Πρόκληση ή κάτι βαθύτερο; Πιθανότατα και τα δύο... Οι χαρακτηρισμοί και οι αντίστοιχες εκτιμήσεις αφορούν το κείμενο «Το Βδέλυγμα» του συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη, που δημοσιεύθηκε πριν από μερικές ημέρες στη Lifo. Ένα κομμάτι γραμμένο με τρόπο υποδειγματικό για να πετύχει ακριβώς τον σκοπό του. Υπό μία έννοια, ήταν ένα κείμενο ευκρινώς δομημένο για να συζητηθεί.
Το όνομα του ιθύνοντα «βαρύ» για τον εγχώριο καλλιτεχνικό κόσμο, οι δε λέξεις αρκούντως σκληρές, εννοιολογικά και ηχητικά, ώστε να προκαλούν ακραίες αντιδράσεις. Ορισμένοι θέλγονται από τη συγκεκριμένη τεχνική: άγονται και φέρονται από το φορτίο του πνευματικού «ειδικού», ο οποίος μπορεί (υποτίθεται) να αναγιγνώσκει την πραγματικότητα απαλλαγμένος από τα εγκόσμια όρια της κοινής αντίληψης. Αλήθεια, πόση απολυτότητα μπορεί να παραχθεί από την κατ' επίφαση ελευθερία;
{youtube}G9lP1HWm_E8{/youtube}
Τόση πολλή, ώστε στη δημόσια σφαίρα υπεισέρχονται έννοιες συλλογικής ευθύνης προερχόμενες από κάποιες σκοτεινές παραδόσεις. Οι αντιφάσεις αλληλοεπικαλύπτονται και επικρατεί ένας χυλός. Ολόκληρος ο λαός φταίει για τα δεινά του, και παρασύρει τα πάντα με τις λάθος επιλογές του, υποστηρίζει ουσιαστικά ο Δημητριάδης. Και προτείνει το ανήκουστο: «Ο λαός αυτός πρέπει να τιμωρηθεί γι' αυτό που είναι και για όσα διαπράττει. Η τιμωρία του πρέπει να είναι ισοδύναμη με τη βδελυρότητά του: συντριπτική».
Τα αβίαστα ερωτήματα, αφού τινάξουμε από τα πέτα μας τον κουρνιαχτό της πρόκλησης, είναι απλά. Γιατί τόση οργή από την πλευρά του συγγραφέα; Γιατί τόσο μίσος για έναν λαό; Γιατί τόση τιμωρητική διάθεση; Και γιατί τώρα;
Το Πεθαίνω Σαν Χώρα, που είναι γραμμένο ακριβώς με την ίδια τεχνοτροπία με το υπό εξέταση κείμενο, εκδόθηκε το 1978, σε μια ιστορική στιγμή οριακή. Λίγα χρόνια μετά την πτώση της Χούντας, όλοι και σε όλα τα επίπεδα αναζητούν ακόμη την ανατρεπτική φυγή. Οι βεβαιότητες λίγες και όσοι τις υπερασπίζονταν κινδύνευαν να ενταχθούν στο τάδε ή στο δείνα «στρατόπεδο». Τότε ο Δημητριάδης επιλέγει τη στροφή προς τον εσωτερικό κόσμο, προκειμένου να εκφράσει την αποστροφή του για το όλον δια της γενίκευσης. Δεν έκανε ούτε αυτή τη φορά τίποτε διαφορετικό.
Τώρα, στο 2015, μέσα σε μια στιγμή πολιτικής και κοινωνικής έντασης και παραζάλης, ο Δημητριάδης επιλέγει να αντιπαρατεθεί υβρίζοντας όχι τον τάδε ή τον δείνα «ταγό», αλλά τον λαό. Πικραμένος εκ των προτέρων από την ανώφελη προσπάθειά του, στρέφεται στο εξωτερικό και ζητά κάποιους να τιμωρήσουν τον λαό στην Ελλάδα, ως ενιαίο υποκείμενο, για τις πράξεις του. Ποιες είναι αυτές; Παραλείπονται. Ίσως επειδή η γενικευμένη δυσαρέσκεια προς μια έννοια δυσπρόσιτη, κρύβει κάτω από το χαλί τις πραγματικές ευθύνες και τους αληθινούς υπευθύνους.
Αλήθεια, ο Δημητριάδης μοιάζει να μισεί όχι τόσο τον λαό, αλλά τον ίδιο του τον εαυτό. Αναζητά έναν Μεσσία να επιβάλει την τιμωρία, επειδή βρίσκεται στη δεινή θέση να λατρεύει αξίες και αρχές, τις οποίες αδυνατεί να εφαρμόσει στον ίδιο του τον λόγο. Σε τελική ανάλυση, μόνον απέραντος σεβασμός αρμόζει σε έναν λαό. Σε οποιονδήποτε λαό. Γιατί είναι ικανός για τα πάντα.
Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη Ιστορία (Κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Κράτους 1830-1974 μοιάζει ως η ιδανική απάντηση στον Δημητριάδη και τον υποτιθέμενο συλλογικό συναισθηματισμό του...
Μια εκτέλεση που ήταν δολοφονία
Οι Κυριακές είναι για τον Κύριο, όχι για τον Χάρο. Τις Κυριακές δε γίνονται εκτελέσεις. Τις Κυριακές, και τα μέλη του στρατοδικείου που καταδικάζουν σε θάνατο, και τα μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος που εκτελεί τις θανατικές αποφάσεις των δικαστηρίων και λέγεται εκτελεστικό γι’ αυτό το λόγο, παν στην εκκλησία. Μια εκτέλεση που γίνεται νύχτα θεωρείται δολοφονία. Οι εκτελέσεις γίνονται ευθύς μετά την ανατολή του ηλίου, ώστε να μπορέσει ο μελλοθάνατος να δει το φως της μέρας για τελευταία φορά. Για τους μελλοθάνατους κομμουνιστές είναι έθιμο, ας το πούμε έτσι, να γυρνούν και να κοιτούν τον ανατέλλοντα ήλιο, πριν σταθούν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα: ο ήλιος θα ανατέλλει πάντα σε πείσμα όλων των σκοταδιστών.
Το κράτος σε ρόλο δολοφόνου φροντίζει να ακολουθείται ένα τυπικό στις εκτελέσεις, ώστε να φανεί πως αυτές είναι κάτι το πάρα πολύ σοβαρό και επίσημο. Φροντίζει επίσης να γεμίζει με σφαίρες τα μισά μόνο όπλα των ανδρών του εκτελεστικού αποσπάσματος. Τα άλλα μισά έχουν άσφαιρα πυρά. Καθώς δεν ξέρεις αν το δικό σου όπλο ήταν γεμάτο θάνατο, διατηρείς την ελπίδα πως εσύ δεν σκότωσες, κι έτσι μειώνεις τις τύψεις σου κατά 50%. Και ποτέ ένας εκτελεστής δεν μετέχει δυο φορές σε εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν πρέπει να αυξήσει τις πιθανότητες να είναι αυτός ο δολοφόνος. Ολο αυτό το λειτουργικό το υπαγορεύει η θρησκεία της αγάπης! Η οποία τόσο ενδιαφέρεται για το θύμα, που στέλνει παπά στον τόπο της εκτέλεσης, να φροντίσει για την ψυχή αυτού που σε λίγο θα πάει στην κόλαση. Γιατί, βέβαια, κανείς εκτελεσμένος δεν πάει στον παράδεισο. Ω, γελοίοι ταρτούφοι!
Είναι Κυριακή, 30 Μαρτίου 1952. Στις 3 και 20 μετά τα μεσάνυχτα ξεκινάει απ’ τις φυλακές της Καλλιθέας η πομπή του Θανάτου. Μπελογιάννης, Μπάτσης, Αργυριάδης, Καλούμενος. Τέσσερις «εχθροί της πατρίδας» πρέπει να πεθάνουν γιατί πολύ αγάπησαν την πατρίδα. Σε λιγότερο από μια ώρα, στις 4 και 10, όλα έχουν τελειώσει για τους «προδότες». Ο ήλιος θέλει κάπου δυο ώρες ακόμα για να βγει. Η εκτέλεση θα γίνει υπό το φως των προβολέων των στρατιωτικών αυτοκινήτων.
Το εκτελεστικό απόσπασμα αποτελείται από άνδρες της ΕΣΑ. Πυρ! Κι ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Δημήτρης Μπάτσης, ο Ηλίας Αργυριάδης, και ο Νίκος Καλούμενος, ημέρα Κυριακή, χωρίς να δουν το φως του ήλιου για τελευταία φορά, ξεκινούν για τον άλλο κόσμο από μια αλάνα κοντά στη μάντρα του νοσοκομείου «Σωτηρία», σχεδόν δίπλα στο πεντάγωνο.
Θα μαζέψουν βιαστικά τα πτώματα, θα τα θάψουν στα γρήγορα, θα πλύνουν τα χέρια τους και θα παν στην εκκλησία να κάνουν τον σταυρό τους σαν καλοί χριστιανοί που εκτέλεσαν το ελληνικό και το χριστιανικό καθήκον τους.
Χιλιάδες κομμουνιστές έπαψαν να κάνουν κακό στην πατρίδα με τον ίδιο τρόπο. Αλλά αυτό που με συντρίβει στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι η εκτέλεση καθεαυτή, είναι που δεν επέτρεψαν σε τέσσερις ανθρώπους που πολύ αγάπησαν την Ελλάδα να δουν το ελληνικό φως για τελευταία φορά. Κτήνη! Αυτή η εκτέλεση και μόνο, με τον τρόπο που μεθοδεύτηκε, με τον τρόπο που έγινε, δείχνει πως τούτος ο τόπος είναι καταδικασμένος σε θάνατο…