Ξεκίνησαν δειλά-δειλά οι πρώτες λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς. Μουσική, ταινίες, σειρές, βιβλία, όλα τα καλά. Αλλά, σκέφτομαι, πώς γίνεται ο απολογισμός των καλύτερων από κάθε τι στη χειρότερη χρονιά που έχει βιώσει η ανθρωπότητα εδώ και πολύ καιρό; Τι νόημα έχει η αξιολογική καταγραφή πολιτισμικών αγαθών, όταν η προτεραιότητα όλων ήταν, χωρίς υπερβολή, να επιβιώσουν μέσα σε αυτό το καταραμένο έτος; Θα είχε νόημα η σταχυολόγηση της φετινής πολιτισμικής σοδειάς να εκφράζει και να αποτυπώνει το zeitgeist των δυσοίωνων καιρών μας, ίσως περισσότερο από ποτέ. Αλλά, μάλλον αυτό που θα ζήσουμε είναι η πρόκριση μίας ακραίας υποκειμενικότητας μπροστά στη βιωματική τυχαιότητα που χαρακτήρισε το έτος που, ευτυχώς (;), γλιστρά σιγά σιγά. Και πηγαίνοντας στο προσωπικό, δεν ξέρω πόσο επώδυνο θα είναι για τον καθένα αυτό το βλέμμα προς τα πίσω, αλλά το τι σώθηκε από την πυρκαγιά που λέγεται 2020 μου μοιάζει τουλάχιστον απαραίτητο.
Μιλώντας για λίστες, το μυαλό μου πάντα ξεκινάει από τις μουσικές και παραδοσιακά, η πρώτη και -συνήθως- η χειρότερη μουσική λίστα της χρονιάς είναι αυτή της Rough Trade. Δεν έχει να κάνει τόσο με το γεγονός ότι αγνοεί και θάβει κάπου στο βάθος, σπουδαίους δίσκους που, καλώς ή κακώς, στιγμάτισαν το φετινό μουσικό έτος (φυσικά και αναφέρομαι στο Fetch The Bolt Cutters της Fiona Apple), αλλά κυρίως, είναι μία λίστα που όχι μόνο δεν σου μαθαίνει κάτι καινούριο που αγνοούσες, αλλά σε κάνει να ξεχνάς και αυτά που ήξερες. Από την άλλη βέβαια, προωθούν τα δικά τους παιδιά, οπότε εμείς μάλλον φταίμε (εγώ εν προκειμένω) που έχουμε προσδοκίες.Τα δικά του «παιδιά» φτιάχνει και το Uncut, τοποθετώντας τα στην κορυφή. Bob Dylan, το όνομα. Σας λέει κάτι;
Ας μιλήσουμε λίγο και για τα «δικά μας» παιδιά τώρα. Ακολουθούν δύο πολύ ενδιαφέρουσες, διαφορετικές μεταξύ τους, προτάσεις από εγχώρια ονόματα. Αρχικά, ο ηλεκτρονικός μουσικός Subheim, κατά κόσμον Κώστας Κάτσικας, με έδρα το Βερολίνο. Στο νέο του, τέταρτο άλμπουμ Πόλις συλλαμβάνει με εντυπωσιακή αισθητική ακρίβεια την δυστοπική σφραγίδα της εποχής ή όπως γράφει πολύ εύστοχα στην περιγραφή της δουλειάς του, την αίσθηση του «να ζεις με εκατομμύριες ψυχές σε ένα ατελείωτο κενό». Το Πόλις είναι ο ωμός ήχος του αδιεξόδου της ζωής των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Κι αν η αποξένωση είναι μία θεματική που μπορεί να μοιάζει χιλιοκαταγεγραμμένη, σε αυτή την ηχητική και συγκυριακή συναστρία, αποκτά ένα πολύ πιο βιωματικό νόημα. Μία ακόμη δισκογραφική δουλειά που αξίζει να τσεκάρετε είναι η δεύτερη προσπάθεια των Echo Tides, μία διασκορπισμένη παρέα σε Λονδίνο, Αθήνα και Κατερίνη, η οποία γράφει indie pop τραγούδια με lo-fi αισθητική, σαν να έχουν ξεθαφτεί νοσταλγικά από παλιές κασέτες και να έχουν ψηφιοποιηθεί για χάρη μας. Το Jokes Ate Themselves είναι ακριβώς ένα τέτοιο άλμπουμ, που σε γλυκαίνει με το ακατέργαστο και τη ζεστασιά του ήχου του. Και έρχεται και σε φοβερό, μερακλίδικο packaging, από αυτά που τιμούν και το υποτιμημένο format του CD.
Το Love and Anarchy (Lisa Langseth) είναι μία νέα σουηδική, σειρά στο Netflix και, αν και στην αρχή αντέδρασα στην ιδέα ακόμη μία παραγωγής νετφλιξικής αισθητικής, πρόκειται για ένα τηλεοπτικό προϊόν που δεν φοβάται να τσαλακώσει την εικόνα του, δίνοντας μία διαφορετική νοστιμιά στο (στερεο)τυπικά cheesy genre των ρομαντικών κομεντί. Η Sofie μόλις ξεκινάει να εργάζεται στο νέο της πόστο ως στρατηγικός σύμβουλος επικοινωνίας ψηφιακών μέσων σε έναν εκδοτικό οίκο και όλα πάνε καλά, μέχρι που ο πιτσιρικάς πρακτικάριος την πιάνει να αυνανίζεται στο γραφείο της. Με αφορμή αυτό το άβολο περιστατικό θα ξεκινήσει μεταξύ τους ένα ερωτικό, εγκεφαλικό παιχνίδι, στο οποίο ο ένας βάζει στον άλλον διάφορες, περίεργες και μάλλον ανούσιες, δοκιμασίες, μόνο και μόνο για να συνεχίσουν αυτή την ιδιαίτερη επικοινωνία τους. Αυτό είναι το κύριο αφήγημα της σειράς, αλλά πίσω από αυτό λαμβάνει χώρα ένα διακριτικό μα και εύστοχο τικάρισμα πολλών θεμάτων της σύγχρονης, κοινωνικής ατζέντας (πατριαρχία, καπιταλισμός, social media). Όμως, ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξίσου κομψή αποδόμηση της σουηδικής κοινωνίας και ταυτότητας, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο τρίτο επεισόδιο και το σχόλιο για τη θέση της χώρας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο τέλος, πάντως, μένεις με την παράδοξη αίσθηση πως τα σουηδικά είναι η πιο σέξι γλώσσα του σύμπαντος και αυτό μόνο καλό είναι για τη λίμπιντο μας στην πιο ντεκαυλέ περίοδο της πρόσφατης, ανθρώπινης ιστορίας.
Μία ακόμη ταινία που δεν περίμενα ποτέ πως θα παρακολουθήσω στο Netflix, είναι το δανέζικο δράμα εποχής Lykke Per (Bille August, 2018), ένα πραγματικό, κινηματογραφικό έπος διάρκειας σχεδόν 3 ωρών που καθηλώνει τον θεατή. Η ταινία ακολουθεί την ιστορία του Peter Sidenius, ενός φιλόδοξου νεαρού που καταφέρνει να αποδράσει από τα δεσμά της θεοκρατούμενης οικογένειάς του στην δανέζικη επαρχία, για να μετεγκταστηθεί στην Κοπεγχάγη για να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός. Γεμάτος ριζοσπαστικές ιδέες για την ενεργειακή βιομηχανία της χώρας κι έχοντας την επιμονή και το θράσος που απαιτείται για να πετύχεις, θα καταφέρει να βρεθεί στα σωστά μέρη τη σωστή στιγμή, έτσι ώστε να υλοποιήσει το λαμπρό του σχέδιο. Η αυτοκαταστροφική του φύση, όμως, καθώς και η αδυναμία του να σκοτώσει τους δαίμονές του θα τον ρίξουν από τη κορυφή στο κενό και θα καταλήξει να διαιωνίζει το οικογενειακό δηλητήριο. Το Lykke Per είναι μία από αυτές τις ταινίες, των οποίων την προβολή δεν ξεχνάς ποτέ και τρυπώνουν κατευθείαν στην ουσία της ανθρώπινης συνθήκης. Ό,τι κάνει δηλαδή διαχρονικά η σπουδαία τέχνη.
Τα Χριστούγεννα (τα ποιά;) πλησιάζουν και ο κατά τ’ άλλα συμπαθέστατος Chilly Gonzales βιάστηκε κι αυτός να κυκλοφορήσει τον εορταστικό του δίσκο διασκευών με τίτλο A Very Chilly Christmas. Αυτή η διασκευή που ξεχωρίζει (και ακούγεται ευχάριστα ανεξαρτήτως εποχής) είναι το "All I Want For Christmas Is You" “Snow Is Falling on Manhattan”, το κομμάτι του David Berman ως Purple Mountains με τη συμμετοχή του Jarvis Cocker και της Feist. Ας κλέψουμε λίγη από τη ζεστασιά που εκπέμπει, γιατί δε μας βλέπω καλά.