Άγγελος Κλειτσίκας

Αν υπάρχει κάτι βαθιά παρηγορητικό στο ξεκίνημα αυτή της νέας χρονιάς είναι η σκέψη πως, με την ανθρωπότητα να έχει πιάσει πάτο κατά την προηγούμενη, πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα από εδώ και πέρα; Δεν (ξε)γελιέμαι, πάντα υπάρχουν περιθώρια προς το χείριστο, αλλά διακρίνεται έστω μία ελπίδα πως όταν ξεθολώσει το κατάμαυρο τοπίο που άφησε πίσω του το 2020, με αρχή το φετινό έτος και κυρίως κατά τα επόμενα, μπορεί να εισέλθουμε σε εποχές μιας νέας κοινωνικής εξωστρέφειας και απελευθέρωσης ως φυσική αντίδραση στην ανελευθερία που μας έζωσε τους τελευταίους μήνες. Ας μην προτρέχουμε, όμως. Για την ώρα, στο πρώτο Snap(shots) της νέας χρονιάς, παρουσιάζω συμπυκνωμένα όλα όσα ξεχώρισα κατά τη διάρκεια των Γιορτών.
 

Είχα βγάλει στην άκρη αρκετές ταινίες που ξεχώρισα μέσα από τις λίστες με τις καλύτερες της περασμένης χρονιάς και κατάφερα να παρακολουθήσω αρκετές από αυτές. Κορυφαίες με διαφορά αναδείχθηκαν τα Mangrove και Lover’s Rock, τα δύο πρώτα φιλμ/ επεισόδια της ανθολογίας Small Axe του Steve McQueen. Τόσο το πρώτο, ένα δικαστικό δράμα, όσο και το δεύτερο, μία ερωτική ιστορία που φουντώνει σε ένα επικό πάρτι, καταφέρνουν, χωρίς περιττά σχόλια και ανούσια σάλτσα, να αποτυπώσουν την αδικία που δεχόταν για χρόνια ο μαύρος πληθυσμός του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και να συλλάβουν με πολύ αληθινό τρόπο την κουλτούρα που κουβάλησαν οι άνθρωποι αυτοί από τους τόπους τους στα νέα τους σπίτια. 

Από την άλλη, δεν μπορώ να πω οτι ξετρελάθηκα το ίδιο με το Druk, τη νέα ταινία του Thomas Vinteberg, στην οποία πρωταγωνιστεί ο Mads Mikkelsen, σε έναν από τους πιο μέτριους ρόλους του. Μπορεί η ιδέα μίας παρέας καθηγητών Λυκείου που προσπαθεί να δοκιμάσει τη θεωρία πως ο ανθρώπινος οργανισμός γεννιέται με ένα έλλειμμα 0,5% αλκοόλης και χρειάζεται να το αναπληρώσει για να φτάσει στο βέλτιστο επίπεδο λειτουργίας του, να είναι εξαιρετική, όπως και το λυτρωτικό φινάλε, αλλά στην πράξη το φιλμ καταλήγει κοινότοπο, μη ρεαλιστικό και αρκετά γραφικό, καταλήγοντας να μην εξετάζει πραγματικά τους χαρακτήρες και τις συμπεριφορές τους, αλλά να τους παρουσιάζει ως προβλέψιμες καρικατούρες.

Αντίθετα, βρήκα το Babyteeth της Shannon Murphy, ένα πολύ δυνατό φιλμ, καθώς διαχειρίζεται εκπληκτικά, χωρίς μελόδραμα και υπερσυναισθηματισμό, ένα πολύ λεπτό ζήτημα, όπως αυτό του καρκίνου σε ανήλικα άτομα, με εκπληκτικό θάρρος, ισορροπημένη κινηματογράφηση και τρυφερή ματιά.

Τέλος, πηγαίνοντας στον animated κόσμο, το Soul των Disney/Pixar προσπάθησε να πει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να αντέξει το είδος -χωρίς καν να γελάσουμε δυνατά...

...σε αντίθεση με το εκπληκτικό Wolfwalkers, έναν ύμνο στην οικογένεια, τη φιλία, τη φύση και την αγάπη με κέλτικο, παγανιστικό φόντο.

Δίνοντας προτεραιότητα στις ταινίες, κατάφερα να παρακολουθήσω μόνο μία τηλεοπτική σειρά -μα τι σειρά. Αν ακόμη δεν είστε πεπεισμένοι πως τα όρια της ανθρώπινης ηλιθιότητας είναι ατελείωτα, τότε θα πρέπει να αφιερώσετε λίγο χρόνο από τη ζωής για τo How To With John Wilson, μία σειρά έξι επεισοδίων γυρισμένα ως ντοκιμαντέρ tutorial, στα οποία ο  νεοϋορκέζος πολίτης John Wilson μας δίνει συμβουλές για το πώς μπορούμε να βελτιώσουμε τη μνήμη μας μέχρι το πώς να φτιάξουμε το καλύτερο ριζότο. Μην παίρνετε καθόλου κυριολεκτικά αυτά τα tips, καθώς στην πραγματικότητα ο δημιουργός της σειράς μπλέκει προσωπικά βιώματα του ημερολογίου της ζωής του με εντελώς παλαβές συνεντεύξεις από άτομα που ζουν ανάμεσα μας, για να δημιουργήσει ένα εντελώς δικό του υβριδικό, τηλεοπτικό είδος/ύφος και μία από τις πιο αστείες, ιδιοφυείς, σουρεάλ, τρυφερές και βαθιά ανθρώπινες σειρές που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια.

Στο μέτωπο της βιβλιοφαγίας, βρήκα επιτέλους την ευκαιρία να ολοκληρώσω το φανταστικό Good Night and Good Riddance: How 35 Years Of John Peel Helped to Shape Modern Life του David Cavanagh, μία λεπτομερής εξέταση της τεράστιας συμβολής του βρετανού ραδιοφωνικού παραγωγού John Peel στην πολιτισμική αξία του τόπου του (και όχι μόνο), μέσα από 265 εκπομπές του. Το βιβλίο καλύπτει την απίστευτη πορεία του John Peel στο Radio 1, μέσα από το Perfume Garden, το Top Gear και τελικά το John Peel Show, φωτίζοντας όχι μόνο τις θετικές πτυχές του Βρετανού, όπως την απίστευτη του ικανότητα να συγχρονίζεται με τις νέες μουσικές τάσεις, να παίζει σε μαζικότερο κοινό μπάντες που δεν μπορούσε να ακούσει πουθενά αλλού στο ραδιόφωνο, να ελίσσεται ηχητικά από το ένα είδος στο άλλο με φοβερή ευλυγισία και να φτιάχνει την καριέρα συγκροτημάτων από το πουθενά, αλλά και τις παραξενιές/ εμμονές του που τον ανέδειξαν στον άνθρωπο που έμελλε να επηρεάσει σημαντικά τον τρόπο που θυμόμαστε την μουσική ιστορία. 

 

Κλείνοντας, αποφάσισα να αφήσω λίγο στην άκρη τη νέα μουσική και να εστιάσω κυρίως σε επανεκδόσεις ή αγαπημένους μου δίσκους από το παρελθόν που ένιωσα την ανάγκη να επαναφέρω στο προσκήνιο. Έτσι, ξεψάχνισα από την αρχή την δισκογραφία των Boards Of Canada διεκδικώντας το δικαίωμά μου στην εσωτερική νιρβάνα, τσίτωσα τις νευρώσεις μου με τον ομότιτλο δίσκο των This Heat, απόλαυσα τις ηλιόλουστες μέρες με το live άλμπουμ των Belle and Sebastian, What To Look For In Summer και βρήκα μία καθαρτική παρηγοριά στο New Vanitas και τα americana - ambient ηχοτοπία του William Tyler.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured