Αραιά και πού, η στήλη προτείνει την ακρόαση, τη θέαση και την ανάγνωση κάποιου έργου, σύγχρονου ή παλαιότερου. Ο γράφων τη στήλη ταξίδεψε μέχρι τη Βαϊμάρη και τη Δρέσδη στο μεσοδιάστημα των δημοσιεύσεων των κειμένων και έτυχε να βρίσκεται στο επίκεντρο μιας εξαίσιας σύμπτωσης. Λίγες ημέρες πριν την αναχώρησή του, το (μικρής έκτασης, αλλά εξαιρετικά εμπεριστατωμένο) βιβλίο του Γιάννη Μαλλούχου, τον γοήτευσε. Πρόκειται για Το Τραγούδι Των Ωκεανίδων, που φέρει ως υπότιτλο το «Ο Μιχαήλ Μπακούνιν και η μουσική». Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα.
{youtube}fRZaX6-dsn8{/youtube}
Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο: «Μερικές φορές, το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν κάποια "σημεία επαφής" στην πολιτισμική ιστορία, μπορεί να εντοπιστεί στην ανάδειξη πτυχών των υποκειμένων και του κοινωνικού περιβάλλοντός τους, οι οποίες, στην κυρίαρχη ιστοριογραφία, εμφανίζονται ως δευτερεύουσες ή ακόμη και ως περιστασιακές ή ασήμαντες». Σε έτερο δε σημείο, ο συγγραφέας αναφέρει ότι «αρκετοί γνωρίζουν ότι ο Μπακούνιν βρέθηκε στα οδοφράγματα της Δρέσδης το Μάη του 1849 δίπλα στο Ρίχαρντ Βάγκνερ. Μια συνάντηση που βρίσκει θέση σε πολλές βιογραφίες του Βάγκνερ ή του Μπακούνιν, καθώς και σε αρκετές ιστορίες μουσικής και ιστορικά κείμενα για την εξέγερση. Η σχέση του όμως με τη μουσική και τους μουσικούς ήταν πολύ πιο πλούσια και σίγουρα πιο βαθιά».
Μια εξαιρετική ιστορία από το βιβλίο αναφέρει το εξής στιγμιότυπο. Βρισκόμαστε στην 1η Απριλίου 1849, όταν ο Ρίχαρντ Βάγκνερ –ως αρχιμουσικός της αυλής– διευθύνει την 9η του Μπετόβεν. Ο ίδιος θα γράψει αργότερα στα απομνημονεύματά του: «Στη γενική πρόβα παραβρέθηκε μυστικά και κρυφά από την αστυνομία ο Μιχαήλ Μπακούνιν. Ήρθε, χωρίς ντροπή, μετά το τέλος της πρόβας σε μένα, μπροστά από την ορχήστρα, για να μου φωνάξει ότι, εάν έπρεπε όλη αυτή η μουσική να χαθεί μέσα στον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα, εμείς έπρεπε να σταθούμε ενωμένοι και με κίνδυνο της ζωής μας για τη διατήρηση αυτής της συμφωνίας».
Αυτό είναι ένα μόνο από τα υπέροχα «μυστικά» που αναδεικνύει ο Μαλλούχος στο βιβλίο του, το οποίο αξίζει να αναγνωστεί όχι μόνο από τους φιλόμουσους, αλλά από όποιον επιθυμεί να εισέλθει στον κόσμο των κάθε λογής επαναστατών. Είτε της μουσικής, είτε της πολιτικής.