Άγγελος Κλειτσίκας

Δυνατά ξεκίνησε το πρώτο επεισόδιο της δεύτερης σεζόν της μαύρης κωμωδίας που λέγεται «Τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα». Ένα μάτσο rednecks αμερικανάκια με βαλσαμωμένα ζώα απλωμένα στο σώμα τους και βαμμένα πρόσωπα -σαν προσβολή στους αληθινούς ιθαγενείς αυτής της γης- μπούκαραν στο Καπιτώλιο, το δεύτερο «δημοκρατικό» άνδρο των Η.Π.Α για να κηρύξουν εμφατικά πως ο αληθινός βασιλιάς αυτής της χώρας είναι ο αδικημένος Donald Trump. Ο οποίος αμέσως μετά σιγοντάρισε τις ενέργειες αυτές και οι αληθινοί συντονιστές του πλανήτη αυτού, αποφάσισαν να σβήσουν τους λογαριασμούς του στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, τώρα που δεν έχει δύναμη και επίσημα, σε μία ακόμη πράξη αγνής, αυθεντικής, ουσιαστικής δημοκρατίας…

Όπως έγινε γνωστό την επόμενη μέρα -έχοντας ειδικό ενδιαφέρον μόνο για το indie παιδότοπο φαντάζομαι- ο Ariel Pink και το φιλαράκι του John Maus φαίνεται να συμμετείχαν κι αυτοί κάπως ξώφαλτσα στις «ειρηνικές διαμαρτυρίες», όπως αποκάλυψε το ποστάριμα της σκηνοθέτιδας Alex Lee Moyer που βρισκόταν μαζί τους. Για τον Ariel Pink τα γνωρίζαμε, είχε ξεμπροστιάσει τις μισογυνιστικές ορέξεις του και το Quietus πριν κάποια χρόνια και δεν μπορώ να πω ότι δεν τον είχα ικανό για τέτοιες συνωμοσιολογικές παλαβομάρες στο βωμό της απροκάλυπτης προβοκάτσιας. Όμως, από τον John Maus, με το ακαδημαϊκό υπόβαθρο, το διδακτορικό στην πολιτική επιστήμη, τις πολιτικές του πεποιθήσεις άκρα αριστεράς και τη διανοουμενίστικη synth pop του, περίμενα κάτι περισσότερο. Βέβαια, υποθέτω πως οι κακές επιρροές χρόνων (20 χρόνια φιλίας μετράνε οι δυο τους) σε συνδυασμό με τη σαγηνευτική γοητεία που προκαλεί ο πολιτικός σκοταδισμός μπορούν να δηλητηριάσουν ακόμη και τα πιο λαμπρά μυαλά. Και, εδώ, για ακόμη μία φορά, επανέρχεται η συζήτηση, για το κατά πόσο πρέπει να διαχωρίζεται ένας καλλιτέχνης από τη ζωή του. Κι αν τη μουσική του Ariel Pink την έχω παρατήσει εδώ και χρόνια, αυτή του John Maus απέκτησε τώρα μία σκιά που δεν τη χρειαζόταν κανείς.

Δεν ξέρω γιατί ανέβαλα συνεχώς να παρακολουθήσω το συγκλονιστικότερο τηλεοπτικό δράμα, όχι μόνο της χρονιάς που πέρασε αλλά της γενιάς μου ολόκληρης, όμως, τελικά, να που συνέβη και κατέληξα να πωρώνομαι αδιανόητα και να χειροκροτώ μόνος στο τέλος κάθε επεισοδίου του I May Destroy You. Η βρετανίδα Michaela Coel, που υπογράφει και πρωταγωνιστεί στη σειρά, ξεκίνησε την καριέρα της συμμετέχοντας σε ανοιχτές βραδιές ποίησης, κυκλοφόρησε ένα δίσκο, δοκίμασε τη τύχη της στο θέατρο, έπαιξε δεύτερους ρόλους σε διάφορα σημαντικά γεγονότα ποπ κουλτούρας (Black Mirror, Star Wars, κ.α.) και τελικά κατάφερε να γίνει το απροσδόκητο σύμβολο μιας γενιάς βουτηγμένη μέσα στην αυτοαμφισβητηση, τη σεξουαλική αμφισημία, την ανάγκη για αυτοπροσδιορισμό, συναισθηματική σύνδεση και κοινωνική συνείδηση. Μέσα από το κεντρικό αφηγηματικό πυλώνα της σειράς, δηλαδή το βιασμό της ταλαντούχας, millennial συγγραφέως Arabella, η Michael Coel καταφέρνει να ξεδιπλώσει μία σειρά που λαμβάνει υπόψη της όλη την πολυπλοκότητα και την αντίφαση της ανθρώπινης φύσης και τις άπειρες διαστρωματώσεις της, καθώς και να τσαλαβουτήξει μέσα στους βούρκους εκείνων των γκρίζων ζωνών της δημόσιας ζωής που δε συζητούνται ποτέ ειλικρινά, λόγω φόβου. Έτσι, στο I May Destroy You, η Coel, δεν κρίνει, δε νουθετεί, δεν παίρνει μεριές, δεν ηθικολογεί, δε διχάζει, δε βιάζεται να μεταμφιεστεί εύκολα και αβασάνιστα σε justice warrior, αλλά, αντίθετα, παρουσιάζει ψύχραιμα και ειλικρινά πάσης φύσεως θέματα που απασχολούν τη γενιά της. Τα συζητάει και σεβόμενη το μυαλό του θεατή στον οποίο απευθύνεται, αφήνει σε αυτόν να αποφασίσει ποια είναι η αποδεκτή συμπεριφορά και η κοινωνία που θέλουμε. Η σειρά που αποτυπώνει τον διχασμό, την εσωτερική πάλη και την πολυπλοκότητα της γενιάς της είναι ένα ακομπλεξάριστο αριστούργημα, που παίρνει ένα καθρέφτη και τον τρίβει στα μούτρα μας.

Η ιδέα πίσω από τη τηλεοπτική σειρά ντοκιμαντέρ History Of Swear Words των Joel Boyd και Sarah Schaefer είναι απολαυστική: μέσα από έξι επεισόδια με οικοδεσπότη τον Nicolas Cage -που παίζει τον Nicolas Cage- εξερευνούνται οι διάφορες συνιστώσες έξι εκ των πιο δημοφιλών βρισιών της αγγλικής γλώσσας. Στην πράξη, όμως, πρόκειται για μία προχειρογραμμένη, τηλεοπτική προσπάθεια με επιφανειακή έρευνα, επιτηδευμένο χιούμορ και ξεπερασμένη αισθητική που περισσότερο προσφέρει άβολες στιγμές, παρά λόγους απροσποίητου γέλιου. Είναι για βρισιές, εδώ που τα λέμε, οπότε μπορεί και να πετυχαίνει το στόχο του.

Το O Brother, Where Art Thou? είναι μία από τις λίγες, μεγάλες ταινίες των αδελφών Coen που δεν είχα καταφέρει να παρακολουθήσω ποτέ, μέχρι και πριν λίγες μέρες. Λατρεύω την εμμονή τους με την τους θρύλους και τις δοξασίες της αμερικάνικης γης, τις αρχετυπικές της φιγούρες και τις διαχρονικές της δεισιδαιμονίες, τις ιστορίες άφεσης αμαρτιών και αιώνιας ακολασίας, λύτρωσης μα και ματαιότητας, που αναβλύζουν από τη μυθολογία αυτού του τόπου. Και εδώ τα δύο αδέλφια την αφηγούνται σαν θεόμουρλοι παραμυθάδες, αλλά και σαν κινηματογραφικοί τυχοδιώκτες παλαιάς σχολής, χρησιμοποιώντας ως συγκολλητικό υλικό της τέχνης τους τη μουσική και την αρχέγονη δύναμη της να προσφέρει ανακούφιση και συγκίνηση.

Κλείνοντας, μένουμε στα χρονικά και τα χωρικά βάθη της Αμερικής, τα οποία εξερευνά ο Nathan Salsburg, μέσα από τη Landwerk διλογία του, χρησιμοποιώντας σκονισμένες, folk/american λούπες 100 χρόνων, σαν ένας άλλος Caretaker του κλασικού Αμερικανικού Πενταγράμμου, για να συνθέσει δύο δίσκους που ακούγονται σαν άχρονοι διαλογισμοί πάνω στα θραύσματα και τις μνήμες μίας αγέραστης, ηχητικής κληρονομιάς. 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured