Πριν την acid έκρηξη του Screamadelica, εξερεύνησαν την πιο σκληρή πλευρά της δισκοθήκης τους, με τον Bobbie Gilespie να αποκαλύπτει την εμμονή του με τον Mick Jagger...
Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε αυτό το κείμενο λέγοντας ότι ο 2ος (και ομώνυμος) δίσκος των Primal Scream ήρθε πριν «την acid λαίλαπα» του Screamadelica και λοιπών χημικών δαιμονίων. Όμως η πραγματικότητα είναι ότι ήρθε ακριβώς μέσα στη δίνη των Es, η οποία εν έτει 1989 είχε πλέον κατακλύσει τη Γηραιά Αλβιώνα. Κι ενώ ο ιδρώτας έρεε άφθονος κάθε βράδυ στο Haçienda, η παρέα του Bobby Gillespie μακραίνει τα μαλλιά της και βάζει τους δίσκους των Stooges και των MC5 να παίζουν σε heavy rotation. Εκτός τόπου και χρόνου; «Most certainly», όπως θα απαντούσαν και οι συντοπίτες τους. Πειράζει; Καθόλου!
Δεν θα τους νοιάξει λοιπόν να κάνουν αυτό το βήμα. Aπό την άλλη, είναι λες και τα ίδια τα τραγούδια του δίσκου αποπνέουν μια εσάνς διστακτικότητας· κι αν όχι, οπωσδήποτε μεταβατικότητας κι όχι ολοκληρωμένης μετάβασης. Για κάθε κομμάτι δηλαδή στο οποίο γκαζώνουν φλερτάροντας με το punk attitude και τον hard rock ήχο (όχι όμως και με τη hair metal αισθητική της άλλης πλευράς του Ατλαντικού), οι Primal Scream μοιάζουν σαν να θέλουν να απολογηθούν με ένα πιο μελωδικό track. Και, ακόμη καλύτερα, με μια μπαλάντα.
Τι συμβαίνει όμως, στο μεταξύ, στον «μπαμπά» της Creation, Alan McGee; Βρίσκει τα νέα του darlings (και) σε επίπεδο management στο πρόσωπα των House Οf Love, οι οποίοι πήραν τη σκυτάλη από τους Jesus And Mary Chain. Έχει ήδη προβεί σε μια άκαρπη προσπάθεια να κάνει την Creation θυγατρικό label της Warner, υπό την επωνυμία Elevation Records. Ξαναεπικεντρώνεται στην Creation όπως την ξέραμε κι αρχίζει να σπαταλά τα λεφτά που (δεν) έχει επί 2 χρόνια στο άλμπουμ που θα εκτόξευε τον shoegaze ήχο: το Loveless των My Bloody Valentine (1991). Σταδιακά παραδίδεται όλο και πιο πολύ στο νεφελώδες σύμπαν των ουσιών –μόλις έχει ανακαλύψει τον μαγικό κόσμο του ecstasy. Πού καιρός να δώσει σημασία στον παλιόφιλό του τον Gillespie.
Και ο ίδιος θα απορήσει ως προς το τι σκέφτονταν οι Primal Scream βγάζοντας αυτόν τον δίσκο το 1989, όπως θα ομολογήσει χρόνια αργότερα στην αυτοβιογραφία του. Βέβαια, ακούγοντας την εισαγωγή του εναρκτήριου “Ivy Ivy Ivy”, το ξάφνιασμα είναι περισσότερο θετικό –τόσο φαντάζομαι για όσους ως τότε γνώριζαν τους Σκωτσέζους σαν μια ηλιόλουστη indie/jangle pop μπάντα (από το ντεμπούτο Sonic Flower Groove, 1987), οπωσδήποτε για τις γενιές που τους μάθαμε σε δεύτερο χρόνο, πρώτα και κύρια ως σημαιοφόρους του rave ‘n’ roll.
{youtube}vTUU1H-0F34{/youtube}
Ορθά αυτό το τραγούδι ανοίγει το Primal Scream. Προϊδεάζει συνδυαστικά για τη φύση του άλμπουμ. Περισσότερος δυναμισμός και καθαρόαιμα δυνατές κιθάρες μεν, ισχυρή δε αίσθηση της feel-good μελωδικότητας στην οποία αρέσκονταν όλα τα παιδιά που είχαν την κασέτα C86 στα απαραίτητα αξεσουάρ της δισκοθήκης τους.
Οι επιδόσεις θα υπάρξουν ιδιαίτερα καλές και στις απαλότερες στιγμές –που ενδεχομένως αποδυναμώνουν βέβαια το άλμπουμ, ούσες περισσότερες από όσες χρειάζεται. Όμως δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τον σαρδόνιο κυνισμό του “You’re Just Dead Skin To Me” και τον τζαγκερικό τρόπο (βλέπε “Dead Flowers”) με τον οποίο αντιπαραβάλλεται στα βιολιά και στη γλυκιά, αλλά και κάπως ράθυμη μελωδία. Κυνισμός που θα γίνει πιο «επιθετικός» στο “You’re Just Too Dark To Care”.
Το τελευταίο είναι βέβαια και μία από τις ενδοδισκογραφικές προοικονομίες του δίσκου, αν θέλετε: θα «παίξει» με τον dream pop ήχο πριν οι Slowdive εκτοξευθούν σε διαστημικούς σταθμούς, οι οποίοι παίρνουν το όνομά τους από το εθνικό μας φαγητό. Ομοίως στο “She Power”, μαζί με ένα στενό μαρκάρισμα στους Stone Roses, οι Primal Scream θα θυμίσουν τους Oasis και το πνευματικό αδερφάκι του “Cigarettes Αnd Alcohol” πολύ πριν η μπάντα-άσσος στο μανίκι του McGee σπάσει μια και καλά τα όρια μεταξύ indie και mainstream ήχου.
Για να επιστρέψουμε όμως στα ενδο-συγκροτηματικά. Εύκολα κάποιος θα υποστήριζε πως το Screamedelica (1991) έγινε δίσκος αναφοράς λόγω του χρυσού αγγίγματος του Andrew Weatherall. Και δεν αμφισβητεί κανείς ότι ο παραγωγός διαθέτει δυνατότητες Μίδα. Όμως αν αρκούσε απλά και μόνο κάτι τέτοιο, το "I'm Losing More Than I'll Ever Have" δεν θα είχε τίποτα να πει πριν μετουσιωθεί σε "Loaded". Αντιθέτως, αναδεικνύεται σε ένα απείρως ενδιαφέρον κομμάτι, το οποίο δείχνει τι έμαθε από το Beggars Banquet των Rolling Stones (1968)· και δεν βρίσκει καμία δυσκολία να μην περάσει το μάθημα με υψηλό βαθμό. Συγχρόνως, αποδεικνύει ότι κάτι καλό μπορεί να υπάρξει η βάση όχι απλά για κάτι καλύτερο, μα και για τον ύμνο των παιδιών μιας γενιάς που με το ένα πόδι πατούσε στη ροκ ανατροφή της και με το άλλο χόρευε μανιωδώς με τη χημική της τροφή.
Απορίας άξιο ωστόσο πώς με το "Gimme Gimme Teenage Head" (και όχι ...danger) η μπάντα γλίτωσε τη μήνυση από τους Stooges. Γιατί δεν αποτίει απλά φόρο τιμής στους punk πιονέρους από το Ντιτρόιτ –αν μιλάγαμε για σενάριο, θα το περιγράφαμε ως «ελαφρά βασισμένο στο "Loose"». Όσο για εκείνο το γρήγορο μελωδικό γύρισμα στο "Sweet Pretty Thing", που φέρνει στο μυαλό τη μελωδία του "(Just Like) Starting Over", μπορούμε να είμαστε πιο δεκτικοί στο να πιστέψουμε ότι δεν ήταν τόσο εσκεμμένο. Κι ο John Lennon άλλωστε κατάκλεψε το "Don't Worry Baby" των Beach Boys, οπότε πάει μακριά η αρχή του νήματος.
{youtube}B6X2f67kClY{/youtube}
Η επιλογή να ονομάσουν τον δίσκο απλά με το όνομά τους –εφόσον δεν είναι πρώτος ώστε να τον εκλάβουμε ως σύσταση– μπορεί να μεταφραστεί ως επιθυμία ηχητικού αυτοπροσδιορισμού. Όμως περισσότερο είναι ένας δίσκος εξερεύνησης και εμμονής το Primal Scream. Εξερεύνησης της πιο σκληρής πλευράς της δισκοθήκης τους και αποκάλυψης της εμμονής του Gillespie με τον Mick Jagger. Αλλά και ένα άλμπουμ που δεν φοβάται κι αδιαφορεί για τις επιταγές των καιρών του.
Άλλωστε, όταν θα πάνε με τους καιρούς τους, θα το κάνουν με τον καλύτερο τρόπο. Κάθε πράγμα στον καιρό του και οι acid Primal Scream το 1991.
{youtube}aMiMZzKp84w{/youtube}