Όπως ίσως έχει πάρει κάπου το μάτι σας, ετοιμάζουμε εδώ και μερικές εβδομάδες την ελληνική έκδοση του βιβλίου ΣΥΡΙΖΑ: Μέσα στο Λαβύρινθο του Βρετανού δημοσιογράφου Kevin Ovenden. Εκλήθην προσωπικά από τις Εκδόσεις Οξύ να βοηθήσω με την επιμέλειά του. Είναι η πρώτη φορά που πράττω κάτι τέτοιο ολοκληρωμένα, στο παρελθόν βρισκόμουν μόνον στα «μετόπισθεν» της παραγωγής ενός βιβλίου, παρέχοντας πληροφορίες και βοήθεια. Η τιμητική αυτή προσφορά είναι στοίχημα σοβαρό και μεγάλο. Γι' αυτό και, μέσα στο δημιουργικό άγχος που περιβάλλει μια τέτοια ενέργεια, θα δημοσιεύσουμε σήμερα μέσα από τη στήλη μερικές πρώτες σκέψεις για μια πτυχή όσων πραγματεύεται ο Ovenden.
{youtube}rmIm9nAkVc0{/youtube}
Τις περισσότερες λεπτομέρειες για την ημερομηνία κυκλοφορίας θα τις πληροφορηθείτε εκ νέου και εν καιρώ. Σύντομα πάντως.
---------------------
«Επτά μήνες διαπραγματευόμασταν». Η φράση του Αλέξη Τσίπρα δεν χωρά ιδιαίτερες αμφισβητήσεις, μιας και ο πρώτος κύκλος της διακυβέρνησης –από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι τον Ιούλιο του ίδιου έτους– ήταν ετεροβαρής. Σχεδόν όλες οι δυνάμεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην κυβέρνηση είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τη σκακιέρα της διαπραγμάτευσης. Ήταν ένα πεδίο πρωτόγνωρο για την Αριστερά, επίπονο σε διάρκεια και ένταση και επώδυνο για τα στελέχη που ενεπλάκησαν σε αυτήν. Το δε αποτέλεσμα, το νέο μνημόνιο, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί μονοσήμαντα. Οι δυνάμεις που εμπλέκονται στο χαώδες πεδίο της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης, «σέρνουν» μαζί τους πολλαπλάσιες στρατηγικές και τακτικές, ανάλογα με τις επιδιώξεις και τους στόχους της κάθε αντίπαλης μερίδας.
Δεν είναι λοιπόν υπερβολικό να ειπωθεί ότι η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα εκλήθη να ανταποκριθεί σε μια αποστολή με ιδιομορφίες που αδυνατούσε να γνωρίζει επακριβώς, ενώ αντικειμενικά δεν βρισκόταν σε θέση να επηρεάσει τους εκατοντάδες παράγοντες που ασκούνται σε έναν ιδιαίτερο ανταγωνισμό. Εδώ τίθεται εν τέλει και ένα γενικότερο ερώτημα. Μπορεί η πολιτική ηγεσία μιας χώρας με προβληματικά οικονομικά χαρακτηριστικά να έχει ποτέ τις δυνάμεις για να υπερισχύσει σε μια διαπραγμάτευση εντός του νεοφιλελεύθερου πολιτικού και οικονομικού τοπίου; Σε προέκταση αυτού, μπορεί μια πολιτική ηγεσία, η οποία ευαγγελίζεται (σε διάφορους τόνους) τη σύγκρουση με αντιλήψεις που ενυπάρχουν στις υπόλοιπες διαπραγματευόμενες δυνάμεις, να είναι επαρκώς προετοιμασμένη για να ανταπεξέλθει επαρκώς σε «ξένο γήπεδο»; Και επιπρόσθετα, μπορεί ή χρειάζεται ο λαός και η κοινωνία να έχουν προετοιμαστεί για κάθε ενδεχόμενο;
Οι απαντήσεις στα συγκεκριμένα ερωτήματα είναι εξαιρετικά δύσκολες. Και επί της ουσίας άπτονται των εγγενών δυσχερειών που αντιμετωπίζει η Αριστερά, όταν καλείται να λειτουργήσει σε ένα οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο το οποίο (τουλάχιστον) δεν της ταιριάζει. Είτε μιλούμε για τις αναίσχυντα «μεταρρυθμιστικές» εκφάνσεις της, είτε για τις πλείστες «επαναστατικές» παραφυάδες της, ο τρόπος με τον οποίον θα διαχειριστεί την εξουσία εντός των διαμορφωμένων σε ακραία νεοφιλελεύθερο και πελατειακό περιβάλλον σχέσεων, γίνεται τρομακτικά δύσκολη υπόθεση εργασίας. Μεταφερόμενοι από αυτό το γενικό ζήτημα στο «ρεαλιστικό» καθήκον του 2015, επικρατεί απόλυτη σύγχυση. Εξ ου και η άσκηση πολιτικής βάσει αρχών και στόχων βοηθά στην εξομάλυνση της εν λόγω πορείας.
Αν κάτι όμως είναι βέβαιο, είναι ότι οι απαντήσεις γίνονται ακόμα πιο «θολές» αν αναζητηθούν με κριτήρια συναισθηματικά. Αρκετοί «μετά Χριστόν προφήτες», τις ημέρες και τους μήνες που ακολούθησαν την υπογραφή του μνημονίου, εξήντλησαν την κριτική τους σε όρους συναφείς της «προδοσίας». Δεν βοήθησαν ιδιαίτερα στην αποτίμηση της διαπραγμάτευσης, στη χρήσιμη επανεξέταση των όρων της και στην εξαγωγή των συναφών συμπερασμάτων. Ο συναισθηματισμός είναι εγγενές στοιχείο της Αριστεράς, ωστόσο η υπερίσχυσή του έναντι της διαλεκτικής παράγει τα αντίθετα αποτελέσματα. Περισσότερο συσκοτίζει, παρά διαφωτίζει.