Είχαμε την κουβέντα των Afghan Whigs πριν λίγες μέρες με έναν εκ των συντακτών του Avopolis και καλό φίλο, ένα δύσκολο πρωινό Σαββάτου στο γραφείο. Το “Algiers” δεν είχε ακόμα ξεμυτίσει στο YouTube, αλλά η εξαίσια συναυλία που είχε δώσει η μπάντα στο Vox της Ιεράς Οδού τον Μάιο του 2012, μαζί με την είδηση για την κυκλοφορία του νέου τους δίσκου, ήταν αρκετά για να θυμηθούμε πόσο υπέροχοι είναι.
{youtube}ovhzeqIaggY{/youtube}
Παραδέχομαι ότι δεν μπορώ να ανιχνεύσω συγκεκριμένα τι είναι αυτό λατρεύω στους Afghan Whigs. Είναι η φωνή του Greg Dulli ή περισσότερο η στάση του, οι πόζες του, η ενέργεια την οποία διοχετεύει μέσα από τις φωτογραφίες και τη σκηνή; Άγνωστο, αλλά μάλλον και τα δύο... Είναι ο μόνιμα βουτηγμένος σε σκούρες αποχρώσεις ήχος τους; Είναι η άοκνη προσπάθεια των μελών τους να προσφέρουν απλόχερα σε ένα μουσικό περιβάλλον που κάθε τόσο βαλτώνει; Μάλλον ναι.
Ωστόσο το πιο ενδιαφέρον στοιχείο των Afghan Whigs είναι ότι πάντοτε κρατούσαν μια απόσταση μαγική από το περιβάλλον τους. Σκεφτείτε ότι από το 1986 η μπάντα έχει βαδίσει παράλληλα με όλο το φλεγόμενο μουσικό μπουκέτο της Αμερικής. Όλο το grunge –αυτή η άμορφη μάζα που είχε ως κοινή συνισταμένη μια αντίληψη, παρά έναν ηχητικό κανόνα– έδρασε στη δημιουργική περίοδο των Afghan Whigs, αλλά δεν στάθηκε αρκετό για να τους κάνει να ξεφτίσουν.
Όσο κι αν ορισμένοι προσπάθησαν τότε να τους εντάξουν στο grunge «κίνημα», ακολουθώντας την επιδερμική και επιπόλαιη λογική της χρονικής σύμπτωσης, η μπάντα των Dulli, McCollum, Curley & Earle κράτησε μια σαφή απόσταση από τα τεκταινόμενα. Απόσταση η οποία τελικά τους διέσωσε καλλιτεχνικά. Εάν οι Afghan Whigs ακολουθούσαν τη λογική της επιφανειακής απόρριψης οποιασδήποτε καθεστηκυίας μουσικής φόρμας, θα ήταν άλλος ένα διάτοντας αστέρας που κάποτε μεγαλούργησε.
Όλα αυτά γίνονται πολύ πιο προφανή αν ακούσει κανείς το πρώτο single από το επικείμενο DoTheBeast. Μπορεί βέβαια να μην ενθουσιαστεί από την εμφανή επίδραση της αμερικάνικης ερήμου στον ήχο τους, η οποία είναι αναμεμιγμένη με την πανταχού παρούσα νουάρ αισθητική τους. Θα υποκλιθεί όμως στη δυνατότητα της μπάντας –ακόμα και χωρίς το παίξιμο του McCollum– να εξελίσσει την έκφρασή της. Μπορεί να ακούγεται τετριμμένο και απλοϊκό. Συγκρίνετε όμως τη μελωδική κατάληξη δύο συνόλων, που μεγαλούργησαν την ίδια περίοδο και συνεχίζουν να είναι εκτελεστικά άψογοι: τους Pearl Jam και τους Afghan Whigs.
Οι πρώτοι, στον τελευταίο τους δίσκο (το περσινό LightningBolt), επιχειρούν να γίνουν πάλι 21 ετών. Ασχέτως αν το καταφέρνουν ή αν το αποτέλεσμα προέκυψε στοιχειωδώς τίμιο, διάολε, δεν είσαι πιτσιρικάς για να σε βοηθήσουν οι γάμπες σου να βγάλεις όσα χιλιόμετρα έβγαζες τότε... Και στην τελική δεν έχεις τα ίδια μυαλά, δεν έχεις τις ίδιες προσλαμβάνουσες τότε και τώρα.
Ακούς από την άλλη τους Afghan Whigs και αντιμετωπίζεις από την πρώτη νότα την ειλικρίνεια της ωρίμανσης. Μπορεί το τελικό αποτέλεσμα, όταν θα κυκλοφορήσει, να φανεί σε ορισμένους «ξεδοντιασμένο», «άνευρο» και «κουρασμένο». Και πιθανόν αυτός ο δίσκος να είναι πράγματι μια υπέροχη ανάμνηση, παρά ένα καταπληκτικό έργο –ουδόλως όμως μας ενδιαφέρει. Αρκεί που κάποτε τους είδαμε ζωντανά.