Οι δύο εβδομάδες που μεσολάβησαν από την τελευταία στήλη ήταν αναπόφευκτα κινηματογραφικές. Δεν θα μπορούσε να συμβεί και αλλιώς με τις Νύχτες Πρεμιέρας να επιστρέφουν εκεί που τους αξίζουν, δηλαδή στις κλειστές, κινηματογραφικές αίθουσες που τόσο έλειψαν - μαζί με πολλά άλλα - από την περσινή, ταλαιπωρημένη σεζόν. Η αλήθεια είναι πως δεν κατάφερα να παρακολουθήσω όσες ταινίες επιθυμούσα, αλλά αυτή η τόσο οικεία, φεστιβαλική εμπειρία από το ξεψάχνισμα του προγράμματος για την στρατηγική επιλογή προβολών, στα περάσματα από διάφορους, αγαπημένους, αθηναϊκούς κινηματογράφους για τις ταινίες, μέχρι τις παθιασμένες συζητήσεις σε ένα μπαρ μετά την προβολή τους, και όλα αυτά με φόντο μία Αθήνα που είχε αρχίσει να φθινοπωριάζει, ήταν όλα μέρος ενός τελετουργικού, που στο μυαλό μου εγκαινίασε την εκκίνηση μιας σεζόν που προβλέπεται, σίγουρα, πιο γεμάτη από τη περσινή.
Δεν θα μακρηγορήσω για κάθεμία προβολή, αλλά θα κάνω κατευθείαν fast forward στην τελευταία μου στο φεστιβάλ και στο φιλμ που περίμενα περισσότερο να παρακολουθήσω, δηλαδή το πειραγμένο, μουσικό ντοκιμαντέρ του Todd Haynes για τους Velvet Underground. Και γράφω πειραγμένο, γιατί ο Αμερικανός σκηνοθέτης δεν προσπάθησε να φτιάξει ακόμη μία τυποποιημένη ταινία του είδους που θα αφηγείται γραμμικά την ιστορία μιας σπουδαίας ροκ μπάντας, αλλά είχε πρόθεση και τελικά κατάφερε να δημιουργήσει μία ταινία που σεβάστηκε και τίμησε όχι μόνο το αντισυμβατικό πνεύμα και την κληρονομιά των Velvet, αλλά επίσης τη ριζοσπαστική, καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης μέσα στην οποία γεννήθηκαν. Το σπάνιο αρχειακό υλικό από την μπάντα και οι συνεντεύξεις με πρόσωπα κλειδιά από εκείνη την περίοδο (John Cale, Maureen Tucker - τα δύο εναπομείναντα μέλη του γκρουπ εν ζωή - , ο σκηνοθέτης Jonas Mekas, ο επιδραστικός avant-garde μουσικός La Monte Young, ο Jonathan Richman των Modern Lovers κ.α) έρχονται να δέσουν αρμονικά με την πρωτότυπη εξιστόρηση της πορείας του συγκροτήματος μέσα από την αισθητική ματιά του Haynes: από τα πρώτα τραγούδια του Lou Reed που έστηνε, τραυματικές εμπειρίες για να μπορεί έπειτα να τις διηγηθεί και την εκρηκτική γνωριμία του με το avant-garde υπόβαθρο του John Cale, και από τις μέρες τους στο Factory γενόμενοι δέκτες και κοινωνοί της δημιουργικής ενέργειας του Andy Warhol μέχρι να τα σπάσουν μαζί του - αλλά και μεταξύ τους -, μέχρι την δεύτερη φάση του γκρουπ, όταν αυτό είχε αποτινάξει τα μοντέρνα, πειραματικά του στοιχεία για μία πιο στρογγυλή και βατή ροκ αμφίεση βασισμένη στην χαρισματικότητα του Lou Reed. Όπως μας μετέφερε και ο Todd Haynes πριν την προβολή, δια στόματος Λουκά Κατσίκα καθώς ο ίδιος δεν μπορούσε να παρευρεθεί, αυτή είναι μία ταινία για τη δύναμη του τι σημαίνει να λες “οχι”. Και οι Velvet, έχουν αποτυπωθεί στο μυαλό μας και στην ροκ ιστορία ως το γκρουπ που ξέρουμε, γιατί ακριβώς εναντιώθηκαν σε μία ολόκληρη εποχή, σε μία ολόκληρη κουλτούρα, σε όλα όσα ένιωθαν πως τους κρατούν πίσω δημιουργικά.
Μετά τα Παράσιτα του Bong Joon-ho, ένα ακόμη προϊόν προερχόμενο από τη Νότια Κορέα έρχεται να γνωρίσει παγκόσμια επιτυχία, αυτή τη φορά προορισμένο για τη μικρή οθόνη, από τον Hwang Dong-hyuk. Ο λόγος για το δημοφιλές Squid Game του Netflix, ένα γκροτέσκο δράμα επιβίωσης, που θυμίζει ένα λιγότερο εντυπωσιακό και φρικώδες Alice in Borderland, και ακολουθεί την ιστορία του Gi-hun ενός χωρισμένου μεσήλικα που ζει ακόμη με την μητέρα του και είναι βουτηγμένος στα χρεη. Η μίζερη καθημερινότητά του, όμως, θα ανατραπεί όταν θα γνωρίσει έναν μυστήριο άντρα που θα τον καλέσει να συμμετάσχει σε ένα παιχνίδι με χρηματικό έπαθλο. Τελικά θα δεχθεί και θα μεταφερθεί σε ένα άγνωστο μέρος όπου θα συναντήσει και άλλους ανθρώπους με διαφορετικές ιστορίες και υπόβαθρο, αλλά με μία κοινή ανάγκη: να ξεφύγουν από την πραγματικότητα και να κερδίσουν τα χρήματα για να φτιάξουν τη διαλυμένη ζωή τους. Αυτό θα το καταφέρουν αν επιβιώσουν, κυριολεκτικά, από τα παιδικά, κορεάτικα παιχνίδια στα οποία αγωνίζονται, αλλά αυτό αποδεικνύεται πως δεν είναι και τόσο απλό γιατί και σε αυτό το νέο μικρόκοσμο δημιουργείται μία κοινωνία με τα δικά της χαρακτηριστικά. Οι κορεάτες δημιουργοί αναδεικνύονται σε μετρ της αποτύπωσης του ταξικού προβλήματος της εποχής, διεισδύοντας με έναν βαθιά αλληγορικό τρόπο σε όλα αυτά που διχάζουν και προκαλούν πόλωση στις σύγχρονες κοινωνίες. Με μπόλικες δόσεις αδρεναλίνης και αγωνίας, και μία τηλεοπτική φόρμα που θυμίζει ριάλιτι, το Squid Game, με την επιτυχία του, έρχεται να μας θυμίσει πώς το γυαλί της τηλεόρασης αντανακλά τις ζωές μας.
Και πάμε, τέλος, στις μουσικές ανακαλύψεις των ημερών: οι Stone, οι post-punk zoomers από το Μerseyside, έχουν κυκλοφορήσει 5 singles μέσα στην εποχή της πανδημίας και είναι ό,τι πιο αναζωογονητικό έχω ακούσει από πιτσιρίκια στο είδος του εδώ και καιρό, ο Noah Yorke, ο γιος ενός άλλου πιο γνωστού Yorke κυκλοφόρησε το single “Trying Too Hard (Lullaby)” στο οποίο δεν προσπαθεί καθόλου να ακυρώσει την φράση “το μήλο κάτω από την μηλιά θα πέσει” “Like father, like son” και τα σχετικά, και οι δικοί μας Hex παραδίδουν το ντεμπούτο single τους “Try” από το επερχόμενο άλμπουμ τους και είναι κιθαριστική, americana pop στα καλύτερα της.