Μερικές φορές κάποια πράγματα έχουν κάνει τον κύκλο τους πριν καν το συνειδητοποιήσουμε. Κάτι τέτοιο έχει συμβεί και με τη συγκεκριμένη στήλη, ένα project που ξεκίνησα ακριβώς στην αρχή της πρώτης καραντίνας με σκοπό να κρατώ ένα ημερολόγιο σε κοινή θέα για όλα όσα καταναλώνω στο φάσμα της ευρύτερης pop (ή μη) κουλτούρας. Σύντομα, ο χρόνος ανέδειξε το Snap(shots) στην κυρίαρχη διέξοδο μου σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς που διανύσαμε (όχι ότι έχουν τελειώσει πραγματικά), προκειμένου να νιώθω πως μοιράζομαι αυτές τις βαθιά μοναχικές εμπειρίες με ένα κοινό που επίσης ένιωθε αποκομμένο απ’ οτιδήποτε τον συνέδεε με τον έξω κόσμο και τελικά με τον εαυτό του. Όταν όμως η ζωή επανήλθε - περίπου - στη μορφή που την ξέραμε, άρχισα να νιώθω όλο και περισσότερο πως αυτή η στήλη δεν λειτουργούσε και είχε χάσει το νόημα της, σε έναν κόσμο που άρχισε να τρέχει πάλι με χίλια. Το προσωπικό ημερολόγιο μοιάζει πλέον με μία αχρείαστη πολυτέλεια για λίγους και η ανάγκη για κάτι διαφορετικό που θα καταγράφει το τώρα με ποιο κομβικό τρόπο είναι έντονη. Πριν, όμως, κλείσω αυτό το κεφάλαιο, ας κρατήσω την τελευταία, σύντομη 60η σημείωση.
Το τελευταίο διάστημα έχουμε βομβαρδιστεί από τίτλους νέων ταινιών που αξίζουν την προσοχή μας. Έχω φυλάξει αρκετές για την περίοδο των εορτών, όμως για την ώρα έχω καταφέρει να παρακολουθήσω τέσσερις από αυτές. Πρώτη, αλλά όχι και καλύτερη, το Benedetta του Paul Verhoeven, μία ταινία για τον όχι και τόσο κρυφό, λεσβιακό έρωτα δύο μοναχών, που ακροβατεί ανάμεσα στην θρησκευτική, camp σάτιρα και στο σοβαρό, ευρωπαϊκό φιλμ, με έναν τρόπο που σε σημεία είναι απολαυστικός και σε άλλα ενοχλητικός. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν η ταινία που περίμενα να δω, αλλά σίγουρα ήταν αυτή που χρειαζόμουν περισσότερο.
Το πολυτραγουδισμένο The Power of Dog σε σκηνοθεσία της Jane Campion, βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Thomas Savage, με φοβερή μουσική του Jonny Greenwood και πρωταγωνιστή έναν αναγεννημένο Benedict Cumberbatch, είναι πράγματι μία πολύ δυνατή ταινία που παίζει με την έννοια της αρρενωπότητας και την ανθρώπινης δύναμης, αποδεικνύοντας πως οι σιωπηλοί είναι αυτοί που πρέπει να φοβάσαι περισσότερο.
Το Belfast του Kenneth Branagh, είναι μία ταινία για μεσημέρι Σαββατοκύριακου μαζί με το φαγητό: η ιστορία των εμφυλίων ταραχών Belfast στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αποτυπώνεται μέσα από τα μάτια ενός παιδιού (που θα μπορούσε να ήταν ο ίδιος ο σκηνοθέτης), χωρίς, όμως, καμία συναισθηματική ένταση, αχρείαστο μελόδραμα και ερασιτεχνικές, πρωταγωνιστικές ερμηνείες.
Το The French Dispatch, είναι επίσης η πιο συναισθηματικά αποστασιοποιημένη ταινία στη φιλμογραφία του Wes Anderson και σίγουρα όχι η καλύτερη του, αλλά δεν μπορεί να μην θαυμάσει κανείς αυτή την ωδή στην αληθινή δημοσιογραφία, το φόρο τιμής στην κληρονομιά της Γαλλίας στον σύγχρονο κόσμο (τέχνη, πολιτική, γαστρονομία σε τρεις διαφορετικές ιστορίες - κεφάλαια) και την τελειοποίηση του δικού του αισθητικού σύμπαντος, φιλοτεχνώντας τον πλέον με πυκνή σημειολογία και λεπτομέρειες που χρειάζονται παραπάνω από μία θεάσεις για να γίνουν αντιληπτές και να εκτιμηθούν στην ολότητα τους.
Κλείνουμε, οριστικά, με - τι άλλο - λίγη μουσική. Φτάσαμε στην εποχή που κουράστηκα οικτρά με τους απολογισμούς των περασμένων μεγαλείων και διψάω για νέα πράγματα, νέους ήχους, νέες περιπέτειες. Από αυτά που άκουσα τελευταία, λίγο πριν το τέλος του έτους, ξεχωρίζω τους Springtime, ένα supergroup από την Αυστραλία, στο οποίο συμμετέχουν οι Gareth Liddiard (Drones, Tropical Fuckstorm), Jim White (Dirty Three, Xylouris White) και Chris Abrahams (The Necks), οι οποίοι φέρνουν στο ομότιτλο ντεμπούτο του γκρουπ όλες τις αρετές τους για έναν φοβερό δίσκο που ισορροπεί άψογα ανάμεσα στη τάξη και το χάος, το Forfolks του Jeff Parker, κάποτε κιθαρίστα των Tortoise, ένα άλμπουμ μινιμαλιστικής, διαλογιστής, θεραπευτικής jazz, ό,τι πρέπει για τις γιορτές, το Speak των EERA, νορβηγικό shoegaze στα καλύτερα του, το ανθεμικό hip-hop - jazz δημιούργημα του Makaya McCraven με τίτλο Deciphering The Message και, τέλος, το πρώτο single των δικών μας Royal Arch με τίτλο “La Nuit”, που μοιράζει υποσχέσεις για ένα λαμπρό, λαμπρό μέλλον.