Αν το σκεφτεί κανείς ήρεμα και ψύχραιμα, αυτή είναι η καλύτερη στιγμή να φύγουμε όλοι να πάμε στα χωριά και τα εξοχικά μας - εφόσον υπάρχει αυτή η πολυτέλεια - να χωθούμε κάπου στη φύση και να συνεχίσουμε τη ζωή μας εκεί για όλο εκείνο το διάστημα που από την πόλη θα λείπουν όλα όσα την καθιστούν ανεκτή ως τον επικρατέστερο, σύγχρονο τρόπο οργάνωσης μιας κοινωνίας. Θέλω να πω πως με τα νέα μέτρα, η πόλη θυσιάζει όλες εκείνες τις απολαυστικές «εμπειρίες» ανάμειξης, αυτές που την κάνουν γοητευτική: σινεμά, θέατρο, μουσεία, καφέ, εστιατόρια, γυμναστήρια θα παραμείνουν όλα κλειστά από σήμερα και όταν βγαίνεις έξω λίγο να ξελαμπικάρεις από το πολύ μέσα, θα πρέπει να περιορίζεις τον αέρα που δέχεσαι. Δεν θέλω να συμμετέχω στην τόσο προφανή συζήτηση για το σε τι αποσκοπούν όλα αυτά τα μέτρα, αλλά στην πρακτική: πώς θα βγει η φάση από εδώ και πέρα, δεδομένων αυτών; Ταινίες, σειρές, βιβλία, μουσική, συζητήσεις με φίλοι και αυτοσχέδιες μαζώξεις με παρέες, sleepovers μέχρι τις 5 όποτε μας παίρνει και ας γίνουν τα σπίτια όλων μας τα νέα εργαστήρια ενδοσκόπησης και εξωστρέφειας. Ας συνδεθούμε από εκεί. Και για όλους τους υπόλοιπους, η φύση είναι η λύση.
Σπάνια μία από τις πιο δημοφιλείς, τηλεοπτικές σειρές στο Netflix συμβαίνει να είναι και μία από τις πιο καλύτερες της χρονιάς. Το The Queen’s Gambit (το όνομα ενός από εκ των πιο δημοφιλών ανοιγμάτων στο σκάκι) δεν μπορεί να περιγραφεί καλύτερα από το "chess, drugs and rock ‘n’ roll". Η εκπληκτική, μίνι σειρά ξεχωρίζει αρχικά με την ερμηνεία της Anya Taylor-Joy σε πρωταγωνιστικό ρόλο αποκάλυψη, υποδυόμενη τη διάνοια Beth Harmon, η οποία αναγκάζεται σε προχωρημένη παιδική ηλικία να ζήσει σε ορφανοτροφείο. Εκεί, πολύ σύντομα, ο επιστάτης του οίκου αντιλαμβάνεται το έμφυτο ταλέντο της και την μυεί στον μαγικό, εθιστικό κόσμο του σκακιού. Η ιστορία της ως την κορυφή του πιο εγκεφαλικού παιχνιδιού που έχει επινοήσει η ανθρωπότητα, περνάει από πολλές δοκιμασίες -κυρίως αυτές που αφορούν το ψυχωτικό του χαρακτήρα της και τον εθισμό της στα χάπια και το αλκοόλ- ενώ, παράλληλα, είναι μία απολαυστική, ουσιαστική, σπαρταριστή και pop τηλεοπτική αφήγηση, χωρίς περιττές αμπελοφιλοσοφίες και ανούσιο διδακτισμό. Επιπλέον, η αποτύπωση της εξέλιξης της μόδας, των τάσεων, των ηθών και της αισθητικής κατά την φρενήρη δεκαετία του 1960 αποτυπώνεται σχεδόν τόσο αριστουργηματικά όσο και στο Mad Men, με το καταλλήλως ατμοσφαιρικό score του Carlos Rafael Rivera να εμπλουτίζεται από στοχευμένες, μουσικές επιλογές κομβικής σημασίας. Το Queen’s Gambit είναι τόσο δυνατό που καταφέρνει να φέρει το σκάκι στο προσκήνιο ως μία ξεχασμένη τέχνη και το κάνει να φαίνεται ως το πιο σέξι παιχνίδι αυτή τη στιγμή. Ένα μικρό τηλεοπτικό θαύμα που έσκασε από το πουθενά χωρίς προσδοκίες, κάνοντας, εχμμ, κίνηση Ματ (θα έσκαγα αν δεν το έγραφα).
