησε λίγο πριν αλλάξει η χρονιά στο στούντιό του και γρήγορα φάνηκε ότι είχαμε πολλά να πούμε. Όχι μόνο για το δημοτικό τραγούδι και την πορεία του στον χρόνο, μα και για το πού βρισκόμαστε σήμερα και γιατί...
«Μια ανθοδέσμη άγριων λουλουδιών της υπαίθρου μας», χαρακτηρίσατε τα 12 τραγούδια της Ηπείρου που φιλοξενούνται στις Μνήμες Της Ξενιτιάς...
Πράγματι, έτσι τα χαρακτήρισα. Γιατί εκεί έχει μεγαλώσει το δημοτικό τραγούδι, σ’ αυτήν τη φύση. Και ακούμπησε τους ανθρώπους που ζούσαν έξω από τα μεγάλα αστικά κέντρα: εκείνοι είναι που εκφραστήκανε μέσα από αυτό το τραγούδι, για όλον τον κύκλο της ζωής τους.
Πώς ακριβώς στήθηκε ο δίσκος; Πώς ήρθε σε επαφή μαζί σας η Βασιλική Σκουτέλα;
Πριν από περίπου 15 χρόνια, ο γιος της Βασιλικής Σκουτέλα, o Θανάσης, είχε αρχίσει να καταγράφει τους στίχους από όσα τραγούδαγε η γιαγιά και πριν 3 χρόνια τα έβγαλαν σε ένα βιβλίο στην Αμερική –υπάρχουν γύρω στα 300 τραγούδια εκεί. Το ήξερα γιατί ο Θανάσης μου είχε ήδη πει κάποια πράγματα και είδα έτσι με πολλή συμπάθεια την όλη δουλειά. Κατόπιν, σκέφτηκε ο γιος της και η κόρη του να φτιαχτεί και ένα CD. Μόλις λοιπόν το είπαν στη γιαγιά, εκείνη είπε ότι, αν κάνετε CD, εγώ δεν θέλω άλλον τραγουδιστή από Χαλκιά, βρείτε μου Χαλκιά!
Γιατί ειδικά Χαλκιά;
Πριν φύγει από το χωριό της –τα Θεοδώριανα της Άρτας– πήγαινε κρυφά στα πανηγύρια, γιατί τότε δεν επιτρέπονταν γυναίκες. Είχε δει λοιπόν τα αδέρφια του πατέρα μου και τους είχε καμαρώσει, ήταν λέει ομορφάντρες, με ωραίες κορμοστασιές, ντυμένοι ευρωπαϊκά. Της είχαν μείνει στο μυαλό και οι ίδιοι και τα όσα είχε ακούσει να παίζουν και ήθελε έτσι έναν Χαλκιά για να εκφράσει τις μνήμες της. Με συγκίνησε πολύ αυτό το πράγμα...
Δείχνει μια πολύ δυναμική γυναίκα η Βασιλική η Σκουτέλα, με μεγάλη αποφασιστικότητα, που ούτε τα τόσα χρόνια της δεν μπόρεσαν να λυγίσουν...
Η Βασιλική Σκουτέλα είναι μια Ελληνίδα της ομογένειας. Ελληνίδα με κεφαλαία γράμματα –κι ας αγάπησε και τη δεύτερη πατρίδα της, την Αμερική. Έφτιαξε εκεί μια οικογένεια ελληνικότατη: μιλάνε όλα της τα παιδιά Ελληνικά, χορεύουνε και δεν τους άφησε γενικά να ξεχάσουν τίποτα. Τίποτα από όσα ήξερε δηλαδή κι εκείνη, γιατί δεν είχε προλάβει ούτε το δημοτικό να βγάλει. Τα κορίτσια δεν τα στέλνανε τότε, συνήθως, στο σχολείο. Προορισμός της γυναίκας εκείνη την εποχή ήταν να παντρευτεί, γι’ αυτό και τις προετοίμαζαν να γίνουν καλές νοικοκυρές –δεν πήγε λοιπόν παρά μέχρι την τρίτη-τετάρτη τάξη. Η γυναίκα αυτή είναι όμως ένας φορέας πολύτιμων πληροφοριών, γιατί κουβαλάει, λόγω ηλικίας, ιστορίες από 100 χρόνια πριν. Και δυσκολεύεσαι να αποτυπώσεις της διαστάσεις αυτού του πράγματος, έτσι όπως βγαίνει ειλικρινές και ανόθευτο από τη γιαγιά. Η αγάπη της τώρα για το τραγούδι οφείλεται στο ότι ο πατέρας της ήταν κι εκείνος τραγουδιστής, ο πιο καλλίφωνος μάλιστα του χωριού! Γι’ αυτό και η γιαγιά έμαθε πολλά τραγούδια και ύστερα, στην Αμερική, τραγούδαγε καθώς έκανε δουλειές. Δεν είχε τηλεοράσεις, ούτε τίποτα –ήταν η μόνη της συντροφιά το τραγούδι, την έκανε να αισθάνεται ότι βρισκόταν και πάλι στο χωριό. Πώς θυμόταν τόσα τραγούδια, είναι φοβερό!
Έχετε «θητεύσει» όμως κι εσείς στην Αμερική για κάποια χρόνια, έτσι δεν είναι;
Είχα την τύχη να βρεθώ για τέσσερα περίπου χρόνια στην Αμερική, από το 1967 και έπειτα. Εκεί ξεκούμπωσα τα αυτιά μου, γιατί εκεί ακούς τους πραγματικά μεγάλους καλλιτέχνες. Παρακολούθησα τα πάντα και άνοιξε το μυαλό μου –παρότι έτρεφα και μια αντιπάθεια, γνωρίζοντας ποιος είχε φτάσει την πατρίδα μου εκεί που την έφτασε. Σε αυτά τα τέσσερα χρόνια ωρίμασα και άκουσα πράγματα τα οποία δεν θα μπορούσα να έχω ακούσει ποτέ μένοντας εδώ πέρα. Έκτοτε έχω τα αυτιά μου συνέχεια ανοιχτά προς όλα τα είδη, όχι μόνο της ελληνικής μα και της ξένης μουσικής. Απλά είμαι κάθετος απέναντι στην όλη φιλοσοφία της σόου μπίζνες και των ριάλιτι, όπως και προς εκείνη την ποπ που έχει χρησιμοποιηθεί από τέτοια χέρια και έχει έτσι καταστραφεί, ισοπεδώνοντας όχι μόνο τον λόγο και τη μουσική, μα και το αίσθημα της ηθικής και του σεβασμού προς τον άλλον άνθρωπο. Συνδέεται με υποπροϊόντα τα οποία αδρανοποιούν το αίσθημα της ακοής, έτσι ώστε πλέον να λειτουργεί μονάχα εκείνο της όρασης.
Πώς ξεκινήσατε να ψάχνετε για την αρχαία ελληνική μουσική, για την οποία καταθέσατε ολόκληρη εργασία στα πλαίσια του 2500 Χρόνια Ελληνική Μουσική;
Σκεφτόμουν ότι δεν μπορεί οι άνθρωποι της αρχαιότητας να έφτιαξαν Παρθενώνες και αγάλματα με τόσο λεπτεπίλεπτη κίνηση, σαν χορευτική, και να μην είχαν μουσική. Όλοι λένε για τα μάρμαρα του Παρθενώνα, αλλά πού είναι η μουσική μας; Ξεκινώντας αυτό το ταξίδι, ακόμα και καθηγητές μου έλεγαν «τι τα θες και τα ψάχνεις τέτοια πράγματα, δεν υπάρχουν» –σε κάποια δε στιγμή συνάντησα και ειρωνείες. Κανείς ποτέ όμως δεν έκανε λόγο για τα αρχαία μουσικά κομμάτια τα οποία έχουν φυγαδευτεί από την Ελλάδα, προς μουσεία του εξωτερικού, πανεπιστήμια και ιδιωτικές συλλογές. Μιλώντας κάποια στιγμή με έναν Έλληνα καθηγητή σε πανεπιστήμιο της Αμερικής, μου είπε ότι στα υπόγεια υπάρχουν αρχαία μουσικά κομμάτια, με τη σημειογραφία τους, τα οποία δεν έχουν ακόμα μελετηθεί. Από εκεί καταλαβαίνεις πολλά... Τα μόνα που έχουν μείνει εδώ είναι οι δύο περίφημοι Δελφικοί Ύμνοι, που βρήκε τη δεκαετία του 1890 στους Δελφούς η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή –και εκθέτονται ακόμα εκεί. Τελικά βρήκα τους κατάλληλους ανθρώπους και τις χρήσιμες πληροφορίες και ολοκλήρωσα το τμήμα για την αρχαία ελληνική μουσική. Θα μου πεις, είναι κατά προσέγγιση... Τουλάχιστον όμως γνωρίζουμε το λεκτικό κομμάτι εκείνων των τραγουδιών, είμαστε σε θέση να ξέρουμε ότι το παλιότερο μέχρι στιγμής εύρημα είναι το πρώτο στάσιμο από τον Ορέστη του Ευριπίδη, όπως είμαστε σε θέση να ξέρουμε γιατί εκείνη η σημειογραφία των αρχαίων είναι τόσο δύσκολη: γιατί την κατείχαν μόνο οι μεγάλοι έντεχνοι, ας πούμε, συνθέτες εκείνης της εποχής, άνθρωποι π.χ. σαν τον Ευριπίδη, τον Αθήναιο ή τον Αριστοφάνη, οι οποίοι έγραφαν ολόκληρα έργα.
