Οι παροικούντες τη folk σκηνή και οι λάτρεις της προ ορισμένων ετών επαναφοράς της, μπορούν να εξάγουν ορισμένα συμπεράσματα από μια σημειολογικού ενδιαφέροντος ιστορία που εξελισσόταν κατά σύστημα και επανειλημμένα στους Crosby, Stills, Nash (για μια περίοδο και Young). Οι συμμετέχοντες στο εμβληματικό αυτό σχήμα αποφάσιζαν ποια κομμάτια θα συμπεριλάβουν στους δίσκους τους, ως εξής: συγκεντρώνονταν ύστερα από τις ανάπαυλες της δραστηριότητάς τους και έπαιζαν ο ένας στον άλλον τραγούδια που είχαν γράψει.
Όλοι άκουγαν με προσοχή. Ένας εξ αυτών (αν δεν με απατά η μνήμη μου τρομακτικά, ο David Crosby) θεωρείτο ότι είχε το πλέον οξυμένο κριτήριο να ξεχωρίζει τα καλά τραγούδια. Ο ίδιος εξηγούσε αρκετά χρόνια μετά σε κάποιο από τα μουσικά περιοδικά που τους αφιέρωνε κάθε χρόνο τουλάχιστον ένα εξώφυλλο, ότι ακολουθούσε την εξής τακτική: άκουγε τα τραγούδια χαλαρά και, αν κατά την ακρόαση αντιλαμβανόταν ότι χτυπούσε το πόδι του στον ρυθμό, τότε πρότεινε στους υπόλοιπους να συμπεριληφθεί στον επόμενο δίσκο.
{youtube}6GqgNebPm50{/youtube}
Ποιο το κέρδος από μια τέτοια τακτική; Δοκιμάστε το στον εαυτό σας, παρατηρείστε τις κινήσεις σας όταν ακούτε ένα folk άσμα. Εάν ταυτιστείτε με το ρυθμικό στοιχείο του κάθε τραγουδιού, θα αντιληφθείτε ότι στην πραγματικότητα ταυτίζεστε με όλα τα στοιχεία του. Προσέχετε δηλαδή το ίδιο το δημιούργημα έτι περαιτέρω, σας αποσπά το ενδιαφέρον να εμβαθύνετε σε αυτό, γίνεστε κοινωνός εν τέλει του μηνύματος του τραγουδοποιού. Τι παραπάνω να θέλει ένας δημιουργός;
Εντάξει, η λογική είναι υπερβολικά απλουστευτική. Ωστόσο κάθε τραγούδι του folk ιδιώματος –αυτού του φαινομενικά απλού εκφραστικού τρόπου που εμπεριέχει όμως ανυπέρβλητες μερικές φορές δυσκολίες– οφείλει να δημιουργεί την αίσθηση της οικειότητας και της απρόσκοπτης προσέλκυσης του ενδιαφέροντος. Οι folk τραγουδοποιοί είναι άλλωστε κατά μία έννοια μετεξέλιξη των περιφερόμενων αφηγητών μετά μουσικής, όσων λειτούργησαν ως φορείς της λαϊκής τέχνης σε ολόκληρη την Ευρώπη για αιώνες.
Γιατί αναλώθηκε όμως το συγκεκριμένο κείμενο σε όλη αυτή την εισαγωγή; Για να εξηγήσω την απογοήτευση που προκαλεί το νέο τραγούδι των Fleet Foxes, το οποίο κυκλοφόρησε στο YouTube με τίτλο "Third of May / Ōdaigahara".
Εξηγούμαι. To Fleet Foxes (2008), ήταν εξαίσιος δίσκος. Αλλά το Helplessness Blues του 2011 αποδείχθηκε άνευρο, άνισο, άνυδρο. Δεν είχε ούτε καλές συνθέσεις, ούτε την απαραίτητη συγκολλητική ουσία, που θα ενοποιούσε τα τραγούδια μεταξύ τους. Και φυσικά, τα τραγούδια του δεν έφταναν σε αμεσότητα εκείνα του προκατόχου του: το "The Shrine / An Argument" δεν μπορούσε να σώσει μόνο του την παρτίδα.
Και φτάνουμε στο προκείμενο, το νέο τραγούδι τους από τον επικείμενο δίσκο Crack-Up, που θα κυκλοφορήσει τον Ιούνιο. Διαβάζω την περιγραφή: «σχεδόν εννιάλεπτο, επικό κομμάτι, που κινείται από το πιάνο και τη δωδεκάχορδη ηλεκτρική κιθάρα, ένα κουαρτέτο εγχόρδων και τις χαρακτηριστικές σπινθηροβόλες αρμονίες της μπάντας». Καλύτερα βέβαια να μην διαβάσει κάποιος την περιγραφή αυτή, προτού ακούσει το κομμάτι. Γιατί οι ιθύνοντες της εταιρίας τους, της Nonesuch, μάλλον άκουγαν άλλο τραγούδι... Ή απλώς είναι αδίστακτοι στο μάρκετινγκ.
Το "Third of May / Ōdaigahara" ξεκινάει με εύσχημο τρόπο, ενώ τα σχεδόν 9 λεπτά του περνούν γρήγορα. Αυτά τα στοιχεία, είναι τα καλά του· συγχρόνως, όμως, είναι και οι τεράστιες αδυναμίες του. Το τραγούδι δεν εξελίσσεται σε κανένα σημείο, ενώ μόλις πάψει μένεις με την απορία στο βλέμμα και τη σκέψη: «Τέλειωσε κιόλας; Χωρίς την παραμικρή κλιμάκωση; Χωρίς ένα ξέσπασμα; Ένα πυροτέχνημα έστω βρε αδερφέ;».
Αν κρίνουμε από αυτό το τραγούδι και μόνο (δεν είναι βεβαίως δόκιμη η τακτική, αλλά θα την τολμήσουμε), στα 6 χρόνια που μεσολάβησαν από το Helplessness Blues οι Fleet Foxes προφανώς δεν κατάφεραν να ανασυντάξουν τις εκφραστικές τους δυνάμεις, ώστε να παράξουν κάτι πραγματικά επικό, κάτι πραγματικά σπινθηροβόλο. Και δεν μπήκαν καν στη διαδικασία να επιστρέψουν στη βάση τους. Μοιάζουν έτσι με τα παιδιά της πρώιμης εφηβείας, που, όταν επιτυγχάνουν κάτι μία φορά, πιστεύουν ότι θα το επιτυγχάνουν για πάντα.
Δυστυχώς όμως για εκείνους, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά φτωχό. Μια απλή προσπάθεια για εντυπωσιασμό. Μάταιος κόπος. Ιδίως αν δεν μπορείς να κάνεις τον ακροατή να χτυπήσει το πόδι στον ρυθμό σου.