Guns N' Roses - Appetite For Destruction

H κιθαριστική rock 'n' roll μυθολογία των 1980s στα καλύτερά της, σε έναν δίσκο όπου η αγριάδα μετουσιώνεται σε υπολογισμένη αλητεία, εν μέσω ορισμένων αξέχαστων σόλο του Slash και των τσιρίδων του Axl Rose...

Σε έναν δίκαιο κόσμο, στον οποίον η μουσική θα μιλούσε λιγότερο με όρους βιομηχανίας και αυταρέσκειας, εικόνες όπως αυτή του Axl Rose παραγεμισμένου με κιλά, με μια τζίντζερ κουπ-άχυρο (θυμάστε και τα ράστα του, προ δεκαετίας περίπου;) και με τα ψηλά γρυλίσματά του να βγαίνουν και να μην βγαίνουν όσο πατά επί πτωμάτων (ή απλά στο πτώμα της ίδιας του της φήμης...) ως κύριος της «Κινέζικης Δημοκρατίας», θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως ποινικό αδίκημα για τη δημόσια σφαίρα.

Κι αυτό γιατί, σε έναν τέτοιο δίκαιο κόσμο, ο Axl Rose ήταν και θα είναι πάντα εκείνος ο στραβωμένος αλητάκος με τα κομψά χαρακτηριστικά και τη φαρδιά μπαντάνα. Ο Slash αυτά τα δύο γρήγορα χέρια πάνω στη Les Paul και τα δύο κρυμμένα μάτια πίσω από τη μελαχρινή αφάνα με το καπέλο. Ο Duff McKagan η επιτομή του cool πίσω από το μπάσο και το αφοπλιστικό του χαμόγελο. Ή, μάλλον, ας μην χρησιμοποιούμε τόσο εύκολα τον όρο cool –γιατί ο Izzy Stradlin δικαίως θα αντιδράσει πίσω απ’ την εξάχορδη. Ο δε Steven Adler θα ζήσει για την ώρα τα 15 λεπτά δημοσιότητάς του, πριν η ηρωίνη αποδειχθεί ισχυρότερη από τις μπαγκέτες.

45dPrs_2.jpg

Για την ώρα; Ναι, μιας και βρισκόμαστε στο 1987 και στην Πόλη των Αγγέλων. Όπου τα κατακερματισμένα όνειρα των παραπάνω τυπάδων, που μέχρι πρότινος έβρισκαν στέγη κάτω από ονόματα όπως LA Guns και Hollywood Rose, έκαναν ένα μικρό mix and match αυτών για να γεννηθούν από τις στάχτες τους οι Guns Ν' Roses.

Επιστρατεύοντας λοιπόν τα όπλα και τα ρόδα τους (από τις περιπτώσεις που το όνομα μιας μπάντας είναι τάλε κουάλε με το σύμπαν της) θα γράψουν το ντεμπούτο τους, Appetite For Destruction (Geffen, 1987). Παιδιά των Aerosmith; Εκ των πραγμάτων. Μικρά αδέρφια των Hanoi Rocks; Ναι, χωρίς όμως τις τόσο έντονες glam αποστροφές –θα επανέλθουμε σε αυτό. Αλλά και παιδιά του punk; Αρκεί μια ματιά στο μεταγενέστερο άλμπουμ διασκευών The Spaghetti Incident? (1993), για να απαντηθεί το ερώτημα

Οι Guns Ν' Roses γίνονται εδώ αφηγητές του κινδύνου και της «καταστροφής», ξέροντας πώς να στυλιζάρουν αυτά τα στοιχεία ή πολύ απλά γνωρίζοντας πώς να μετατρέψουν την άγρια ζωή του Λος Άντζελες σε «τροπικό» ηχητικό προϊόν για όσους ακούνε τον δίσκο στην ασφάλεια του πικάπ τους. Καλώντας στη ζούγκλα αυτή, κάνουν κατευθείαν μια δήλωση ανάμεσα στις γραμμές: φαινόμαστε αρκετά επικίνδυνοι για να θεωρηθούμε περιθωριακοί, μα δεν παύουμε να κινούμαστε με τρόπο που είναι ασφαλής για να αγκαλιαστούμε από πολλούς. Όλα αυτά όσο γράφουν ένα φρενήρες κιθαριστικό έπος σαν το “Welcome To The Jungle” (το οποίο, για να επανέλθουμε εκεί που υποσχεθήκαμε, πήρε τον τίτλο του από στίχο των Hanoi Rocks).

45dPrs_3.jpg

Στο μεταξύ, ξέρουν πώς να μετουσιώσουν την αγριάδα σε υπολογισμένα υφέρπουσα αλητεία. Με την απαραίτητη απειλητική «μπασίλα» του “It’s So Easy” ή με το “Mr. Brownstone” και το βαρύ του groove, για παράδειγμα (όπου ο κύριος Brownstone, η άτιμη η δόση). Κι αυτές είναι δύο από τις σπάνιες φορές που ο Axl Rose αφήνει τις σχεδόν υστερικές τσιρίδες του για να κινηθεί φωνητικά σε ...βαρομετρικό χαμηλό· δίνοντας την αίσθηση ότι, σε τέτοιες στιγμές, έχει αποδείξει εκείνο που θέλει, οπότε ακούγεται τρόπον τινά πιο άμεσος.

Ασφυκτικά γεμάτο από δυνατές συνθέσεις το Appetite For Destruction. Αν υπάρχει μία λέξη που δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε οποιαδήποτε περιγραφή του, αυτή θα ήταν το filler. Και δεν είναι ότι γράφουν απλά ανθεμικές, γηπεδικές μελωδίες οι Guns N' Roses –μια δοκιμασμένη συνταγή στον hard rock ήχο της εποχής. Κατέχουν καλά την αίσθηση της μελωδίας και της καλοδουλεμένης σύνθεσης: δεν τίθεται λόγος, άλλωστε, όταν 4 χρόνια μετά ο Rose καθόταν σαν φέρελπις sir Elton John στο πιάνο του για να γράψει το 9άλεπτο “November Rain” (αλλά και το υποτιμημένο αδερφάκι του, “Estranged”).

45dPrs_4.jpg

Μην πάμε όμως μακριά, εδώ έχουμε ολόκληρο “Sweet Child O’ Mine” –και τα όποια «τς», θα θεωρηθούν κακοπροαίρετα. Γιατί όσο κι αν το κομμάτι έχει ακουστεί παραπάνω και σε περισσότερες συνθήκες από οσο αντέχει, δεν παύει να λειτουργεί ως ταχύρρυθμο πεντάλεπτο μάθημα στο πώς οι ροκ μπάντες μπορούν να γράφουν τραγούδια με τα οποία μπορεί συγχρόνως να ερωτευθεί ο metalhead αλλά και να νιώσει «άγρια» η έφηβη που κρατά ημερολόγιο με ροζ σελίδες, χαράζοντας το όνομα του αγαπημένου της στο σχολικό θρανίο.

Το σόλο του Slash που αναγνωρίζουν μέχρι και οι πέτρες –ακόμη κι αν δεν μπορούν να ονοματίσουν απαραίτητα από πού προέρχεται– το κουπλέ που κερδίζει σε μελωδία το ίδιο το ρεφρέν και η σφιχτή δομή, αλλά και η εξιδανικευμένη στιχουργική απεικόνιση «εκείνης» ως μιας «Παναγίας», τικάρουν γρήγορα και εύκολα τα κουτάκια με όλα τα do’s για τη δεδομένη επιτυχία.

{youtube}2rYjzb5_3uI{/youtube}

Δεν είναι υπερβολή: θα μπορούσαμε να σπαταλήσουμε αρκετές σειρές μιλώντας για κάθε τραγούδι του Appetite For Destruction ξεχωριστά. Γιατί, το “Nightrain”, φερ’ ειπείν, θα ήταν αρκετό από μόνο του ως single για να ανεβάσει λίγκα μια μπάντα της εποχής· αντίστοιχα, η κοφτή ενέργεια του “My Michelle” εξακολουθεί να παραμένει ζηλευτή. Αν όμως έπρεπε να εξηγήσουμε σε κάποιον νέο επισκέπτη της Γης τι εστί Guns Ν' Roses με ένα και μόνο κομμάτι, αυτό δικαιωματικά θα ήταν το “Paradise City”.

Αν ο Ζίζεκ αναλύοντας τον Χαμένο Παράδεισο του Μίλτον τον χαρακτήριζε σαν το «Βασίλειο της Διαστροφής», ίσως τελικά άθελά του να βρισκόταν πιο κοντά στους Guns Ν' Roses από ό,τι ποτέ θα φανταζόταν. Κατά Guns N' Roses, στην Πόλη του Παραδείσου το γρασίδι είναι πράσινο και τα κορίτσια όμορφα. Τα υπόλοιπα από αυτόν τον ιδεατό κόσμο, αφήνονται στη φαντασία –και στη «διαστροφή». Κι ίσως αυτό τον κάνει πιο ενδιαφέρον. Κατά τα λοιπά, θα μπορούσαμε να μιλάμε για τον ιδανικό συνδυασμό της διττής δυναμικής της μπάντας: ευλυγισία με τη μελωδία και εξίσου καλός χειρισμός της χαρντροκάδικης ενέργειας, με ρεφρέν προορισμένο να τραγουδιέται από στάδια.

{youtube}Rbm6GXllBiw{/youtube}

Δεν ξέρω αν, ακούγοντας για πρώτη φορά το Appetite For Destruction στην ηλικία των 13 (και αρκετά μακριά από τον αυθεντικό χρόνο στον οποίον συνέβαιναν όλα τα παραπάνω), το πρώτο πράγμα που λειτούργησε ως μαγνήτης ήταν το attitude ή τα καλά τραγούδια, τείνω όμως με σιγουριά στο δεύτερο. Ίσως βέβαια το πρώτο να βοήθησε την καλλιέργεια του μύθου που συνόδευε τις αμέτρητες ακροάσεις των εφηβικών χρόνων που ακολούθησαν. Το θέμα βέβαια είναι ότι, ακούγοντας ξανά το άλμπουμ αρκετά χρόνια μετά –και με σαφώς πιο συνειδητοποιημένες προσλαμβάνουσες– εξακολουθεί να πουλάει τον «κίνδυνό» του σαν ένα brand με την καλύτερη δυνατή marketing στρατηγική. Και είναι κι αυτά τα κομμάτια. Όχι και λίγα όλα αυτά για να θεωρηθεί ο δίσκος διαχρονικός, ε;

Σε κάθε περίπτωση, ήταν και παραμένει ένας δίσκος του καιρού του που ποτέ δεν πούλησε (ή θέλησε να πουλήσει) μια αισθητική η οποία επαναλήφθηκε σε μέλλοντα χρόνο. Εδώ βρίσκουμε την κιθαριστική rock 'n' roll μυθολογία των 1980s στα καλύτερά της. Ο μύθος (και μια ντουζίνα ακόμη καλά τραγούδια) θα συνεχίσουν να διογκώνονται και στις αρχές των 1990s. Έως ότου λίγες μόλις μέρες μετά την κυκλοφορία των δύο Use Your Illusion (1991) ένα μωρό βουτήξει στο νερό για να τσιμπήσει ένα δολάριο, τινάζοντάς τα όλα στον αέρα –μέχρι να τα ξανατινάξει πάλι ο κρότος ενός όπλου.

{youtube}1w7OgIMMRc4{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured