Όπως όλοι ξέρουμε καλά, αλλά επιμένουμε να το ξαναλέμε κάθε χρόνο μήπως και δικαιολογήσουμε την αυταρέσκεια του μουσικογραφιά: οι λίστες στο τέλος κάθε έτους είναι ένα ωραίο κόλπο για να ξεκινήσουν συζητήσεις. Για να αντιπαρατεθεί ο κάθε επίδοξος κριτικός με τον κάθε φανατικό, για να πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων φύλλα χαρτιού και για να είμαστε στο τέλος όλοι αγαπημένοι μέσα στις διαρκώς υποβόσκουσες διαφωνίες μας. Άλλωστε, όπως είχε πει και ο Ντέρτι Χάρι, «οι γνώμες είναι σαν τις κωλοτρυπίδες, ο καθένας έχει κι από μια». Απλά μερικοί μπορούμε (και γουστάρουμε) να τις δείχνουμε κιόλας.
Εδώ όμως υπάρχει ένα πρόβλημα αντικειμενικό. Δεν μπορεί κανένας να παρακολουθήσει ολόκληρη τη μουσική παραγωγή, πόσο μάλλον να αφομοιώσει, να οσμώσει και να προτείνει στη συνέχεια τα «καλύτερα» μιας χρονιάς. Υπό αυτήν την αυταπόδεικτη παραδοχή, παρακάτω δεν θα βρείτε τα καλύτερα ή τα πιο αγαπημένα μουσικά δημιουργήματα της χρονιάς, αλλά μερικές στιγμές, μερικούς «κόμβους» που πρέπει να κοιτάξουμε απαραίτητα. Και πάντα υπό το πρίσμα όσων μουσικών παρακαταθηκών έχουν εντυπωθεί στο ακροαματικό DNA του καθενός μας. Ίσως έτσι προκύψει μια συνθετική διαδικασία και όχι αφοριστικές μπούρδες της πλάκας.
{youtube width="480" height="300"}beM28FLdAzk{/youtube}
«Πώς να είσαι μια από τις μεγαλύτερες μπάντες του πλανήτη και να συμπεριφέρεσαι σαν τον Νότη»
Arcade Fire - Reflektor
Να με συγχωράτε αγαπητές και αγαπητοί θιασώτες της παραληρηματικής λατρείας των Καναδών, αλλά ο τελευταίος δίσκος «που όλοι περιμέναμε» αποδεικνύει αξιωματικά ότι δεν είμαστε όλοι ικανοί να κάνουμε τα πάντα. Έτσι και οι Arcade Fire νόμιζαν ότι μπορούν να εντεθούν στον κόσμο που έχει στο κεφάλι του ο James Murphy –και ανάποδα, ο κύριος των LCD Soundsystem πίστευε ότι μπορεί να κάνει θαύματα με το όμορφα στενόμυαλο ζευγάρι. Και στο τέλος τι ακούμε; Μια σκιά των Arcade Fire να παλεύει να εκφραστεί μέσα από τα αυτοματοποιημένα και επαναλαμβανόμενα ηχητικά σήματα. Κακή επιλογή, αυτάρεσκη υλοποίηση, υπερβολικές αντιδράσεις, απόλυτη αναντιστοιχία εικόνας και ήχου. Τόσο απογοητευτικά αποτελέσματα, ώστε σε σπρώχνει να ακούς το Neon Bible και να μιλάς για μια μπάντα που κάποτε έσπερνε.
«Πώς να κάνεις μισές δουλειές και όλοι ξαφνικά να κουφαίνονται»
My Bloody Valentine - m b v
12 χρόνια δεν μπορούσες ρε κερατά να φτιάξεις ένα μάτσο τραγούδια; 12 χρόνια είχες το «μπλοκάρισμα του συγγραφέα»; Συγγνώμη, αλλά κάτι τέτοιες περιπτώσεις είναι που ξεφτιλίζουν την έννοια της «επιστροφής» μιας «θρυλικής» μπάντας. Αγαπητοί μου ακροατές, πρέπει κάποια στιγμή να ξεγυμνώσουμε τους λατρεμένους μας από τη φήμη τους και να σταματήσουμε να τσιμπάμε σαν καταναλωτές. Ιδίως όταν μας πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες και μέτρια αναμασήματα ως διαμάντια στο πίσω μέρος ενός γκαράζ.
