Στην καλύτερη στιγμή τους, έπεισαν τους πάντες ότι ήταν πράγματι η πιο επικίνδυνη μπάντα της Αμερικής, γράφοντας τραγούδια που δεν ζορίζονταν για να φανούν σπουδαία...
Αυτό το κείμενο δεν έχει σκοπό να αναφερθεί στην πρόσφατη τηλεταινία The Dirt, με τα έργα και τις ημέρες της «πιο επικίνδυνης μπάντας στην Αμερική» στα ντουζένια της. Χρησιμοποίησε όμως αυτό το γεγονός ως μια πρώτης τάξεως αφορμή για να καταπιαστεί με τον δίσκο εκείνο των Mötley Crüe που υπήρξε η καλύτερη στιγμή τους –τον δικαίωσαν και οι πωλήσεις, στέλοντάς τον στην κορυφή του Billboard.
Εν έτει 1989, η λύση έμοιαζε μία και μοναδική για αυτούς τους τέσσερις κωλοπαιδαράδες από το Λος Άντζελες: θα έριχναν τα ζάρια, στοιχηματίζοντας τα πάντα· ελπίζοντας λίγα, αλλά προσδοκώντας πολλά. Και οι πιθανότητες θα ήταν μεταξύ όλων και τίποτα, όχι κάτι ενδιάμεσο.
Με τη σκιά των καταχρήσεων να βαραίνει το πρόσφατο παρελθόν, οι Mötley Crüe αποφασίζουν να γλιτώσουν από τον βέβαιο θάνατο –κυριολεκτικά, μιας και ο μπασίστας Nikki Sixx άφησε το χέρι της ερωμένης του που άκουγε στο όνομα ηρωίνη σχεδόν να τον πνίξει, ουκ ολίγες φορές. Όμως η μπάντα «καθαρίζει» και μπαίνει στο στούντιο.
Ή τώρα ή ποτέ. Το φιλί της ζωής θα το δώσει ο παραγωγός Bob Rock. Η μεν μπάντα, δεν είναι δα ότι θα «σοβαρευτεί»: το σύμπαν της εξακολουθεί να έχει να κάνει με τη γραφική απεικόνιση του ροκ εν ρολ τρόπου ζωής. Αλλά καταφέρνουν επιτέλους να τον υπηρετήσουν με μια πιο συγκροτημένη γραφή. Να γράψουν εν’ ολίγοις πολλά και καλά τραγούδια, που δεν ζορίζονται για να φανούν σπουδαία.
Ξεκινάει άλλωστε ανθεμικά το Dr. Feelgood. Με το ομώνυμο κομμάτι και τις βαριές απειλητικές κιθάρες να προετοιμάζουν για το τσιριχτό «Dr. Feeeelgood» του Vince Neil, ο οποίος δεν είναι βέβαια άλλος από τον ντίλερ με την πολυπόθητη δόση. Γιατί όσο κι αν πήραν τον «σωστό τον δρόμο» οι Crüe, η σκιά των ναρκωτικών επανέρχεται εδώ, ξανά και ξανά.
Το κυνήγι άλλωστε της αδρεναλίνης και της ταχύτητας στο glam punk κάλεσμα του “Kickstart My Heart” δεν μπορεί να ιδωθεί παρά ως μια κεκαλυμμένη αφήγηση ενός παρ’ ολίγον μοιραίου overdose του Sixx. Έτσι, η μεταφορά με την οποία θα παρουσιαστεί είναι είτε μια ελεύθερη πτώση («Skydive naked from an aeroplane»), είτε μια φοβερά όμορφη γυναίκα που ...κόβει την ανάσα («Or a lady with a body from outer space»). Ακόμη κι όταν ακούμε την α-λα-Aerosmith μπαλάντα “Without You”, η οποία χρεώνεται επισήμως στον χωρισμό του Tommy Lee με τη Heather Locklear, ο υποψιασμένος ακροατής μπορεί εύκολα να τη μεταφράσει ως ένα γράμμα αγάπης στην άσπρη σκόνη.
{youtube}CmXWkMlKFkI{/youtube}
Όσον αφορά πάντως το γυναικείο φύλο, έχει μεν την τιμητική του στο Dr. Feelgood, αλλά όχι απαραίτητα και την τιμή του. Οι θηλυκές υπάρξεις στραγγίζονται μέσα από το απόλυτο ηδονοβλεπτικό male’s gaze –τι περιμένατε από τη μπάντα για την οποία έχει λεχθεί ότι δεν έπρεπε κανείς να αφήσει το κορίτσι του μόνο μαζί της, σε ακτίνα αρκετών μέτρων; Όχι, ο Vince Neil δεν θέλει να τεστάρει τις ζαχαροπλαστικές ικανότητες του μάλλον ανήλικου αντικείμενου του πόθου του («So young...ever get caught they'll arrest me»), όταν λέει με αργόσυρτα heavy τρόπο «Order me up another slice of your pie» (“Slice Οf Υour Pie”).
Η αδυναμία των Mötley Crüe στο απροκάλυπτα σέξυ δεν χρειάζεται πτυχίο πυρηνικής φυσικής για να γίνει αντιληπτή –αρκεί μια ματιά στις κατά καιρούς συντρόφους των μελών τους. Έτσι, αρέσκονται να κοιτάνε (και) το σωματικά ωραίο, που μάλιστα τους εμπνέει για να γράψουν δύο από τα πιο δυνατά χαρτιά του δίσκου: το “Rattlesnake Shake”, με τη βαριά glam χρυσόσκονή του να πέφτει, και το “Same Ol’ Situation (S.O.S.)”. Τη μία χαζεύοντας το λίκνισμα «αυτής που περνάει», την άλλη έχοντας όχημα τη φαντασίωση με τα «κορίτσια που ξενυχτάνε μόνα ή δυο δυο», όχι ακριβώς με αθώο τρόπο. Όταν δε “She Goes Down” σε χαρντροκάδικους ρυθμούς, δεν χρειάζεται να πούμε πολλά περισσότερα...
{youtube}kXt5NWY5Ay0{/youtube}
Σε τελική ανάλυση, βέβαια, αυτό το άλμπουμ είναι το ημερολόγιο μιας μπάντας οριακά ξοφλημένης από τα πάθη της, η οποία όχι μόνο ανακάμπτει, αλλά υπογράφει και μια δουλειά που λειτουργεί σαν το ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα· και, κατά μία έννοια, ως το κύκνειο άσμα ενός κύκλου. Ακούγεται σχεδόν προφητικό –ή απλά ρεαλιστικό– όταν πάνω στους μαλακωμένους τόνους του “Don’t Go Away Mad (Just Go Away)” ο Vince Neil λέει «We could sail away / Or catch a freight train / Or a rocketship into outer space / Nothin' left to do». Θα είναι άλλωστε και ο τελευταίος δίσκος που θα ηχογραφήσει με τους Mötley Crüe για την ώρα –αν και θα επιστρέψει το 1997 για το Generation Swine.
{youtube}QNCM8IjtQ-o{/youtube}
Αν οι Hanoi Rocks πήραν την εύπλαστη ύλη των New York Dolls για να της προσθέσουν μια heavy αλητεία και αν το ριφ του “Sweet Child O’ Mine” των Guns Ν' Roses εξακολουθεί με συνέπεια να μπαίνει σε μερικά εκατομμύρια σπίτια –ακόμη κι ατόμων στα οποία η φράση «Whisky a Go Go» μοιάζει με άγνωστη ατάκα διαφήμισης– όλα οφείλονται σε έναν συνδετικό κρίκο: τους Mötley Crüe. Και στο Dr. Feelgood (όνομα και πράγμα) διανύουν την καλύτερη στιγμή τους, αποδεικνύοντας αυτό που πάντα διαφαινόταν σχετικά με την παραπάνω σύγκριση. Οι μεν πρώτοι δεν είχαν το συνθετικό εκτόπισμα, οι δε δεύτεροι το είχαν και με το παραπάνω, αλλά τους έλειπε το μαγικό συστατικό της συνταγής: να είναι η πιο επικίνδυνη μπάντα της Αμερικής –ή, έστω, να καταφέρουν να τους πείσουν όλους για αυτό.
{youtube}trGX3ET3jTQ{/youtube}