Mόνο να γελάσουμε μπορούμε με το Pitchfork, που το 2001 βαθμολόγησε με ένα σνομπ 3.5 στα 10 έναν δίσκο που δείχνει τι σημαίνει καλή ενσωμάτωση μιας ιδέας και μιας φαινομενικά «ξένης» αισθητικής...
Χρειάστηκαν μόλις 24 (σκάρτα) λεπτά. Όχι μόνο για να χωρέσουν σε αυτά 10 δικές τους, ζηλευτές μελωδίες. Αλλά και για να υπάρξουν τόσο εμπνευσμένοι, ώστε να «παίξουν» με τον μαύρο ήχο της Motown. Το αποδεικνύει και με τη βούλα η επιλογή των Beach Boys να διασκευάσουν Stevie Wonder (“I Was Made To Love Her”), ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των κομματιών του Wild Honey (Capitol, Δεκέμβριος 1967) σε 11. Κι όλα αυτά, λίγους μήνες αφού το Καλοκαίρι της Αγάπης είχε σκορπίσει το χίπικο πνεύμα και τις ψυχεδελικές του αποχρώσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Δεν χρειάστηκε πάντως να ακολουθήσουν τις κιθαριστικές επιταγές του 1967 τα αδέρφια Wilson & Σία για φτιάξουν έναν σχεδόν αψεγάδιαστο δίσκο. Ούτε χρειάστηκε να είναι αψεγάδιαστος με την τυπική έννοια. Οριακά «τσαπατσούλικο» θα τον λέγαμε μάλιστα, συγκριτικά με άλλα πράγματα που έχουμε ακούσει από εκείνους –αναλογιζόμενοι κιόλας ότι ήρθε έναν χρόνο μετά το Smiley Smile. Όμως δεν χρειάζονται πάντα οι τέλειες φωνητικές αρμονίες. Εδώ στα φωνητικά θα ακούσουμε σε πρώτο πλάνο τους Mike Love και Carl Wilson.
Στο ομώνυμο και εναρκτήριο τραγούδι, το θέρεμιν θα ηχήσει σαν σειρήνα· για να δώσει το σήμα σε αυτόν τον δίσκο-ραβασάκι, στον οποίον ο πόθος παίρνει τη μορφή της γλυκιάς γεύσης του μελιού. Μήπως όμως ο Φρόιντ θα έβρισκε οιδιπόδειο το άλμπουμ, αν ζούσε στα 1960s; Πάντως τη μητέρα τους επικαλούνται στο “Wild Honey” τα αγόρια από την Καλιφόρνια· σαν μια εξομολόγηση ακούγονται οι στίχοι του. Μια εφηβική εξομολόγηση, συγκεκριμένα. Λες και ο Carl Wilson μόλις μπήκε σπίτι, πέταξε τη σχολική του σάκα και έτρεξε να πει στη μάνα του για το κορίτσι-«μαντόνα» του.
Δεν είναι βέβαια μόνο αυτό. Όπως ανοίγει ο δίσκος, σχεδόν κι έτσι κλείνει –με το... "Mama Says". 68 δευτερόλεπτα κλασικών Beach Boys φωνητικών αρμονιών, με μόνο συνοδευτικό μερικά διάσπαρτα ρυθμικά χτυπήματα δαχτύλων. Και πάλι υπάρχει μια περιρρέουσα παιδικότητα, ακόμη πιο έντονη τώρα. Αυτή τη φορά ο λόγος είναι στη μητέρα, διά αντιπροσώπων: «Eat a lot, sleep a lot, brush 'em like crazy / Run a lot, do a lot, never be lazy», λέει με μια γλυκιά αίσθηση κατήχησης. Είναι λες και οι Beach Boys σατιρίζουν εδώ την κλασική μητρική φροντίδα· αλλά την ίδια στιγμή υπάρχει και μια υπενθύμιση. Υπογραμμίζεται δηλαδή η εικόνα της μάνας ως προστάτιδας.
{youtube}OeA1OFJ-E_Q{/youtube}
Το μοτίβο επανέρχεται και κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου δίσκου. Στο “I Was Made To Love Her” του Stevie Wonder ο Carl Wilson θα δοκιμάσει τις δυνάμεις του ως λευκός soul βάρδος, εξιστορώντας τον παιδικό έρωτα για τη Suzy, για την οποία «Don't you know my Papa dis'proved / My Mama hooo-ooo-hoooed it». H ψυχανάλυση θα επανέλθει όμως και με την «επιστροφή στη μήτρα» και τη μητέρα-φύση, στη μπαλάντα “Country Air”. Όπου θα ακούσουμε και πάλι το φωνητικό trademark των Beach Boys, συνοδευόμενο από τις χαμηλές συχνότητες του πιάνου, αγκαζέ με το μπάσο. Κι εκεί είναι που θα ακούσουμε και τον στίχο «Mother Nature she fills my eyes».
Αμέσως μετά, οι Beach Boys θα δείξουν και πάλι τις soul και R&B διαθέσεις τους, με το “A Thing or Two”. Με φορτσάτο μάλιστα τρόπο στο ρεφρέν με το ακατέργαστο groove, αλλά και με μια άτσαλη προσπάθεια μίμησης αφροαμερικάνικης φωνής. Ενδιαφέρον έχει όμως και το πώς διατρέχουν τις διάφορες πτυχές της γυναικείας φύσης απέναντι στο αντρικό βλέμμα. Έτσι, μέσα σε τρεις στίχους που λένε «When I see my baby / When I see my little girl / When I see my woman», θα πουν –ή έστω θα δώσουν τη ίδια αίσθηση και κατεύθυνση, πολύ πιο συμπυκνωμένα– όσα θα έλεγε σε περίπου 5 λεπτά ο Φοίβος Δεληβοριάς για "Εκείνη", αρκετά χρόνια αργότερα.
Είναι ένας δίσκος αυτός που απολαμβάνεται κατ' εξοχήν ολόκληρος. Πώς να σου πάει άλλωστε η καρδιά να τον κόψεις στη μέση, όταν το ένα δίλεπτο κομμάτι διαδέχεται το άλλο χωρίς να ρίχνει τον πήχη της υψηλής αίσθησης τραγουδοποιίας; Όσο οι Beatles βρίσκονταν στον απόηχο του φιλόδοξου και σύνθετου ήχου του magnum opus τους Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band, οι Beach Boys θα θυμόντουσαν τη μαγική συνταγή με την οποία γράφει μελωδίες ο Paul McCartney και θα την επιστράτευαν στο “I’d Love Just Once To See You”. Ακόμη και στον τρόπο με τον οποίον χτίζουν εδώ τη στιχουργική, θα μπορούσαμε να μιλάμε για το prequel του “When I’m Sixty Four”. Και για να μην ξεχνάμε το μοτίβο ...της μέλισσας: «I wash the dishes and I rinsed up the sink / Like a busy bee».
O πόθος θα εκφραστεί κατόπιν στην πιο σωματική του εκδοχή στο “Here Comes The Night”, το οποίο, αν θέλαμε να συνεχίσουμε τους παραλληλισμούς, θα μπορούσε να είναι αδερφάκι του “Let’s Spend The Night Together” των Rolling Stones, που όμως στη δισκοθήκη του έχει περισσότερους soul και λιγότερους blues δίσκους. Και τι ωραία λεπτομέρεια αυτή η «συνομιλία» του οργάνου με την οριακά funk μπασογραμμή.
{youtube}f9Y0G6GIASg{/youtube}
Εκεί που θα πειστούν πάντως και οι πιο δύστροποι για τη στροφή στον ήχο των Beach Boys που καταγράφει το Wild Honey –αλλά και για το κατά πόσο το έκαναν επιτυχημένα– είναι στο "Darlin’", δικαίως ένα από τα δύο singles του δίσκου. Είναι το τραγούδι που άνετα θα έπιανε στον ύπνο κάποιον για το χρώμα του δέρματός τους ή το label στο οποίο ανήκουν. Για να μην ξεχνάμε βέβαια πως για όλα ευθύνεται ο Chuck Berry, οι Καλιφορνέζοι θα μας το θυμίσουν με το σκανταλιάρικο “How She Boogalooed It”.
Στο Wild Honey μπορούμε λοιπόν να δούμε τι σημαίνει καλή ενσωμάτωση μιας ιδέας και μιας φαινομενικά «ξένης» αισθητικής, χωρίς υπερπροσπάθεια ή κραυγαλέο τρόπο. Και κυρίως τι σημαίνει καλό συνθετικό αισθητήριο: μόνο να γελάσουμε μπορούμε με το Pitchfork, που το 2001 βαθμολόγησε το άλμπουμ με ένα σνομπ 3.5 στα 10. Θα αρκούσαν λοιπόν αυτά τα 24 (σκάρτα) λεπτά. Και ίσως θα χωρούσαν και ακόμα περισσότερες ιδέες κι από ό,τι προόριζαν οι ίδιοι οι Beach Boys. Είτε προέρχονταν από τη Motown, είτε από την ψυχανάλυση.
Oh sweet sweet honey bees.
{youtube}iXhB2uETzP0{/youtube}