Μια βόλτα στο εξωτερικό είναι πάντοτε χρήσιμη και, σε τελική ανάλυση, απελευθερωτική. Αναδιατάσσει τους ορίζοντες και τα σημεία αναφοράς, γεγονός εξόχως σημαντικό όταν προέρχεσαι από έναν κόσμο και μια κοινωνία μπερδεμένη. Η Ελλάδα, ως σταυροδρόμι πολιτισμών (πόσο κλισέ και παράλληλα αληθινή πρόταση), μοιάζει να 'χει ανακατέψει τόσο πολύ τις καταβολές της, ώστε εκείνες πλέον ομογενοποιούνται και τα συστατικά δεν ξεχωρίζουν. Εξ ου και η επίσκεψη σε έναν τόπο που έχει επηρεάσει σημαντικά την εγχώρια πραγματικότητα, βοηθά να βρεις τα κέρδη, τις ζημίες, τα χαμένα και τα κρυμμένα.
Για τους μονίμως κακόμοιρους Έλληνες, η Ευρώπη λειτουργεί ως Γη της Επαγγελίας –ως ο σκοπός μιας ζωής που δεν πρόκειται ποτέ να επιτευχθεί. Και όλα αυτά πασπαλισμένα από ακόμα περισσότερες υβριστικές αναφορές στoν γενέθλιο τόπο. Ιστορίες με γραφειοκρατικά φαντάσματα και χαμίνια μικροκλοπείς φοροφυγάδες μας κρατούν –υποτίθεται– μακριά από την Ευρώπη. Και η απόλυτη αντίφαση; Αυτοί που επιθυμούν διακαώς να αποτινάξουν από πάνω τους τη ρετσινιά του Έλληνα, είναι οι πρώτοι που εκμεταλλεύονται την ελληνική περίπτωση: μεγαλοφοροφυγάδες με λουσάτες offshore και εταιρίες, στις οποίες φορτώνουν τα εισοδήματά τους, μπας και γλιτώσουν λίγα ευρώ, «που θα πάνε σε ένα κράτος σπάταλο». Οι σπάταλοι δηλαδή κατηγορούν το λειψό κράτος το οποίο δημιούργησαν, για σπατάλη.
{youtube}qvWl7JOOT6I{/youtube}
Κι εκεί ακριβώς είναι που ανιχνεύεις τις διαχωριστικές γραμμές στην εκάστοτε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, αλλά και την αμφίδρομη σχέση των πολιτισμών. Στους ζωγραφικούς πίνακες του Bruegel του Πρεσβύτερου λ.χ., ιχνηλατείς την ίδια βουκολική ανησυχία με τα ελληνικά χωριά –άλλωστε η κυκλικότητα των εποχών και των παθών δεν διαφέρει ιδιαίτερα. Στις σκοτεινές αναπαραστάσεις του Caravaggio βλέπεις πτυχές της παραδοξότητας του χριστιανικού κόσμου, εγγενές στοιχείο της διαρκούς επερώτησης του θρησκευτικού συναισθήματος. Κατανοείς, με άλλα λόγια, ότι οι ανησυχίες ενός ολόκληρου κόσμου πηγαινοέρχονται ανάμεσα σε λαούς και δοξασίες· σε παραδόσεις που απέχουν χιλιάδες χιλιόμετρα, αλλά κάπως συναντώνται.
Το συμπέρασμα; Όσοι οικτίρουν τα ελληνικά πάθη (με ή χωρίς εισαγωγικά), αηδιάζουν ουσιαστικά μπροστά την ίδια τους την ύπαρξη, μπροστά στην ίδια τους την αποτυχία. Δεν αντέχουν να αναμετρηθούν με την αντιστοιχία των στιγμών και των συνηθειών. Ένα καφέ στη Βιέννη δεν απέχει τόσο από ένα ελληνικό καφενείο. Σκεφτείτε πού έφτασε ο κάθε λαός –οι Έλληνες και οι Τούρκοι για παράδειγμα– που κατέκτησαν τον τόπο αυτό με διαφορετικά μέσα. Και ας αναζητήσουμε τις ενδιαφέρουσες τομές, παρά τις αποστάσεις.
Αλήθεια, τι θα ήταν ο Klimt αν δεν ένιωθε απαρέσκεια για την υπερβολική εμμονή των συμπατριωτών του με την κλασική Ελλάδα; Και τι θα ήταν ο Χατζιδάκις, αν δεν έβλεπε εκείνη τη μυστήρια γυναίκα να περπατά στην Πέμπτη Λεωφόρο, δίνοντάς του το έναυσμα να γράψει μουσική για κάποιον που περιπλανάται μόνος σε έναν ξένο τόπο;