Τι άλλαξε για το δημοτικό μας τραγούδι το πέρασμα από την Τουρκοκρατία στο πρώτο ελληνικό κράτος;
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ήταν για όλους πιο φανερή και άμεση η σύνδεση του δημοτικού μας τραγουδιού με τη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική. Και οι ίδιοι οι Τούρκοι άλλωστε είχαν αναγνωρίσει την τελευταία ως υψηλή τέχνη, ήταν εποχές που στη μουσική υπήρχε κάμποση διάδραση. Ειδικότερα στην Ήπειρο την εποχή της παντοδυναμίας του Αλή Πασά, όταν σχεδίαζε να στήσει το δικό του κράτος εκεί, ό,τι σημαντικό πολιτισμικό δρώμενο γινόταν στην Κωνσταντινούπολη, ερχόταν και στην Ήπειρο. Ακριβώς όμως επειδή υπήρχε χρήμα –και στα Γιάννενα μα και στις γύρω τοποθεσίες– πολλοί σημαντικοί Τούρκοι μουσικοί της εποχής έμεναν και γύριζαν σε όλη την περιοχή, φτάνοντας ως και τη Ρούμελη. Μετά όμως την απελευθέρωση και την ίδρυση ελληνικού κράτους, ένα ποσοστό του κόσμου άρχισε να μην αποδέχεται αυτό το παρελθόν και να συγκινείται περισσότερο από την ευρωπαϊκή μουσική –οπερέτες και τα σχετικά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες συλλογές ελληνικών δημοτικών τραγουδιών έγιναν όλες από ξένους. Στον κυρίως ελλαδικό χώρο βέβαια άργησε να γίνει κάτι τέτοιο, καθώς δεν είχαμε ακόμα μουσικούς, έπρεπε να γίνουν τα πρώτα ωδεία, να βγουν οι πρώτοι Έλληνες συνθέτες σε αυτό το ύφος κ.ο.κ. Αλλά στη Σμύρνη, για παράδειγμα, έγινε ιδιαίτερα αισθητή η ευρωπαϊκή άποψη για τη μουσική. Ο κόσμος εκείνος λοιπόν έβλεπε το δημοτικό τραγούδι με περισυλλογή, συνέβαινε δε αυτό και για έναν επιπλέον λόγο: με το δημοτικό γλένταγαν οι αγράμματοι και αστοιχείωτοι άνθρωποι, έτσι είχαν μείνει οι περισσότεροι καθώς σε εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν σχολεία. Και όταν γίνονταν γάμοι ή άλλες λαϊκές εκδηλώσεις, τα πράγματα μπορεί να αγρίευαν –πολλοί ας πούμε παραδοσιακοί μουσικοί εκείνου του καιρού είχαν χάσει ακόμα και τη ζωή τους... Μπορεί ας πούμε το γλέντι να κράταγε 3 μέρες και να ήθελαν τους μουσικούς να παίζουν διαρκώς. Αναγκάζονταν έτσι να πηγαίνουν δύο συγκροτήματα μαζί σε μια τέτοια εκδήλωση, ώστε να μπορεί να ξεκουράζεται το ένα όσο έπαιζε το άλλο!
Και πότε πήρε ξανά τα πάνω του το δημοτικό τραγούδι;
Το δημοτικό τραγούδι γιγαντώθηκε ξανά όταν ξεκίνησε το ρεύμα της εσωτερικής μετανάστευσης στην κυρίως Ελλάδα. Στα αστικά κέντρα –κυρίως στην Αθήνα, όπου ήρθε και ο περισσότερος κόσμος– η νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα εκφραζόταν με το τραγούδι, που παρέμενε ένας δυνατός συνδετικός κρίκος με τον τόπο καταγωγής του καθενός. Έτσι, μετά ειδικά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μεταξύ μας αναταραχή, το δημοτικό τραγούδι γνώρισε μεγάλη αναθέρμανση. Γι’ αυτό και αναδείχθηκαν τότε πάρα πολλοί παραδοσιακοί καλλιτέχνες, από όλες τις περιοχές. Δούλευαν στην Αθήνα, μα τα καλοκαίρια πήγαιναν στις περιφέρειες και έπαιζαν σε γάμους και σε πανηγύρια. Αυτή η περίοδος έφτασε μέχρι τη δικτατορία.
Η οποία καπηλεύτηκε τη δημοτική μας παράδοση...
Η μεν δικτατορία χρησιμοποίησε αισχρά το δημοτικό τραγούδι, για να προβληθούν οι συνταγματάρχες ως υπερ-πατριώτες, ο δε κόσμος την πάτησε γιατί άρχισε να ταυτίζει το δημοτικό με το “Μαύρη Είναι Η Νύχτα Στα Βουνά” και με τα στρατιωτικά εμβατήρια... Έκανε κακό αυτή η ιστορία, μα μέχρι ενός σημείου. Γιατί πιστεύω ότι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι κατάλαβαν το παιχνίδι που παιζόταν.
Δέχεστε τη διάκριση που κάνουν κάποιοι άνθρωποι –του μουσικού τύπου και του ραδιοφώνου κυρίως– σε δημοτικό και νεο-δημοτικό τραγούδι; Ευσταθεί;
Ευσταθεί. Στη μεταπολίτευση, ενώ θα μπορούσε να ομαλοποιηθεί η κατάσταση που είχε δημιουργήσει η δικτατορία, το δημοτικό τραγούδι άρχισε να παραμορφώνεται. Γιατί οι καλλιτέχνες άρχισαν να γράφουν καινούργια τραγούδια, δικά τους –τα νεοδημοτικά– τα οποία όμως και σε μελωδία υστερούσαν σε σύγκριση με τα παλιά, αλλά και στον στίχο: απουσίαζε η μεγαλοπρέπεια της δημοτικής μας ποίησης, εκείνη που μίλαγε για την ιστορία του τόπου μας και για την καθημερινή ζωή, κάτι το οποίο παρατηρείται ακόμα και στα τραγούδια του έρωτα. Τότε, όταν πρωτοβγήκαν αυτά τα νεοδημοτικά, τα λέγαμε «ο ήχος της Ομόνοιας». Έκαναν κακό, γιατί ειδικότερα οι νέοι άρχισαν να ταυτίζουν το δημοτικό τραγούδι με αυτόν τον ήχο και να το περιφρονούν. Κι όταν πια αρχίζεις και κάνεις εγγραφή από πανηγύρια με τα delay και μ’ όλα αυτά, γελοιοποιείται και ο καλλιτέχνης και το τραγούδι, γελοιοποιούνται τα πάντα...
Ποια είναι η εικόνα έξω από τα μεγάλα αστικά κέντρα; Τι γίνεται στην επαρχία; Στα Γιάννενα για παράδειγμα, όπου γεννηθήκατε, υπάρχει πιο βιωματική σχέση του κόσμου με την παράδοση;
Πιστεύω ότι στην επαρχία είναι ίσως πιο φανερή η ζωντάνια της δημοτικής μουσικής και η αντίσταση του κόσμου. Ας μην ξεχνάμε τον ρόλο που έχουν παίξει τα μουσικά γυμνάσια, νομίζω ότι αυτά αποτελούν το πραγματικό μουσικό πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας. Τα παιδιά που βγήκαν από αυτά στα τελευταία 15 χρόνια, είναι ευλογία. Πιο παλιά, έτσι κι έκανες να αγγίξεις ένα παραδοσιακό μουσικό όργανο αμέσως σε λέγανε «γύφτο», η κοινωνία σε υποτιμούσε. Γι’ αυτό φωνάζουμε τόσον καιρό να γίνει μια μουσική Ακαδημία –η Τουρκία έχει εδώ και 35 χρόνια– αλλά τα ιδιωτικά συμφέροντα δεν αφήνουν. Και ούτε πρόκειται να αφήσουν...
Χάνονται γηγενείς μουσικές παραδόσεις σαν και τη δική μας στη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης; Ή θα βγουν ενισχυμένες;
Την παγκοσμιοποίηση την πήραμε εξ’ αρχής με κακό μάτι, γιατί είμαστε ένας μικρός λαός, ο οποίος επηρεάζεται εύκολα από όλο το σκουπίδι που παράγουν οι πολυεθνικές. Και μας έκανε πράγματι κακό. Πιστεύω ωστόσο ότι η καινούργια τεχνολογία, ειδικά με τους ρυθμούς που βαδίζει, θα επιτρέψει στα νέα ειδικά παιδιά να ξαναβρούν τον εαυτό τους. Σκέψου πόσα πράγματα που αποκλείονται πια από τα ραδιόφωνα και βέβαια από την τηλεόραση υπάρχουν στο ίντερνετ... Μέσω του περιοδικού σας, θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες σε όλους αυτούς τους φίλους και φίλες, που έφτασαν με την ψήφο τους τις Μνήμες Της Ξενιτιάς μέσα στους 10 πρώτους του 2011. Αυτό μας δίνει δύναμη και κουράγιο για να παλέψουμε και να δημιουργήσουμε ακόμα καλύτερα μουσικά πράγματα. Πιστεύω επίσης πως άλλαξε και πάλι η εποχή, πως ξεπεράσαμε τη μιζέρια του ότι είμαστε μικροί και άρα δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα, και αρχίζει τώρα μια γενική αντεπίθεση. Βρήκα πολύ ελπιδοφόρο το ότι βγήκαν στον δρόμο οι Αμερικάνοι και πιάσανε τη Γουόλ Στριτ, γιατί εκεί βρίσκεται ο μεγάλος εχθρός. Ένας εχθρός που δεν μπορούμε να δούμε όπως παλιά –τους Γερμανούς και τους Τούρκους τους έβλεπες μπροστά σου. Και δεν παλεύουμε με όπλα πια, ο πόλεμος διεξάγεται με τεχνητά μέσα. Και το μεγαλύτερο είναι η τηλεόραση, το σπουδαιότερο όπλο του καπιταλισμού αυτήν τη στιγμή. Αυτό πάντως το κίνημα, που ξεκίνησε στη Γουόλ Στριτ, θα βγάλει πιστεύω σιγά-σιγά και νέους καλλιτέχνες και στην Αμερική και στην Ευρώπη και παντού. Έτσι συμβαίνει σε κάθε εποχή.
Τι έχετε στα σκαριά για το 2012;
Πριν ακόμα βγει ο Ηπειρώτικος Γάμος από την Columbia (1973), ο πατέρας μου είχε ετοιμάσει ένα έργο διάρκειας μιάμιση ώρας, με πάρα πολλά τραγούδια. Εγώ τότε έλειπα στην Αμερική, αλλά τη μπομπίνα μου την είχε δώσει όταν γύρισα. Είναι ένα έργο καταπληκτικό, όπου τραγουδούν ερμηνευτές νεαροί τότε, από τους οποίους άλλοι χάθηκαν μα άλλοι έγιναν κατόπιν μεγάλοι και τρανοί. Είχε μείνει ακυκλοφόρητο, τώρα λοιπόν που είναι τα 20 χρόνια από τον θάνατό του, λέμε να εκδοθεί μαζί με ένα βιβλίο το οποίο θα βγει για εκείνον –θα γίνει και μια μεγάλη εκδήλωση στα Γιάννενα, με Ηπειρώτες μουσικούς. Το 2012 συμπληρώνονται επίσης και τα δικά μου 50 χρόνια στη μουσική, ίσως καταφέρω να τα γιορτάσω με ένα διπλό CD το οποίο ετοιμάζω, με τραγούδια απ’ όλη τη Ρούμελη –μαζί με τα ιστορικά τους στοιχεία.
Πώς θα θέλατε να κλείσουμε αυτήν τη συνέντευξη;
Με ολόψυχες ευχές για τη νέα χρονιά που έρχεται, πρώτα με υγεία και ύστερα με δουλειά για όλο τον κόσμο, αισιοδοξία και αγωνιστικότητα. Για να μην τους αφήσουμε όσους μας έφεραν σ’ αυτήν την οδυνηρή σημερινή θέση να προχωρήσουν σε ακόμα πιο σκληρά μέτρα. Μακάρι και τα αριστερά κόμματα να καταφέρουν να ενωθούν, έστω για έναν-δύο βασικούς στόχους, για να μπορέσουμε να βγούμε από αυτήν την κατάσταση –πιστεύω ο κόσμος θα το δει με πολύ καλό μάτι κάτι τέτοιο. Το τραγούδι και το χαμόγελο ας είναι τα όπλα μας, όπως πάντα.