Ataxia: Automatic Writing [2004]

Ο John Frusciante συναντά τον Joe Lally (των Fugazi) και τον (διάδοχό του στους Red Hot Chili Peppers) Josh Klinghoffer και ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, σε μια κούρσα διαφορετικών διαδρομών...

Καιρός ήταν η στήλη να τιμήσει αυτόν που της έδωσε το όνομα.

Γλιτώσαμε από την παραπάνω εισαγωγή, αλλά όχι απαραίτητα και από τα ενθουσιώδη κλισέ. Κι αυτό γιατί ο John Frusciante είναι από αυτές τις περιπτώσεις μουσικών για τις οποίες λίγο ως πολύ ισχύει το «μια κατηγορία από μόνος του». Ή, τέλος πάντων, ένας μουσικός που εμπίπτει στη σχολή Syd Barrett: κάπου μεταξύ ιδιοφυΐας και σχιζοφρένιας (θυμηθείτε το Niandra LaDes Αnd Usually Just Α T-Shirt, 1994), ανάμεσα στην αυτοκαταστροφή και στη σχεδόν εργοστασιακή παραγωγικότητα, αν αναλογιστούμε τους 6 δίσκους που έβγαλε ανάμεσα στο 2004-2005.

(ακολουθεί παράγραφος για τους λάτρεις της στατιστικής

Σε δύο από εκείνους συναντήθηκε με τον Josh Klinghoffer και στον έναν από αυτούς τους δύο και με τον Joe Lally των Fugazi. Οι τρεις τους ονομάστηκαν Ataxia και ανήκουν στο supergroup-παρακλάδι των one session wonders (sic). Σχεδόν, μιας και επιβίωσαν για περίπου έναν μήνα, δύο live εμφανίσεις και  sessions δύο εβδομάδων, τα οποία γέννησαν 80 λεπτά υλικού και δύο άλμπουμ (value for money, θα λέγαμε).

Μπορεί οι Ataxia να μην έχουν πολλή σχέση με τους σουρεαλιστές και όσα κήρυττε στο Μανιφέστο τους ο André Breton (ή ίσως και να έχουν στιχουργικά, τώρα που το ξανασκέφτομαι), πάντως η επιλογή να δώσουν στο ντεμπούτο τους τον τίτλο Automatic Writing μοιάζει ως καλή λεκτική απόδοση των όσων ακούμε σε αυτό. 

Το Automatic Writing έχει όλες εκείνες τις αρετές που θα το έβαζαν κάτω από την ομπρέλα του post-rock: μεγάλες συνθέσεις, μελαγχολία, και μια αβάσταχτη αίσθηση ότι όλα θα έπρεπε να είναι καλύτερα, αλλά είναι καταδικασμένα να μην γίνουν ποτέ. Συγχρόνως, όμως, διαθέτει και μια σειρά από δικά του trademarks. Όπως τη noise εσάνς, η οποία περιμένει στη γωνία για το cameo της μέσα από την κιθάρα του Frusciante που στριγκλίζει, ή τα διασκορπισμένα εφέ των synths. 

Πέρα από μάστορας στο παίξιμο, ο πάλαι ποτέ κιθαρίστας των Red Hot Chili Peppers αποδεικνύεται και μάστορας στις φωνητικές περσόνες. Δεν το κάνει πρώτη φορά, δηλαδή, απλά εδώ συμβαίνει πολύ πιο περίτεχνα και ισορροπημένα από ό,τι στις μέρες που το μικρόφωνο ήταν το διάλειμμά του ανάμεσα στις ενέσεις ηρωίνης. Έχουμε λοιπόν την «κανονική» του ένρινη φωνή, το χαρακτηριστικό του φαλσέτο –που ακόμη κι αν δεν έχεις ακούσει (κακώς), είσαι σίγουρος ότι κρύβεται πίσω από το προαναφερθέν ένρινο ηχόχρωμα– αλλά και το τραχύ γρέζι που συνοδεύει τις υψηλότερες εντάσεις. Τον διάλογο (ή μονόλογο;) των πολλαπλών αυτών προσωπικοτήτων τον βρίσκετε πιο χαρακτηριστικά στο υπολογισμένα αργόσυρτο “Dust”.

{youtube}YSNLv0SesEY{/youtube}

Εδώ πάντως γεννήθηκαν καθώς φαίνεται και οι βάσεις εκείνου που λίγους μήνες αργότερα ο πρώην και νυν κιθαρίστας των Red Hot Chili Peppers θα ηχογραφούσαν από κοινού, υπό τον τίτλο A Sphere Ιn Τhe Heart Οf Silence: το “Another” θα μπορούσε να θεωρηθεί prequel αυτής της εξίσου πολύ δυνατής, με μεγαλύτερη επίκληση στο συναίσθημα, δουλειάς των Frusciante-Klinghoffer. Κυρίως δηλαδή τα φωνητικά του δεύτερου στο εν λόγω κομμάτι των one session wonders (ξαναsic), που δεν προσπάθησαν και πολύ να κρύψουν ότι προσκυνάνε τον Thom Yorke

Και τα 3/3 των Ataxia είναι «παίχτες» γεροί και στιβαροί: δεν κάνουμε εδώ λόγο για guest συμμετοχές, αλλά για τρεις συμπρωταγωνιστές. Μπορείς κάθε φορά να εστιάσεις σε ένα και μόνο όργανο και να συμπαρασυρθείς στη ατέρμονη κυκλικότητά του. Χωρίς να κουραστείς. Όσο δε τα όργανα βυθίζονται σε μια δεμένη εντροπία, άλλο τόσο ορθώνονται περήφανα και μόνα τους. Ως δια μαγείας, λοιπόν, κάθε φορά θα προσέχεις ένα και μόνο από αυτά, χωρίς ποτέ να χάνεις τα άλλα. Ακούστε πώς «σκάνε» τα τύμπανα του Klinghoffer στο “The Sides”, σχεδόν με την ακρίβεια (αλλά όχι και την ψυχρότητα) ενός drum machine. Πώς η κιθάρα του Frusciante ζουζουνίζει σαν να ψάχνει –και τελικά να μην βρίσκει ποτέ– εκείνο που τη ενοχλεί. Και πώς ο Lally οριοθετεί με τις μπασογραμμές του τη σκοτεινή εσωστρέφεια και την απειλητικότητα των κομματιών.

Και κυρίως μην φύγετε αν δεν κάνετε στάση στο “Montreal”. Μια στάση που δεν έκανε στα 18 του ο μπασίστας των Fugazi, συνοδεύοντας την καλύτερή του φίλη· αντ’ αυτού, έγραψε το 12άλεπτο κομμάτι που κλείνει το Automatic Writing. Αν σε όλον τον υπόλοιπο δίσκο πλανάται η προαναφερθείσα αίσθηση περί καταδικασμένης στατικότητας, στο “Montreal” και λίγο πριν το 90ό λεπτό, δεν αλλάζουν πολλά –επέρχεται απλά η νηφάλια αποδοχή της. Αν άλλαζαν, μάλλον δεν θα γραφόταν αυτός ο δίσκος. 

Όσον αφορά την «αυτόματη γραφή», πήρε τη μορφή μιας τυχαίας συνάντησης με τρεις παλιούς φίλους. Απροσδόκητη μα και ευχάριστη, που μετά από τα πρώτα τσιτ-τσατ κυλάει μόνη της. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, αλλά και στον καθένα αποδίδεται η αξία του αναντικατάστατου. Ακριβώς όμως επειδή αυτοί οι άνθρωποι δεν βρίσκονται κάθε μέρα μαζί, το αποτέλεσμα δεν είναι συμβατικά ομογενοποιημένο. Είναι μια κούρσα διαφορετικών διαδρομών, τριών μουσικών που θέλουν να φτάσουν στο ίδιο σημείο. Και φτάνουν ακριβώς τη στιγμή που χάνονται όλοι μαζί.

Είναι αυτή η στιγμή που κι εμείς καταλαβαίνουμε γιατί βαφτίστηκαν Ataxia. 

{youtube}i4foWX8SFcI{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured