Mort Garson - Mother Earth’s Plantasia

Αν και δίσκος προορισμένος για φυτά, μοιάζει να έχει πολλή ανθρώπινη διορατικότητα. Και αυτό που τον κρατά γοητευτικό, είναι ίσως ότι δεν μπορείς να τον αποκωδικοποιήσεις πλήρως: όσο κι αν τον κάνεις κομματάκια, παραμένει ένα απάτητο έδαφος, το οποίο μπορείς να προσεγγίσεις μόνο διαισθητικά...

Το πρώτο πράγμα που έφερε στην επιφάνεια το ασυνείδητο, πριν ακόμη την πρώτη ακρόαση, ήταν η Fantasia του Walt Disney (1940). Κάπως λογικό, ίσως: ο δίσκος του Mort Garson λέγεται Mother Earth’s Plantasia και το εξώφυλλο κοσμεί ένα σκιτσάκι με δύο ανθρωπάκια, με τη νοητή γραμμή του κεφαλιού τους να σχηματίζεται από τα φύλλα ενός φυτού. Κάπως δηλαδή σαν εκείνα τα λουλούδια στη Fantasia, που μετατρέπονται σε μπαλέτο. Μόνο που η ιδιότυπη ηλεκτρονική μουσική του Garson βρίσκεται αρκετά μακριά από τον Καρυοθραύστη του Τσαϊκόφσκι με τον οποίον χορεύουν τα λουλούδια στην ταινία.  

Το Plantasia είναι από εκείνους τους δίσκους που όλα γύρω από την ιστορία τους μοιάζουν κάπως περίεργα και μυστήρια. Όταν όμως το βάζεις στα ηχεία, αυτό που ακούς είναι ανοίκεια ζεστό, κάτι που εξηγεί και το γιατί γνώρισε μια δεύτερη νιότη χάρη στο ίντερνετ (αλλά θα φτάσουμε κι εκεί). Γιατί πόσο συχνά ακούς μουσική για φυτά –ναι, φυτά– η οποία θα μπορούσε με ευκολία να διεκδικήσει τον τίτλο της space συμφωνίας;

Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε μόνο για την ιστορία του Garson και του δίσκου και να μην ξεφύγουμε από το θέμα, αλλά ας πούμε κάποια πράγματα εν τάχει, για να περάσουμε έπειτα στο ψητό. O Καναδός υπήρξε τόσο πολυπράγμων, ώστε δεν μας κάνει εντύπωση που το 2008 –όταν και αποχαιρέτησε τα εγκόσμια– ο τάφος του έγραφε «The music plays on». Σεσσιονάς, συνθέτης πίσω από τραγούδια της Brenda Lee και του Cliff Richard, μα και πρωτοπόρος του moog, έγραψε μουσική για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, καθώς και για την προσγείωση του Apollo 11 στο Φεγγάρι

Κάπου σε όλη αυτήν την πορεία, βρέθηκε στα μέσα των 1970s να γράφει μουσική για τη Mother Earth Plant Boutique στο Λος Άντζελες. Δηλαδή συνθέσεις για «τα φυτά και τους ανθρώπους που τα αγαπάνε», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο υπότιτλος στο εξώφυλλο του Plantasia. Ποιος ξέρει σε πόσα σπίτια έφτασε ο δίσκος μα δεν ακούστηκε ποτέ, απλά για να πεταχτεί σε κάποια στοίβα με άχρηστα αντικείμενα, μιας και δινόταν δώρο μαζί με κάθε αγορά στη μπουτίκ;

Μοιάζει εντελώς άδικο ότι ένας τέτοιος δίσκος πλασαρίστηκε σαν «συνοδευτικό» προϊόν. Δεν μπορούμε βέβαια να μπούμε στο μυαλό του Garson και να υποθέσουμε γιατί φτιάχνοντας αυτή τη μουσική θεώρησε πως προορίζεται για φυτά. Πατώντας πάντως το play, ένα κράμα ήχων που περισσότερο θα γινόταν αντιληπτό σε Homo sapiens, σε πιάνει εξ απήνης. Μια ηλεκτρονική μελωδία στα πλήκτρα, η οποία σε κάνει να φαντασιώνεσαι το εναρκτήριο "Plantasia" σαν κάποια πίστα 8-bit βιντεοπαιχνιδιού, συνδιαλέγεται με πομπώδεις (ή και όχι τόσο) ήχους πνευστών. Και τελικά το αποτέλεσμα θα μπορούσε να επενδύσει ηχητικά ένα ζεστό ανθρώπινο στιγμιότυπο, στο πιο sci-fi σκηνικό.

Ο δίσκος συνδιαλέγεται εξίσου ανοιχτά και με κλασικότροπα στοιχεία. Δεν είναι μόνο οι τίτλοι –που επιδιώκουν ακόμη πιο πολύ να αντιμετωπίσουμε το Plantasia ως ολόκληρο έργο– στους οποίους με μια γρήγορη ματιά βλέπουμε λέξεις όπως “Ode” (“To An African Violet”, όχι στη «χαρά»), “Rhapsody” (“In Green”, απάντηση σε κάποιον κύριο George Gershwin), “Symphony”, “Concerto”. Είναι περισσότερο τα επαναλαμβανόμενα πλήκτρα, που επιδίδονται σε ένα κυκλικό αρπέζ σε στιγμές όπως το “Symphony Of A Spider Plant”, αφήνοντάς σου λίγα περιθώρια από το να ονομάσεις αυτό που ακούς οτιδήποτε πέρα από space φούγκα. 

Ενώ ανήκει δικαιωματικά στον δίσκο να λογίζεται ως αυτόνομο καλλιτεχνικό προϊόν, συγχρόνως σου δίνει (συνεχώς) την εντύπωση ότι κατασκευάστηκε με κάποια εικόνα στο μυαλό. Πίσω δηλαδή από τις αυξομειώσεις του ήχου, «ακούς» μια δράση. Η οποία μπορεί να πιάνει από βουβή κωμωδία και το παιχνιδιάρικο και παλιακό “You Don’t Have Τo Walk A Begonia”, μέχρι το ψυχρό σασπένς που αναδύει το “Music Τo Soothe Τhe Savage Snake Plant”. 

Πάντως μέσα σε όλη αυτή την πολύ ιδιαίτερη στόφα ανιχνεύονται και στοιχεία γνώριμα, αν και χρονικώς απροσδιόριστα. Βάλτε π.χ. σε κάποιον το “Swinging Sphathiphyllums” και πείτε του ότι είναι χαμένο b-side των Belle And Sebastian, στο οποίο δεν έχουν ηχογραφηθεί τα φωνητικά. Θα σας πιστέψει. Βάλτε του μετά και το “Baby’s Tears Blues” και αφήστε τον να ψάχνεται μόνος του, πιθανότατα σε τζαζ μονοπάτια. Χώρια που, συνολικά, το άλμπουμ αποπνέει και μια new age αύρα. 

Ίσως αυτό που κρατά γοητευτικό το Plantasia, είναι ότι δεν μπορείς να το αποκωδικοποιήσεις πλήρως: όσο κι αν το κάνεις κομματάκια, παραμένει ένα απάτητο έδαφος, το οποίο και κρατά την προσοχή σου γιατί δεν το καταλαβαίνεις συνειδητά, αλλά διαισθητικά. Κινούμενο ανάμεσα σε μια ποιητικότητα της μελωδίας και μιας ψυχρής αποτύπωσής της –η οποία προέρχεται από βασικά υλικά, που καταλαβαίνουν μόνο την τάση του ρεύματος– το Plantasia αποκτά τελικά τη θέρμη του μέσα από μια απροσδιόριστη παιδικότητα. Που είτε χρεώνεται στις απλές μελωδίες, είτε στις προαναφερθείσες video game αναφορές, είτε ακόμη και στην ίδια του την ιστορία, την οποία ακούς σαν ένα παράξενο παραμύθι. 

Όπως ακριβώς συνέβη και με τη Midori Takada και το χαμένο ambient διαμάντι της Through Τhe Looking Glass (1983), το YouTube ήταν και για το Mother Earth’s Plantasia ο δρόμος για τη δόξα· σε μια εποχή και μια γενιά ρετρολαγνική με κάθε έννοια. Tο ρετρό τελετουργικό δεν μπορούσε λοιπόν παρά να ολοκληρωθεί με τη φετινή, βινυλιακή επανέκδοση από τη Sacred Bones (με πλήρες memorabilia kit, για να μην πάει τίποτα χαμένο σε σύγκριση με την αυθεντική έκδοση της Homewood Records, το 1976).

Τώρα που το ξανασκέφτομαι (κι εφόσον προηγήθηκε ένα πέρασμα από Ιαπωνία, αλλά και επειδή δεν βρίσκομαι χρονικά στο σημείο που αναφέρεται στην αρχή του κειμένου), δεν είναι τελικά το στρογγυλεμένο σύμπαν της Disney που θα ταίριαζε στον Garson και στο Plantasia. Υπάρχει η anime σειρά Mushishi, η οποία, αντίστοιχα, ψάχνει μία ακόμη πιο βαθιά πνευματική (και μεταφυσική) διάσταση πίσω από τα πράσινα φύλλα των φυτών.  

Πάντως για δίσκος προορισμένος για φυτά, μοιάζει να έχει πολλή ανθρώπινη διορατικότητα. Σε κάθε περίπτωση, αν θέλετε να δοκιμάσετε την τύχη του και στις γλάστρες, με την κόπια της επανέκδοσης του Plantasia από τη Sacred Bones θα βρείτε μαζί κι ένα καρτελάκι με σπόρους. Φυτέψτε το. Ποτίστε το. Βάλτε το Plantasia να παίζει. Εντάξει, κι αν δεν πιάσει στο νέο σας φυτό, θα πιάσει σίγουρα σε εσάς. Αν όχι, επαναλάβετε τη διαδικασία. 

{youtube}SZkR3PyHTs0{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured