Νίκος Σβέρκος

 
Αυτό το Streaming Stories είναι το τελευταίο της «σαιζόν» και οι συγκεκριμένες γραμμές γράφονται υπό περίεργες συνθήκες, ελέω των ιδιαίτερων (ανύπαρκτων) τεχνολογικών υποδομών στα ελληνικά νησιά.  Ο γράφων βρίσκεται σε ένα από τα νησιά των μικρών Κυκλάδων, αφού έχει δώσει –για πολλοστή φορά– την υπόσχεση στον εαυτό του ότι θα σταματήσει να είναι τόσο υποχωρητικός στη δουλειά του, ώστε να συγκαταλέγεται σε εκείνους που μένουν τον Αύγουστο στην Αθήνα, κρατώντας τη ζωντανή. 
 
Τέλος πάντων, η χρονική συγκυρία συνέπεσε με το φετινό Up Festival στα Κουφονήσια, το οποίο ολοκληρώθηκε λίγες μέρες πριν. Αναλυτικό ρεπορτάζ θα βρείτε στις ανταποκρίσεις συναυλιών από τον Τάσο Μαγιόπουλο, που υπό αντίξοες συνθήκες μα με άκρατο επαγγελματισμό παρακολούθησε όλες τις συναυλίες στο Πορί, όταν οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να επιβιώσουν από το μεσημεριανό ξύπνημα. Ορισμένες παρατηρήσεις είναι όμως απαραίτητες και στα πλαίσια αυτής της στήλης.
 
{youtube}fqBVXxINS4U{/youtube}
 
Η φετινή διοργάνωση ήταν μεγαλύτερη (εξωστρεφώς) από όλες τις προηγούμενες, γεγονός που καταμαρτυρεί τον παγιωμένο χαρακτήρα του φεστιβάλ. Κάτι τέτοιο, όμως, φέρνει μαζί και ορισμένα αρνητικά (σχετικώς) φαινόμενα. Αφενός ο κόσμος που φτάνει στο νησί των μονοψήφιων τετραγωνικών χιλιομέτρων, έχει αλλάξει· η «εναλλακτικίλα» έχει σπάσει και πλέον υποκαθίσταται έως έναν βαθμό από τους μικρού βεληνεκούς σελέμπριτι της εγχώριας χιπστερίλας. Πράγμα που έχει δύο αρνητικά:
 
1. Ο hip κοσμος δεν φέρνει απαραίτητα και μονιμότητα σε μια διοργάνωση, παραμένει για όσο διάστημα δεν θα υπάρχει κάποιο άλλο hip γεγονός
 
2. Η τουριστική Ελλάδα φημίζεται για την εφήμερη και αδηφάγο ανάπτυξη, οπότε το Κουφονήσι είναι πιθανό να χτιστεί σε τέτοιον βαθμό, ώστε σε λίγο θα μοιάζει με πλωτή πολιτεία.
 
Δεν πρέπει λοιπόν να γίνεται ενα τέτοιο φεστιβάλ εκεί; Αντιθέτως! Τα παιδιά που διοργανώνουν το Up κάνουν πολύ καλή δουλειά. Απλώς ίσως πρέπει ν' αλλάξει τη νοοτροπία του ο ντόπιος πληθυσμός και να πάψει να ονειρεύεται να γίνει το Κουφονήσι η εναλλακτική Μύκονος. Μήπως και ισορροπήσει κάπως το πράγμα...
 
Ευτυχώς, το ελληνικό καλοκαίρι δεν είναι μόνο ευκαιρία για να ζήσει ένα κομμάτι του πληθυσμού –αν και έμαθα ότι κάποιοι επιχειρηματίες είναι πλέον τόσο αισχροί, ώστε προσλαμβάνουν κόσμο με προγράμματα voucher... Στο ελληνικό καλοκαίρι προστίθενται πάντως και ευκαιρίες για να ξεφύγεις από τη μέγγενη της διαρκούς πίεσης. Γι' αυτό και από εδώ οφείλουμε να συνεισφέρουμε στην προσπάθεια, με δύο μέσα.
 
Streamn_2
 
ο πιο τίμιος δίσκος της χρονιάς: ViC – Riza
 
Διάβαζα την υποδειγματική κριτική του Βαγγέλη Πούλιου για το εν λόγω δημιούργημα, με τα πολύ ορθά ερωτήματα που έθετε. Αντελήφθην μάλιστα τη μεγάλη κουβέντα που γίνεται γύρω από την ίδια τη μπάντα και παραδέχομαι πως βρίσκομαι στη μεριά εκείνων που τους λατρεύει. Τόσο, ώστε η όποια κριτική σ' αυτούς δεν είναι διδασκαλική, αλλά παραινετική.
 
Ομολογώ, για παράδειγμα, ότι η παραγωγή του δίσκου (έτρεξα να τον αποκτήσω σε CD στο φετινό Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ) αποδεικνύεται ελαφρώς θολή σε ορισμένα σημεία: τα τύμπανα λ.χ. και οι κιθάρες θα μπορούσαν να ηχούν πιο εμφατικά, όπως γίνεται στις συναυλίες τους. Επίσης θα συνιστούσα στον «κλαρινιτζή» τους (προφανώς θετικός ο όρος), τον νεαρό Κωνσταντή Πιστιόλη, να πάψει να συμπεριφέρεται ως Πάνας και να μελετήσει την άτεγκτη κινησιολογία των δημοτικών οργανοπαιχτών.
 
Ωστόσο όλα αυτά μοιάζουν μέχρι και ασήμαντα για μια μπάντα που, ναι, είναι τόσο τίμια και πιστή σε ό,τι προσπαθεί, ώστε δεν μπορείς παρά να της υποκλιθείς. Υποκλίνεσαι δηλαδή στο πώς οι ViC μεταχειρίζονται το κλαρίνο, γιατί φαίνεται πως το λατρεύουν στην καθημερινότητά του, δεν το αντιμετωπίζουν ως ένα είδος πειραματισμού. Εκεί έγκειται άλλωστε και η μεγάλη διαφωνία μου με έναν σωρό μουσικοκριτικούς, όσους έδειχναν τα ανύπαρκτα πτυχία τους λέγοντας «αυτά τα έχουν κάνει οι Μode Plagal» κλπ. Ειλικρινά, δεν πρέπει να δίνουμε δεκάρα τσακιστή για όσους στη ζωή τους δεν κάνουν με πάθος ακόμα και λάθη. Οι ViC είναι το ακριβώς αντίθετο, γι' αυτό και τους λατρεύουμε.
 
Streamn_3
 
ο πιο αγαπητός γραφιάς της γενιάς μας: Δημήτρης Μανιάτης
 
Όσοι μπήκαμε στη δημοσιογραφία και σήμερα (παλεύουμε να) ζήσουμε από αυτήν, πέσαμε από νωρίς σε έναν τεράστιο τοίχο. Κάποιοι παρέδωσαν τα όπλα και κρατούν το (οποιοδήποτε) γράψιμο ως μια ανάμνηση ή ως μια καταφυγή. Άλλοι συμβιβάστηκαν με το τέρας και το ακολούθησαν, ακόμα κι αν το εξωτερικό περίβλημα μοιάζει «αλλιώς». Και ορισμένοι εμμένουν να κρατούν την οξυδέρκειά τους σε επίπεδα αξιέπαινα. Ο Δημήτρης Μανιάτης ανήκει στην τρίτη κατηγορία. Και εξηγούμαι.
 
Ο Μανιάτης, συντάκτης πολιτιστικού στα Νέα, είναι ένας από τους υποδειγματικούς του «σιναφιού» μας. Ίσως φταίει το ότι εντρύφησε στη λαϊκή έκφραση από νωρίς –και με ατόφια αγάπη γι' αυτήν. Ίσως πάλι να οφείλεται στο ότι είναι κομμουνιστής, ένας από τους πιο έξυπνους ανθρώπους που έβγαλε ο χώρος στο πανεπιστήμιο.
 
Στο πρώτο του λοιπόν βιβλίο, τη συλλογή μικρών διηγημάτων Εγώ Είμαι Ένας Άλλος (εκδόσεις Μετρονόμος), αντικατοπτρίζεται η συνέπεια που τον διακρίνει. Είναι έντονο το γράψιμό του, απλό, πηγαίο, ευφάνταστο. Και είναι εκπληκτικό να αντιλαμβάνεσαι ότι αυτή η συστοιχία λέξεων, αυτή η αποστροφή για οτιδήποτε επίπλαστο και τεχνητό, προέρχεται από έναν γραφιά της γενιάς σου.
 
Η πιο συγκινητική φράση που διάβασα τελευταία είναι γραμμένη στο βιβλίο του: «Όταν αγαπώ εγώ εκτίθεμαι. Όταν δεν εκτίθεμαι, έχω σχέδιο. Άρα δεν αγαπώ».
 
Να είστε καλά και εις το επανιδείν.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured