Υπήρξαν οι Oasis της γενιάς τους, έχοντας τη μουσική να διογκώνει τον μύθο δίπλα στην «αλητεία». Και εκείνος ο 2ος δίσκος ανέδειξε τον Pete Doherty στον τελευταίο παλαιάς κοπής rock star της Βρετανίας...
Όσοι υπήρξαν φανατικοί –ή έστω τακτικοί– αναγνώστες της New Musical Express στις αρχές προς τα μέσα των '00s, είναι αδύνατον να μην θυμούνται ότι οι Libertines συγκαταλέγονταν ανάμεσα στα αδιαφιλονίκητα darlings της βρετανικής μουσικής εφημερίδας. Και, δυστυχώς, με ένα αρνητικό πρόσημο κιτρινισμού. Κάθε Τετάρτη, δηλαδή, στα καθ' ημάς περίπτερα ξένου Τύπου, κρεμόταν το επόμενο τεύχος, το οποίο και μας ενημέρωνε για το πού βρέθηκε λιώμα ο Pete Doherty ή σε τι καυγάδες έμπλεξε πάλι. Ενίοτε αγκαζέ με την τότε αγαπημένη του Kate Moss κι ενίοτε στα χαρακώματα με τον μαζί-δεν-κάνουνε-και-χώρια-δεν-μπορούνε Carl Barât. Λόγος επαρκής για να μετατρέψουν το έντυπο στη «Sun των Εναλλακτικών», χάνοντας μια και καλή την όποια αίγλη είχε απομείνει, αλλά και μερίδα του αναγνωστικού κοινού (γκούχου).
Βέβαια και οι ίδιοι οι Libertines αρέσκονταν και με το παραπάνω να παίζουν αυτό το παιχνίδι. Αλλιώς, στον 2ο ομώνυμο δίσκο τους δεν θα επέλεγαν να μπει η συγκεκριμένη φωτογραφία στο εξώφυλλο. Η οποία απαθανατίζει τους Doherty & Barât στην πρώτη τους «συμφιλιωτική» συναυλία αφότου ο Pete βγήκε από «τη στενή», όπου βρισκόταν επειδή ...διέρρηξε το σπίτι του μουσικού του συνοδοιπόρου! Ούτε θα αφηγούνταν το χρονικό της άσπονδης φιλίας τους. Που εξηγεί και την αυτοβιογραφική χροιά του τίτλου.
Σαν ηχογραφημένος πόλεμος ακούγεται αυτός ο δίσκος. Ο μεν έχει στο οπλοστάσιό του τις λέξεις, ο δε πυροβολεί (και) με την εξάχορδη. Δεν λείπει βέβαια και το άλλο μεγάλο ανθρώπινο πάθος, γιατί οριακά ερωτική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η σχέση των δύο βασικών μελών, όπως παρουσιάζεται εδώ. Στο ανθεμικό ντουέτο “Can’t Stand Me Now”, που ανοίγει τον δίσκο, θα μας πάρουν τα σκάγια των Smiths (ειδικά με τον τρόπο με τον οποίον τραγουδάει ο Barât) και θα «ακούσουμε» τα πολυάριθμα βράδια απαγορευμένων απολαύσεων στην ταλαιπωρημένη φωνή του Doherty. Κυρίως όμως θα τραγουδήσουν με ένα στόμα-μια φωνή «I know you lie / I'm still in love with you», περισσότερο ρίχνοντας αλατοπίπερο, παρά δίνοντας σαφή απάντηση στο εκρηκτικό τους «ειδύλλιο».
Είναι πάντως εντυπωσιακό πώς η τεταμένη σχέση των δύο Libertines πυροδοτεί σαν χημική αντίδραση τη μουσική τους. Μοιάζει αδιανόητο δηλαδή να έγραφαν αυτή τη μουσική χωρίς εντάσεις. Αλλά, συγχρόνως, εξίσου δύσκολο είναι και να τους φανταστούμε να ανταλλάσσουν έστω κι ένα βλέμμα συμπάθειας κατά τη δημιουργία του δίσκου (ανοίγονται αρκετά στους στίχους άλλωστε, έχουν κι ένα κάποιο «εγώ» να θρέψουν).
Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι στο Libertines η μετεφηβική ενέργεια και τα ηχηρά punk κατάλοιπα του προκάτοχου Up The Bracket (2002) εκλείπουν –λαμπρές εξαιρέσεις το έτοιμο να χορέψει pogo, μονόλεπτο σφηνάκι “Albeit Macht Frei” και οριακά το “The Saga”, το οποίο μας θυμίζει λίγο παραπάνω το γιατί οι Buzzcocks υπήρξαν σημαντικοί.
Όμως θα αναμετρηθούν περισσότερο με τη μελωδία εδώ. Kαι θα το κάνουν με τρόπο που θα επιτρέψει στα μισά περίπου τραγούδια να είναι δυνητικά singles, διαθέτοντας όλα τα φόντα των συναυλιακών must· το χεράκι του σε αυτό έβαλε βέβαια και ο Mick Jones των Clash, από τη θέση του παραγωγού. Όπως στην κοφτερή κιθάρα και στο φαλτσέτο του Doherty στο “Don’t Be Shy” (προτροπή από κάποιον που ξέρει πολύ καλά πώς να μην είναι ...shy). Στην ηλιόλουστη γλύκα του “Music When The Lights Go Out” (η ομορφότερη μελωδία που έχουν γράψει). Αλλά και στο αδερφάκι του “What Katie Did”, το οποίο όχι, δεν είναι γραμμένο για το super model κορίτσι (όπως είναι μήπως το “What Katy Did Next” των Babyshambles;). Και φυσικά στα κομμάτια που ανοίγουν και κλείνουν την αυλαία (“Can’t Stand Me Now” και “What Became Οf Τhe Likely Lads”, αντίστοιχα).
{youtube}CqM11bt9QvI{/youtube}
Οι Libertines ήταν ένας από τους λόγους που εκεί στα μέσα των '00s ο εναλλακτικός ήχος της Βρετανίας δημιούργησε μια τάση αναζωπύρωσης των πραγμάτων –ας μην πιπιλίσουμε τη λέξη «σκηνή», γιατί όσο κοντά, άλλο τόσο μακριά βρίσκονταν οι Franz Ferdinand λ.χ. από τους Doherty & Barât ή οι Block Party από τους Kaiser Chiefs.
Οι Libertines, πάντως, για να δανειστούμε και κάτι από μια άλλη βρετανική σκηνή αυτή τη φορά, υπήρξαν οι Oasis της γενιάς τους. Και ευτυχώς, όπως και τα αδέρφια Gallagher, ήξεραν ότι χρειάζονταν μουσική πρώτη ύλη να διογκώνει τον μύθο τους, πέρα από ένα κακόφημο attitude· αλλιώς όλη η «αλητεία» θα πήγαινε στον βρόντο. Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να πούμε πως ο Pete Doherty στάθηκε ο τελευταίος παλαιάς κοπής rock star του Νησιού –μιας και η Amy Winehouse δεν θα κατάφερνε τελικά να σηκώσει την «καταραμένη» ζωή στις πλάτες της.
Το Libertines υπήρξε ο δίσκος-statement της μπάντας πριν την (τότε) διάλυσή της. Και η τελευταία απόδειξη ότι οι ...Glimmer Twins του γκρουπ θα έλαμπαν μόνο μερικώς χωρίς ο ένας τον άλλο. Έναν χρόνο μετά ο Doherty θα εξακολουθούσε να έχει την αλητεία, όχι όμως και τις δυνατές συνθέσεις στο Down In Albion των Babyshambles (κι ας ξεχώρισε εκείνο το “Fuck Forever”). Ο δε Barât, 2 χρόνια αργότερα στο Waterloo Τo Anywhere των Dirty Pretty Things, θα αποδείξει ότι είναι πολύ δυνατότερος συνθέτης, μα του λείπει λίγη από την καταστροφή.
Τα Anthems For The Wasted Youth οι Libertines θα τα γράψουν μεταξύ 2002-2004, ακόμη κι αν τα ευαγγελίζονται μια δεκαετία και βάλε αργότερα με τον ομώνυμο δίσκο επιστροφής (2015). Στον οποίον δεν τα πήγαν άσχημα, αλλά, αναμενόμενα, ελαφρώς ξεθωριασμένα. Πλέον βλέπουμε τον Pete Doherty να απασχολεί(;) την επικαιρότητα κερδίζοντας διαγωνισμούς ...κατανάλωσης γιγάντιου πρωινού, να προ(σ)καλεί τον Liam Gallagher σε αγώνα μποξ, αλλά και να φτιάχνει ανέμπνευστα τραγούδια με τους Puta Madres.
Μην αναρωτιέστε «what became of the likely lads». Σαραντάρισαν.
{youtube}QGBlEo2NlsY{/youtube}