https://www.youtube.com/watch?v=CDrieqwSdgI
Μένοντας σε νετφλιξικό (sic) κλίμα, το ντοκιμαντέρ Shirkers καταγράφει την απίθανη ιστορία μιας «προχώ», εν δυνάμει cult ταϊλανδέζικης ταινίας του 1992 με το ίδιο όνομα, που τελικά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Το ντοκιμαντέρ, όπως και η ανολοκλήρωτη ταινία, γυρίστηκαν από την σκηνοθέτιδα, κριτικό κινηματογράφου και συγγραφέα Sandi Tan. Στην επιφάνειά του, το ντοκιμαντέρ αποτυπώνει τον τρόπο που η Tan και η σινεφιλική της παρέα εξαπατήθηκαν από τον περίεργο, μυθομανή μέντορα τους Georges Candora, αλλά στην ουσία το φιλμ, διεισδύει βαθιά στον πυκνό κόσμο της 19χρονης Tan, των ερεθισμάτων, των αναφορών, των λεπτομερειών και όλων εκείνων των στοιχείων που συναποτελούσαν το σύμπαν της, δημιουργώντας μία ταινία για την απώλεια μιας, όχι μόνο, ταινίας, αλλά και μιας πραγματικότητας στην οποία θα υπήρχε αυτή η ταινία. Έτσι, το Shriekers (μία λέξη που περιγράφει μία κατάσταση διαρκούς ονειροπόλησης και αποφυγής οποιασδήποτε, τετριμμένης, καθημερινής ευθύνης) πυροδοτεί μία ανοίκεια νοσταλγία για ένα μέλλον που δε συνέβη ποτέ…
...Ακριβώς δηλαδή όσα πραγματεύεται το φιλοσοφικό κίνημα της φαντασματολογίας (hauntology), ένας πολύπλοκος νεολογισμός επινοημένος από τον Jacques Derrida που σχετίζεται με την έννοια στοιχείων του παρελθόντος τα οποία βρίσκουν εφαρμογή στο παρόν, και σχηματίζουν ένα μέλλον διαφορετικό από αυτό που ορίζει η κατάσταση της τωρινής πραγματικότητας. Είναι, παράλληλα, το βασικό θέμα του βιβλίου που ξεψαχνίζω τις τελευταίες μέρες, και ήθελα εδώ και πολλά χρόνια να διαβάσω - ως σημείο αναφοράς στο Retromania του Simon Reynolds - το Ghosts Of My Life του σπουδαίου ακαδημαϊκού, διανοούμενου και κριτικού τέχνης, Mark Fisher, ο οποίος διατηρούσε ένα από τα πιο συγκλονιστικά blogs της χρυσής εποχής του είδους - το K-Punk. Και γράφω διατηρούσε, διότι αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του τον Ιανουάριο του 2017. Ουσιαστικά, μέσα από τη βιβλιογραφία του, κυρίως το Capitalism Realism, ο Βρετανός ισχυριζόταν πως το παρόν είναι στοιχειωμένο από ένα άθροισμα από μέλλοντα τα οποία δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ για διάφορους λόγους. Ο καπιταλισμός λ.χ είναι ακριβώς ένα τέτοιο αμάλγαμα από τέτοιες αποτυχημένες ενοράσεις ενός μάταιου μέλλοντος. Τα βιβλία του έχουν τρομερό ενδιαφέρον και ειδικότερα, στο πιο αυτοβιογραφικό Ghosts My Life, αναλύει, σε πλήρη αρμονία με τα γραπτά του Reynolds, τον τρόπο που η σημερινή μουσική πραγματικότητα πάσχει από μία τέτοια εμμονή με το παρελθόν (σήμερα, κατά τη γνώμη μου, έχει αφομοιωθεί τόσο βαθιά στη μουσική μας συνείδηση το παραπάνω που πλέον είναι αόρατο, αλλά αυτή η ιδέα είναι ένα άλλο κείμενο…) και κάνει ειδική αναφορά στο ηχητικό κίνημα του hauntology. Καλλιτέχνες δηλαδή που ενσωματώνουν στον ήχο τους υλικά του παρελθόντος με έναν meta τρόπο για να αποτυπώσουν ένα παρόν/μέλλον όπως το είχε φανταστεί κάποτε η ανθρωπότητα και όχι όπως απαραίτητα είναι στην πραγματικότητα. Και αν σκεφτεί κανείς την κατάσταση της ανθρωπότητας σήμερα, που το μέλλον συνεχώς ακυρώνεται και μοιάζει πλέον με ένα άπιαστο concept, το παραπάνω ρεύμα μοιάζει να έχει πολλά να μας πει…
...Μιλώντας για hauntology, ένας από τους βασικούς του ηχητικούς εκφραστές, ο The Caretaker aka Leyland James Kirby απολαμβάνει μία εντελώς παράδοξη αναγνωρισιμότητα στις τάξεις της Gen Z μέσα από το trending στο Tik Tok μουσικό του έργο Everywhere At The End Of Time. Μια πειραματική, μουσικοθεραπευτική μελέτη πάνω στην άνοια σε έξι, διακριτά μέρη, η οποία φαίνεται πως άγγιξε κάποιον επιδραστικό Tik Toker, ο οποίος δημοσίευσε τη δουλειά, παροτρύνοντας το κοινό του να το ακούσει αν ψάχνει κάτι θλιμμένο, όπως αποκαλύπτει αυτό το φοβερό άρθρο. Το 6,5ωρο έχει αποκτήσει viral διαστάσεις στα όρια αυτού του κοινωνικού δικτύου, για όλους τους σχετικούς και άσχετους λόγους, με το περιεχόμενό του, αλλά ο ίδιος ο δημιουργός δεν φαίνεται να ενοχλείται καθόλου. Αντίθετα, σχολιάζει: «Νομίζω πως οτιδήποτε μπορεί να ευαισθητοποιήσει, να ανοίξει μια συζήτηση και να δώσει στους ανθρώπους κάποια ενσυναίσθηση με τα άτομα και τα μέλη της οικογένειας που πάσχουν από αλτσχάιμερ και άνοια, ιδίως μεταξύ των νέων, είναι ένα καλό πράγμα». Τι πανέμορφοι καιροί, τι περίεργοι καιροί είναι αυτοί.
Τόσο περίεργοι, που ο Bill Callahan, o Bonnie Prince Billy και o Sean O’ Haggan διασκευάζουν το “Wish You Were Gay” της Billie Eilish και ακούγεται σαν ο πατέρας μου να έκανε karaoke με την αδερφή μου, εντελώς τύφλα. 2020 go home, you are drunk.
Και θα γίνει ακόμη χειρότερο, αν στις πιο κρίσιμες, αμερικανικές εκλογές των καιρών μας, επανεκλεγεί ο Donald Trump. Ο καθένας από τον μουσικό κόσμο κάνει ο,τι μπορεί για να περάσει το μήνυμά του και ο Cass McCombs επανεκτελεί το κομμάτι του "Don’t Vote" ως "Don’t (Just) Vote", έχοντας στο πλευρό του την Angel Olsen, τον Bob Weir και τον...Noam Chomsky για να θυμίσει στους συμπολίτες του, ελαφρώς χιπστεροδιδακτικά, πως αν δεν ψηφίσουν στις σημερινές εκλογές, δεν έχουν δικαίωμα να γκρινιάζουν μετά για όλα όσα θα συμβούν. Τι να πω, ας κάνει την ανατροπή το 2020 στις καθυστερήσεις.