21 χρόνια πριν τους Purple Mountains και την ξαφνική του αυτοκτονία, ο David Berman κατέθεσε εδώ το δικό του «μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα»...
Τηρουμένων των αναλογιών, το American Water δεν θα μπορούσε να είναι παρά το «μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα» του David Berman. Χωρίς ωστόσο να προσπαθεί καθόλου για να είναι μεγάλο. Αλλά τείνει τελικά σε μια υπαρξιακή ισοπέδωση που το κάνει να μιλάει για θέματα «μεγάλα», χωρίς πομπώδη λόγια.
Ο τρίτος δίσκος των Silver Jews, της μπάντας που σαν άλλη βιβλική Εύα γεννήθηκε από το πλευρό των Pavement-Αδάμ, βρίσκει τον αφηγητή Berman όπως ακριβώς κι έναν καλό συγγραφέα: να γίνεται ο παρατηρητής και ο καταγραφέας των πραγμάτων. Κάτι σαν αυτό που λέει στο (με πολύ παιχνιδιάρικα μουσικά ξεσπάσματα για τα δεδομένα του δίσκου) "Blue Arrangments": «Sometimes I feel like I'm watching the world / And the world isn't watching me back».
Δεν θα προηγηθούν περιττές εισαγωγές με φρου φρου και αρώματα, παρά θα σημανθεί η αρχή με μια in media res αίσθηση. Το εναρκτήριο "Random Rules" δεν θα χρειαστεί δηλαδή παρά μια στιγμιαία πενιά στην κιθάρα κι ένα ευθύ αφηγηματικό μπάσιμο, με τον στίχο «In 1984, I was hospitalized for approaching perfection» να δίνει το σκηνικό της ιστορίας· όπως θα έκανε και η πρώτη γραμμή της πρώτης σελίδας ενός μυθιστορήματος. Και, απευθείας, θα δώσει και το ύφος της ιστορίας μέσω της μουσικής: λίγο ράθυμη, με μια γκρίζα σκιά, η οποία ξέρεις ότι καμουφλάρεται από αυτό το στραβό χαμόγελο της αποδοχής του παραδόξου της ζωής και από μια απροσποίητη μελωδικότητα που «χωράει» τη χαμένη ελπίδα ως αντίρροπη δύναμη, ευρισκόμενη εκεί δια της απουσίας της.
Μην νομίζετε όμως ότι λόγω του προαναφερθέντος στίχου θα μιλήσει για κάποια «τελειότητα» εδώ ο Berman. Κάθε άλλο. Θίγει τη θνητότητα κι ό,τι χωράει σε αυτήν, ως νοητό τόπο στον οποίον η «τελειότητα» χωρά μόνο ως απόλυτη και άπιαστη έννοια. O δρόμος πάνω στον οποίον περπατά ο δημιουργός κάνει στάσεις σε διάφορες γωνιές της Αμερικής, στο μικρό, δικό του α-λα-Jack Kerouac οδοιπορικό. Στο "Federal Dust", πάνω σε μια αργόσυρτη και βαρεμένη κιθάρα αλλά και σε μια μπασογραμμή που σηκώνει το φρύδι τόσο/όσο, θα περάσει από το Μαλιμπού, το Κάνσας και τη Βόρεια Ντακότα. Για να μας πει ότι οι άνθρωποι δεν μιλάνε, δεν ψηφίζουν, δεν καπνίζουν, δεν κλαίνε· εν ολίγοις, δεν ζουν.
Οι στάσεις δεν γίνονται μόνο γεωγραφικά, αλλά και σε πράγματα καθαρόαιμα αμερικάνικα. Στο "Smith Αnd Jones Forever" ο Berman θα χρησιμοποιήσει τα δύο πιο κοινότοπα επίθετα των Η.Π.Α. για να μιλήσει για έναν τόπο στον οποίον οι άνθρωποι μοιάζουν σαν συνεχώς να προσποιούνται –συνειδητά ή μη. Με ένα από τα πιο ανθεμικά ρεφρέν του δίσκου, το ερώτημα που τελικά εγείρεται είναι το «Are you honest when no one's looking?». Η απάντηση είναι κάτι παραπάνω από γνωστή, όμως ο frontman των Silver Jews δεν θα το βάλει κάτω: θα γίνει ακόμη πιο σκληρός στη συνέχεια. «Why can't monsters get along with other monsters?» θα αναρωτηθεί στο "Send Ιn Τhe Clouds", σε μια μελωδία που δεν προσπαθεί πολύ. Κάτι που θα αποτελούσε υπερβολή, όταν (μεταξύ άλλων) ακούγονται στίχοι όπως «I am the trick my mother played on the world».
{youtube}ONbooypFSd4{/youtube}
Όμως και η άλλη λέξη που βλέπουμε στον τίτλο του δίσκου επανέρχεται ως λάιτ μοτίφ, μεταμφιεσμένη σε διάφορες εκδοχές: το νερό. Ως το κατεξοχήν κινούμενο στοιχείο, που όσο με την κίνηση και την ορμή του γεμίζει νόημα, άλλο τόσο αδειάζει με την απογυμνωμένη σύστασή του.
Από τη μία, λοιπόν, ο ιθύνων νους των Silver Jews χρησιμοποιεί εδώ το νερό ως μια πηγή ζωής η οποία δεν έρχεται σε στίχους όπως «Not much water coming over the hill» ("Federal Dust"), ενώ έπειτα τοποθετεί το στοιχείο έτσι ώστε να δείξει τη μεταφορική ασφυξία, γράφοντας «They sat there with their hooks in the water» (φράση αντίστοιχη του δικού μας «βαλτώνω»). Το νερό λειτουργεί ακόμα και ως –εξαιρετικός– σεξουαλικός συμβολισμός στο «Send in the clouds and bring down the rain» (από το "Send In The Clouds"). Όμως ο Berman μοιάζει σαν κάπως να τα αναιρεί όλα, σε εκείνο τον στίχο που έστω κι αν δεν χρησιμοποιεί τον συμβολισμό του νερού, συμπυκνώνει όλα τα παραπάνω (και όχι μόνο περί νερού): «The meaning of the world lies outside the world» ("People"). Τελικά, δηλαδή, μοιάζει να μην εκφράζει απορία, παρά να αποδέχεται όλα αυτά που καταλαβαίνει πως δεν καταλαβαίνει στους ανθρώπους και στη ζωή.
{youtube}CjzQqk6CZIY{/youtube}
Θα μπορούσαμε και μόνο να παραθέτουμε στίχους-τσιτάτα από αυτόν εδώ τον δίσκο, ο οποίος μοιάζει με ατελείωτη πηγή φράσεων έτοιμες για χτύπημα ταττού σε επαρκώς μελαγχολικά παιδιά (ή και μεγαλοπαιδιά, πλέον). Θα μπορούσαμε όμως, μάλλον πιο ουσιωδώς, να πούμε πως ο David Berman κατάφερε να παντρέψει τη φλεγματική και περιγραφική αφηγηματικότητα του Randy Newman με τη χωρίς δραματικές εξάρσεις λύπη του Neil Young, προσαρμόζοντας τα στοιχεία αυτά στα indie δεδομένα της εποχής του, που κράτησαν ασφαλή απόσταση από τα να γίνουν οι παραπάνω αναφορές ευθείες. Και φυσικά μοιάζει αχρείαστο να πούμε πού (δεν) θα βρίσκονταν τύποι σαν τον Kurt Vile, χωρίς άλμπουμ σαν το American Water.
Πάντως, 21 χρόνια μετά, τα πράγματα ήρθαν τραγικά και ειρωνικά, έτσι ώστε ο David Berman να αφαιρέσει παραπάνω από ξαφνικά τη ζωή του στα 52 του χρόνια· πολύ λίγο αφού κυκλοφόρησε τη μοναδική ολοκληρωμένη και ομώνυμη δουλειά του, με το νέο project των Purple Mountains. Πλέον, ο στίχος «I'm gonna shine out in the wild silence» (στο όχι πια απεγνωσμένο "The Wild Κindness") ακούγεται μόνο ως επιτακτική και βίαιη επιλογή, η οποία έγινε πικρή πραγματικότητα.
Αλλά και ως μια φράση που αξίζει μερικές σταγόνες μελάνι πάνω στο δέρμα. Όχι εγώ, κάτι μελαγχολικά παιδιά (ή και μεγαλοπαιδιά)...
{youtube}RUqEAdwuMps{/youtube}