Η είσοδος στο Gagarin 205 έμοιαζε με κάτι σαν φυσική επιλογή. Η προσωπική δε επιλογή, να έχει υπάρξει η όσο το δυνατόν μικρότερη επαφή με το νέο υλικό του Φοίβου Δεληβοριά, υπάκουε σε κάποιου είδους ηθελημένη και αναγκαστική νοσταλγική αντιμετώπιση της δισκογραφίας. Καμία διάθεση μα προστρέξω στο YouTube ή σε κάποια άλλη ιστοσελίδα για να καταστρέψω με την ανυπομονησία ένα από τα τελευταία προπύργια που έμειναν στην τελετουργική αντιμετώπιση της σύγχρονης μουσικής. Σαν η βαθιά εκτίμηση για τον καλλιτέχνη να επιβάλει να μην εισέλθεις με το «έτσι θέλω» στη διαδικασία που εκείνος επέλεξε. Σαν να σέβεσαι την ακολουθία γεγονότων, διότι, σε τελική ανάλυση, στον κόσμο του θεάματος –και η μουσική ευτυχώς είναι εν γένει μια μορφή θεάματος– το «περιτύλιγμα» αποτελεί μέρος σημαντικό της δημιουργικής διαδικασίας.
Η πρώτη επαφή με έναν νέο δίσκο δια της συναυλιακής του παρουσίασης ίσως μοιάζει παράταιρη ή (τουλάχιστον) κινδυνεύει να αδικήσει την αυτόνομη ύπαρξή του. Ιδίως όταν ενυπάρχει ένα απροσδιόριστο μα τουλάχιστον εμφανές και όμορφο άγχος στον ιθύνοντα νου. Ο Δεληβοριάς ήταν δηλαδή εμφανώς «τρακαρισμένος», στο πρώτο μέρος της συναυλίας του, το Σάββατο που μας πέρασε. Από τη μία, η Καλλιθέα αποτελεί το δεύτερο τολμηρό βήμα ύστερα από τον Αόρατο Άνθρωπο. Από την άλλη, είναι διαφορετικοί οι κώδικες μέσα σε ένα (ιστορικό, πλέον) λαιβάδικο σαν το Gagarin: από την όρθια στάση των θεατών μέχρι τη rock 'n' roll «οσμή» των ντουβαριών και από τις αναμνήσεις μιας παλιότερης, τρελαμένης συναυλίας, μέχρι την προσωπική σχέση την οποία χτίζεις με έναν κόσμο που θέλεις να μοιάζει αλλιώτικος –μήπως και δικαιολογήσεις την ύπαρξή σου σε μια σκληρή πραγματικότητα– ο Δεληβοριάς εκλήθη να υποβληθεί στη βάσανο της αλλαγής έδρας.
{youtube}n4cDKBNzHnw{/youtube}
Σε τελική ανάλυση, συγκρίνετε τον Δεληβοριά της Καλλιθέας με τον Δεληβοριά του Η Ζωή Μόνο Έτσι Είν' Ωραία. Διαγράφει, λες, μια πορεία αντίστροφη και τώρα απελευθερώνεται. Ή μήπως όχι; Στα μάτια τα δικά μας έτσι μοιάζει και χαιρόμαστε. Κάποτε ο Άρης Καραμπεάζης (το έχουμε ξαναπεί) είχε γράψει ότι ο Δεληβοριάς επέλεξε «να συνταχθεί τελεσίδικα με την πλευρά της φλωριάς». Ισχύει. Τώρα βέβαια με την Καλλιθέα έχει κάνει μια άλλη σπουδαία και σπάνια επιλογή: να αποδεχτεί το παρελθόν και το συνακόλουθο μέλλον του μικροαστισμού.
Ο Δεληβοριάς είναι καλός στην εξιστόρηση. Λίγοι μπορούν να το κάνουν χωρίς να αφομοιωθούν από την ίδια την ιστορία την οποία προβάλλουν. Τώρα διάλεξε λοιπόν να κάνει μια αναδρομή στην Καλλιθέα των παιδικών του και εφηβικών χρόνων. Να έρθει αντιμέτωπος με όσα τον διαμόρφωσαν, πέρα από το επίπεδο της μουσικής του φυσιογνωμίας. Και εδώ τα κατάφερε. Δεν γίνεται έρμαιο της αυτονόητα υπερφίαλης αυτοικανοποίησης των καλλιτεχνών. Με άλλα λόγια, είναι πρώτα άνθρωπος καθημερινός και μετά καλλιτέχνης. Το συγκεκριμένο επίτευγμα απαντάται μόνον στη λαϊκή τραγουδοποιία και σε καμία περίπτωση στον χώρο όπου κινείτο μέχρι σήμερα ο Δεληβοριάς.
Ομολογώ, βέβαια, ότι η παραγωγή του νέου δίσκου (από τον Χρήστο Λαϊνά) κρύβει μια τεράστια παγίδα: αν κάθε τραγούδι ακουστεί απομονωμένο, τότε αποπνέει μια αίσθηση ασυμβατότητας ή τουλάχιστον υπερβολής. Όταν όμως επιλέξεις να δαπανήσεις τον χρόνο σου για να ακούσεις τον δίσκο ολόκληρο, τότε αποκαλύπτεται ένας άλλος, διαφορετικός, εξαίσια ενδιαφέρων κόσμος. Και εδώ έρχεται το δεύτερο κύμα σεβασμού, καθώς η ομάδα που επιμελήθηκε όλες τις λεπτομέρειες της Καλλιθέας, υπακούει στους άγραφους κι όμορφους κανόνες της «παραδοσιακής» δισκογραφίας. Διάολε, δίσκους ακούμε, όχι ατάκτως ερριμμένα τραγούδια. Έχουν κι εκείνα την αξία τους, αλλά μέχρι ένα σημείο. Κι ας μας αποκαλέσουν εστέτ.
Πάμε όμως πίσω στον πνευματικό άξονα της Καλλιθέας. Έχει ξεκινήσει μια ωραία κουβέντα, εντελώς άτυπα, για το αν, εν καιρώ κρίσης (όχι αποκλειστικά οικονομικής), ο εκάστοτε καλλιτέχνης πρέπει να κάνει ένα βήμα σαν αυτό του Δεληβοριά. Αν μπορεί δηλαδή να στρίψει προς το παρελθόν, να κοιτάξει τα παιδικά του χρόνια, να μιλήσει για θέματα της γειτονιάς του· αν σε τελική ανάλυση έχει το δικαίωμα να «σιωπήσει». Έχουμε ξεκαθαρίσει στο Streaming Stories ότι η διαρκής «γκρίνια» για τη σιωπηρή καλλιτεχνική τάξη αποτελεί στην πραγματικότητα μια επιχείρηση μεταφοράς ευθύνης στις «αυθεντίες».
Το υλικό της Καλλιθέας ξεκίνησε να γράφεται πριν ενάμισι χρόνο, δηλαδή περίπου στο ξεκίνημα του καλοκαιριού του 2014. Η «ελπίδα» έμοιαζε να κρύβεται ακόμα, αλλά γνωρίζαμε ότι βρισκόταν στη γωνία και όπου να 'ναι θα έκανε την εμφάνισή της, γεμίζοντας τους πάντες με ανυπομονησία, ίσως και μ' έναν αδιόρατο φόβο. Πάντως με θέρμη περίμεναν όλοι το διαφορετικό. Ο Δεληβοριάς τότε αντέδρασε γυρνώντας στο πατρικό του, στην πόλη της απόλυτης μικροαστικής ζωής, της αστικής σαλάτας, στην οποία οι συγκινήσεις κρύβονται σε πράγματα μικρά. Στο αλογάκι του περιπτέρου, στο γιαπί των ανώφελων συζητήσεων των παιδιών, στο φροντιστήριο ξένων γλωσσών. Ένας ολόκληρος κόσμος γεμάτος όνειρα, που εκ των προτέρων διέθεταν ταβάνι. Όλοι έβραζαν στο ζουμί τους με την ψευδαίσθηση μιας επιτυχίας.
Αν στον Αόρατο Άνθρωπο του βρώμικου ήχου και της μελαγχολίας –που αποτελεί την σπουδαιότερη «τομή» στην πορεία του Δεληβοριά και ακόμα παραμένει για τον γράφοντα ένα σπουδαίο ηχογράφημα– ο καλλιτέχνης θέλησε να βουτήξει στο μαύρο της προσωπικής απώλειας κάθε είδους, τώρα επιστρέφει στην πιο άβολη στιγμή. Εκεί όμως υπάρχει και η θαλπωρή. Μια κοινωνική κατάσταση σε ένα σημείο αιχμής, δημιουργεί ανασφάλειες. Πώς λύνονται αυτές; Στην περίπτωση του Δεληβοριά, με την επιλογή να έρθει αντιμέτωπος με τις πιο μύχιες αναμνήσεις του.
Στο σύμπαν της διαρκούς αναζήτησης της ολοκληρωμένης καλλιτεχνικής έκφρασης, ελάχιστοι είναι όσοι θα παραδεχτούν και θα νιώσουν περήφανοι που μεγάλωσαν σε μια Καλλιθέα. Όταν όλοι επιλέγουν τη φυγή, φυσική και πνευματική, ο Δεληβοριάς όχι μόνο μένει εδώ, όχι μόνο αποκαλύπτει μια συλλογική ανάμνηση άβολη, αλλά τη φέρνει και μπροστά στο μούτρο σου. Σαν να σου λέει, από εκεί ήρθαμε οι περισσότεροι, να αναλάβουμε τώρα την ευθύνη να δούμε πού θα πάμε. Την Καλλιθέα, όσο κι αν μας ξενίζουν ορισμένες ηχητικές ή στιχουργικές απόπειρές της, πρέπει να την ακούσουμε προσεκτικά. Πρέπει να μας κάνει να νιώσουμε άβολα και να μας αναγκάσει να συμβιβαστούμε με το γλυκερό, αλλά αδυσώπητο παρελθόν.
Σε τελική ανάλυση, για κάποια τέτοια συναισθήματα δεν ακούμε μουσική;