«Πώς να σε θεωρούν όλοι επαναστάτη κι εσύ να λες “ε;”»
Nick Cave & The Bad Seeds - Push The Sky Away
Και τι δεν γράφτηκε για το “Lightning Bolts”, το τραγούδι που δεν υπήρχε καν στην κανονική έκδοση του δίσκου: ρίγη συγκίνησης στο ίντερνετ για τον «Λονδρέζο που γράφει για την Ελλάδα, την ώρα που οι Έλληνες σωπαίνουν». Εντάξει, ο Cave είναι εξαίσιος στην κατασκευή των στίχων, αλλά να μην θολώνουμε και τις προσλαμβάνουσές του, ούτε να μπερδευόμαστε για το πώς ευαισθητοποιούνται τα αισθητήριά του προκειμένου να γράψει ένα τραγούδι. Γιατί στο τέλος απογοητευόμαστε. Και δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε γιατί ένα δημιούργημα αξίζει. Το PushTheSkyAway ήταν καλός δίσκος, όχι όμως για τους λόγους που πίστεψαν αρκετοί.
«Πώς να αναπολείς τη βροχερή αμερικάνικη κωμόπολη, στην οποία δεν πήγες ποτέ»
Neko Case - The Worse Things Get, The Harder I Fight, The Harder I Fight, The More I Love You
Η κοκκινομάλλα το έκανε πάλι το θαύμα της. Και αυτή τη φορά δεν ήταν φειδωλή στον ήχο. Με μια μεγαλειώδη παραγωγή, χωρίς ντροπαλούς μινιμαλισμούς και ψυχολογία στα τάρταρα, η Neko Case έφτιαξε έναν δίσκο που μεταφέρει στις λεπτομέρειές του το κλίμα, την ψυχολογία, την περηφάνια και την αρχιτεκτονική της βαθιάς Αμερικής. Ένα άλμπουμ που πρέπει να αναχθεί σε ευαγγέλιο της προσγείωσης των μουσικών στον ρεαλισμό και στην καθημερινότητα. Είναι τόσο όμορφο το δημιούργημα, ώστε σε μεταφέρει νοητά εκεί όπου δεν έχει νόημα η καταγωγή, αλλά οι πράξεις σου. Αρκεί αυτές να είναι αληθινές. Μπράβο Neko Case.
«Πώς να ξεσπάς σε κλάματα όταν όλοι διασκεδάζουν»
Queens Of The Stone Age - Like Clockwork...
Αγοράκια με σκούρα στενά μπλουζάκια και κανά διακοσμητικό tattoo που θα το βαρεθείτε φτάνοντας στα 35, κοριτσάκια με μπλαζέ υφάκι που θα σιχαθείτε την αγαπημένη σας μπάντα όταν θα την αποκηρύξει η μισή σας παρέα, φάτε μια μεγαλειώδη ήττα από τον αρχιερέα Josh Homme. Έτσι για να καταλάβετε τι σημαίνει καλλιτεχνική δημιουργία από εκείνον που σας χάριζε μέχρι πρότινος τόση μαγκιά, ώστε μπορούσατε να τη σαλαμοποιείτε και να την πουλάτε μαζί με την υποτιθέμενη βαριά νοοτροπία σας. Βλέπετε ο Homme έχει συναισθήματα τα οποία δεν βολεύουν. Και αποτύπωσε την πτώση του σε έναν δίσκο-υπόδειγμα για τη σύγχρονη μουσική. Αρκετά πια με τα γκρουβάτα συνολάκια. Η ζωή έχει και τα κάτω της. Ο καλύτερος δίσκος της χρονιάς.
«Πώς να λατρεύεις χωρίς να μαϊμουδίζεις»
Daft Punk - Random Access Memories
Έπρεπε να έρθει ένας δίσκος για να απομυθοποιήσουμε την ποπ κουλτούρα του παρελθόντος; Αν ναι, τότε είμαστε άξιοι της μοίρας μας... Και ανίκανοι να συνειδητοποιήσουμε τι έκανε τον τελευταίο δίσκο των Γάλλων τόσο ξεχωριστό. Από το απολογητικό “Georgio By Moroder” μέχρι την πυρωμένη λίμπιντο του “Lose Yourself To Dance” και το καλύτερο τραγούδι για χορό και καμάκι “Get Lucky”, το Random Access Memories αποτελεί διδακτορική διατριβή στην καθομιλουμένη, η οποία δεν χωράει παρανοήσεις. Λατρεία στις πηγές, σεβασμός στις αναφορές, ευφυΐα στην υλοποίηση και άσπιλη ικανότητα να φτιάχνεις διαμάντια από τον κάλαθο των αχρήστων. Υποκλιθείτε στους Daft Punk, ακόμα κι αν μέχρι προχτές τους σιχαινόσασταν. Ο δεύτερος καλύτερος δίσκος της χρονιάς.
«Πώς να φτιάχνεις ένα συγκινητικό έργο γεμάτο χιούμορ»
Sound City σε σκηνοθεσία του David Grohl
Η αλήθεια είναι ότι τα ντοκιμαντέρ που φτιάχνονται από μουσικούς είναι συνήθως βαρετά. Και εκεί, τον περασμένο Γενάρη σου έρχεται η μεγάλη τούρτα στη μούρη. Το Sound City είναι η ωραιότερη (μουσική) ταινία που κατέβηκε στον υπολογιστή μας (μιας και οι εγχώριοι διανομείς νομίζουν ότι μπορούμε να τρέχουμε σε κάθε φεστιβάλ όποτε εκείνοι γουστάρουν). Ο βασικότερος λόγος όμως που σε κερδίζει το SoundCity είναι γιατί αμέσως μετά τη θέασή του, σου δημιουργείται η επιθυμία να πιάσεις παλιούς αγαπημένους δίσκους και να τους ακούσεις πάλι, γνωρίζοντας ότι ηχογραφήθηκαν μέσα στο θρυλικό αυτό στούντιο με αυτήν τη θρυλική κονσόλα. Θέλεις να ελέγξεις αν τα ντραμς ακούγονται πράγματι τόσο ωραία, θέλεις να προσπαθήσεις να στριμώξεις τις ξανθιές μπούκλες της Stevie Nicks πάνω στον τρισάθλιο τοίχο, θέλεις να υποκλιθείς για χιλιοστή φορά στον Trent Reznor, θέλεις να αγκαλιάσεις τον Grohl γιατί σε έκανε να κλάψεις –ακόμα κι αν την εποχή στην οποία αναφέρεται το μεγαλύτερο μέρος του ντοκιμαντέρ, ήσουν απλά ένα τίποτα. Απλά υπέροχο.
«Πώς να πεθαίνεις και να μην σου καίγεται καρφί. Μάλλον...»
Jeff Hanneman (1964-2013)
Κανονικά η φιγούρα του Lou Reed θα έπρεπε να πάρει τη συγκεκριμένη θέση. Αλλά είναι ο Jeff Hanneman εκείνος που θα λείψει περισσότερο, κυρίως επειδή ο θάνατός του χτύπησε μια κοινότητα η οποία δεν έχει μάθει να εκφράζει τα οδυνηρά συναισθήματα χωρίς ακρότητες. Κοκάκιας και χαπάκιας, παιδί της πιάτσας με δουλειές του ποδαριού, βλαμμένος λάτρης των ναζιστικών μεταλλίων, πηγαίος κιθαρίστας, βουτηγμένος από μικρός στις ιστορίες για πολέμους. Έφτασε τελικά να σαπίζει το σώμα του εσωτερικά και εξωτερικά και να πεθάνει από κίρρωση του ήπατος, που ακολούθησε το τσίμπημα μιας αράχνης. Όσο αντιφατικά κι αν μοιάζουν όλα αυτά, έτσι φαίνεται να ήταν και ο χαρακτήρας του. Αν δεν είχε υπάρξει ο Hanneman, τότε το thrash metal ίσως να μην υπήρχε καν. Ας το καταλάβουν και οι εναπομείναντες Slayer.