Ονειροπόλα ομορφιά της ύστερης νεότητας; Ή γοητευτική αποδοχή της βαθιάς ενηλικίωσης; Δύσκολες αποφάσεις...
Μπορούσαμε για έναν τέτοιο δίσκο να μιλάμε για …in ή out of season; Να δούμε δηλαδή το παρελθόν που κουβαλάει περισσότερο από το παρόν του ή τούμπαλιν; Να ζυγίσουμε μεταξύ πρωτόλειας (κατά το δυνατό) δημιουργίας και φόρου τιμής στο συλλογικό μουσικό ασυνείδητο; Να ξεχωρίσουμε την καλλιτεχνική του βαρύτητα από τη συναισθηματική του φόρτιση;
Τέτοια ερωτήματα μοιάζουν να διαπερνούν –αλλά όχι και να τίθενται στο επίκεντρο– αυτήν την από κοινού δουλειά της Beth Gibbons των Portishead και του Paul Webb, ο οποίος κρατούσε τις τέσσερις χορδές για τους Talk Talk μα ως τότε (2002) συστηνόταν πλέον ως Rustin Man. Μην περιμένετε βέβαια να ακούσετε εδώ ούτε τους Portishead, ούτε τους Talk Talk. Προσδεθείτε όμως για να εκτοξευτείτε με γνώριμους ήρωες σε νέες περιπέτειες.
Ερμηνεία πρώτη. Η Gibbons κάθεται μπροστά από τον καθρέφτη και στήνει ένα παιχνίδι. Φαντασιώνεται τον εαυτό της ως μία από τις μυριάδες αυτές ερμηνεύτριες που την έφεραν ως εδώ, αλλά και τις κουβάλησε ως εδώ. Τώρα θα το δείξει. Γι' αυτό και κάθε κομμάτι θα λειτουργήσει ως άσκηση ύφους. Το ότι καλωσορίζει με ζεστή σπαρακτικότητα στο “Mysteries” δεν σημαίνει ότι δεν θα κοιτάξει ευθύς αμέσως τον “Tom Τhe Model”, βλέποντας σε εκείνον την αφοπλιστική γοητεία του Bryan Ferry. Κι από εκεί θα φαντασιωθεί τη φωνή της σε ένα “Show”, να γυρίζει σε 78 στροφές με την αίγλη πολύ περασμένων δεκαετιών. Βασικά για να συναντήσει τη Billie Holiday σε ένα «ρομάντζο» (“Romance”) μεταξύ του ήχου του 20ου και του 21ου αιώνα, με αφηγητή τη φωνή της. Μήπως γι’ αυτό να λέει «Cuz that ain't me»;
Αν και τα λεπτοραμμένα στρώματα ήχου πλανεύουν, πρόκειται για έναν δίσκο που απαντά βασικά στις singer/songwriter αρχές. Το ακούμε καθαρά άλλωστε στο “Resolve”, όπου η Gibbons πάλι θα αλλάξει μάσκες, φορώντας μία αυτήν που την κάνει να γρυλίζει και μία εκείνη που φανερώνει τον πιο λυρικό της εαυτό. Στο τέλος θα παραδοθεί σε ήχους πιο σύγχρονους, αφήνοντας τη φωνή της να περπατήσει πάνω σε μια τεχνητή ονείρωξη, καλώντας τον συνοδοιπόρο της: “Rustin Man” λέγεται άλλωστε το κομμάτι με το οποίο αποχαιρετά –ή μάλλον τείνει προς το μέλλον. Ας μην βιαζόμαστε όμως να φτάσουμε εκεί.
{youtube}wtl2CbgWWJI{/youtube}
Ερμηνεία δεύτερη. Η Beth Gibbons μπορεί να είναι ο μοχλός, πάντως κινεί τον μηχανισμό που έφτιαξε ο Paul Webb. Ο οποίος συνομιλεί εδώ μαζί της αφασικά –συγχρόνως όμως και εμφατικά. Προσέξτε τον διάλογο που ανοίγουν τα όργανα με τη φωνή της ερμηνεύτριας. Για την ακρίβεια, όχι μόνο τον διάλογο, αλλά και τον δικό τους εσωτερικό μονόλογο. Σε κάθε τραγούδι, το όργανο-πρωταγωνιστής δίνει τη σκυτάλη στο επόμενο.
Το αρπέζ της κιθάρας στο “Mysteries” μετατρέπεται έτσι σε αρπέζ στο πιάνο (“Show”). Τα χέρια αφήνουν ενίοτε τον πρωταγωνιστικό ρόλο των εγχόρδων (πληκτροφόρων ή μη) για να πιάσουν τα πνευστά. Είτε δυναμικά, όπως στο “Tom Τhe Model”, είτε με την τεμπέλικη τζαζ χροιά του “Romance”. Είναι όμως κι εκείνα τα στολίδια που δείχνουν πως η ομορφιά κρύβεται καμιά φορά στις λεπτομέρειες, οι οποίες ξεχωρίζουν όπως εκείνος ο special guest σε μια ταινία, που μνημονεύεται ξεχωριστά από το υπόλοιπο cast. Τίτλοι αρχής για το “Drake” (Nick?) λοιπόν –και στον ρόλο του «killer» η φυσαρμόνικα. Τίτλοι αρχής για το “Funny Time Οf Τhe Year” και στον ρόλο του ντετέκτιβ το τρεμάμενο μπάσο.
Ερμηνεία τρίτη και τελευταία. Η Beth Gibbons είναι το yin και ο Paul Webb το yang. Ξεχάστε τους παραπάνω άτυπους διαχωρισμούς, εδώ όλα λειτουργούν μαζί. Οι δυο τους φτιάχνουν ένα κομψοτέχνημα διαποτισμένο με ρετρολαγνεία για τις ευαισθησίες των παιδιών των 1990s, που σιγά-σιγά ωριμάζουν, προβληματίζονται και γίνονται λιγάκι σκυθρωπά. Όχι όμως κι ανέλπιδα. Η ομορφιά, τους σώζει. Όπου αποφασίζουν να τη βρουν· εδώ, εν προκειμένω.
Είναι λοιπόν στο τελευταίο τραγούδι (όπως προαναφέραμε) όπου η Gibbons τείνει ευθέως τον λόγο στον Rustin Man: «Oh Rustin Man / I can't deny this is you again» του λέει, με μια φωνή που «σπάει» σε ένα άναρχο ηχοτοπίο.
Δεκαεπτά χρόνια μετά ο παραπάνω στίχος γίνεται κυριολεξία, με τον Paul Webb να επιστρέφει ως Rustin Man με το Drift Code. Τώρα αποκαλύπτεται μάλιστα και με τη φωνή του, χωρίς πλέον τη Gibbons στο πλευρό του. Και η νεφελώδης αίσθηση γίνεται άμεση, νευρώδης τραγουδοποιία. Κάπως έτσι το νήμα ενώνει τον χρόνο και θέτει το εξής ερώτημα ανάμεσα στους δύο δίσκους: ονειροπόλα ομορφιά της ύστερης νεότητας ή γοητευτική αποδοχή της βαθιάς ενηλικίωσης;
Δύσκολες αποφάσεις.
{youtube}x2oujWSZCcg{/youtube}